Περιοδικό Είδωλο

Ο Αυγουστίνος («Άγιος» για τους μεν, «ιερός» για τους δε, αλλά οπωσδήποτε μεγάλος φιλόσοφος) έλεγε ότι αν με ρωτήσετε τι είναι χρόνος δεν ξέρω, και αν δεν με ρωτήσετε ξέρω. Η αντίληψη τού χρόνου είναι θεωρητικά αδύνατη, γιατί βρισκόμαστε μέσα σ’ αυτόν. Εν τούτοις, ίσως να μην υπάρχει άλλη έννοια τόσο δυσνόητη, που να είναι ταυτόχρονα διαρκώς παρούσα και στο μυαλό μας και στη ζωή μας. Και ο λόγος είναι ότι ο χρόνος ορίζεται, παίρνει για μας μορφή, από τον θάνατο. Δηλαδή από το τέλος τού ορατού χρόνου.

Ο Αντρέ Μαλρώ λέει ότι με αυτή τη σωματοποιημένη συνείδηση τού γήρατος και τού αναπόφευκτου θανάτου, πολύ λίγα πράγματα συνομίλησαν. Αναμφισβήτητα το έκανε η θρησκεία, αλλά το κάνει και η Τέχνη, με την έννοια ότι η Τέχνη βρίσκεται έξω από τον χρόνο τής ζωής. Υπήρχε πριν από μας και θα υπάρχει μετά από μας. Μπορεί το έργο τέχνης να μην λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο για κάθε γενιά, αλλά γεγονός είναι ότι υπάρχει και λειτουργεί. Συνεπώς η Τέχνη, όλη η Τέχνη, είναι συνδεδεμένη με τον χρόνο. Ο τελευταίος αποτελεί συστατικό της. Και μια απαγκίστρωσή της από αυτόν, αυτήν εξασθενίζει μια και αυτός αναγκαστικά συνεχίζει αμείλικτος.

Η Φωτογραφία, όμως, έχει μια προνομιακή σχέση με τον χρόνο, γιατί είναι η μόνη από τις μορφές τέχνης, που τον χρησιμοποιεί σαν περιεχόμενό της. Για την ακρίβεια, όταν όλες οι τέχνες συνδέονται με τον χρόνο, η φωτογραφία, σχεδόν θέλοντας και μη, τον έχει σαν κύριο θέμα της. Η Φωτογραφία γεννήθηκε επειδή υπάρχει ο χρόνος. Γι αυτό άλλωστε κάθε προσπάθεια που κάνουν πολλοί φωτογράφοι να της τον αφαιρέσουν, δεν αποφέρει παρά ένα πιο εξασθενημένο αποτέλεσμα. Ο χρόνος είναι η ραχοκοκαλιά τής φωτογραφίας.

Οι τρόποι με τους οποίους η Φωτογραφία μπλέκεται με τον χρόνο είναι πολλοί και συχνά παράλληλοι. Κάθε φωτογραφία συνιστά ένα κομμάτι καθαρού χρόνου. Το κλικ καθιστά δυνατό αυτό που δεν καταφέρνει το μάτι μας. Απομονώνει ένα κομμάτι από τη συνεχή ροή τής ζωής. Για την ακρίβεια, απομονώνει μια συγκεκριμένη γωνία μιας μικρής φέτας τού χρόνου. Κάνει δηλαδή οπτικά κάτι σαν αυτό που επιχειρούσε νοητικά ο τραγικός ήρωας τού Μπόρχες, ο Ειρηναίος Φούνες, όταν προσπαθούσε να δώσει αριθμητική (σήμερα θα λέγαμε ψηφιακή) ταυτότητα σε κάθε πράγμα στον κόσμο κάθε στιγμή.

Πήρε καιρό στους ανθρώπους να καταλάβουν ότι η δύναμη τής Φωτογραφίας, καθώς και η έλξη και η γοητεία που εξασκεί, αντλούνται από τη σχέση της με τον χρόνο και όχι από την αληθοφάνειά της. Η επικράτηση τού κινηματογράφου έδωσε εμμέσως μιαν απάντηση, αφού δεν εκθρόνισε τη Φωτογραφία, όπως θα έπρεπε να συμβεί αν η ουσία βρισκόταν στην αληθοφάνεια. Τη φωτογραφία όμως των αγαπημένων προσώπων την ξανακοιτάμε άπειρες φορές, ενώ την κινηματογραφημένη σκηνή μιας οικογενειακής μέρας την εντάσσουμε στο αρχείο μας. Κατά περίεργο τρόπο η απόλυτη αναπαράσταση τού αναμνηστικού βίντεο δεν μας «ταξιδεύει» στον χρόνο όσο η αποσπασματική αποτύπωση τής φωτογραφίας.

Η ενσωμάτωση τού χρόνου στη φωτογραφία δεν έχει να κάνει μόνον με τα εικονιζόμενα. Αλλιώς το ενδιαφέρον μας και η επικοινωνία μας θα εξασφαλιζόταν μόνον αν το εικονιζόμενο μάς ήταν οικείο. Η αντιμετώπιση από τον θεατή μιας φωτογραφίας συνεπάγεται τον ερεθισμό τού χρόνου μέσα στον δικό του χώρο των αναμνήσεων, ή των μελλοντικών του προβολών. Συμβαίνει κάτι σαν αυτό που περιγράφει ο μεγαλύτερος μελετητής τού χρόνου, ο Μαρσέλ Προυστ, όταν το κουδούνισμα τού κουταλιού σε ένα φλιτζάνι τσαγιού τον πάει πίσω πολλά πολλά χρόνια στα παιδικά του καλοκαίρια στο Μπαλμπέκ. Ο θεατής τής φωτογραφίας ξέρει (κι αυτό είναι το σημαντικό) ότι αυτό που κοιτάει έγινε, υπήρξε, κάπου, κάποτε. Αυτή η αίσθηση τής δια βίου επανεμβάπτισης στο ίδιο σημείο τού χρόνου είναι και η αιτία τού φόβου που προκαλεί η φωτογραφία σε πολλούς ανθρώπους, και όχι μόνον πρωτόγονους. Η διατήρηση μιας χρονικής στιγμής παραπέμπει εμμέσως στη μόνη σταθερή και αναλλοίωτη στιγμή τής ζωής που είναι αυτή τού θανάτου.

Η φωτογραφία είναι «άπαξ δια παντός» είπε ο Καρτιέ-Μπρεσόν. Η συνειδητοποίηση αυτής τής ιδιότητας επηρεάζει και τη διαδικασία τής φωτογράφησης. Το κλικ δεν είναι μια τυχαία κίνηση, αλλά μια κορυφαία εκδήλωση θέλησης, απόφασης, επέμβασης, παραμόρφωσης. Το motor-drive δεν έφερε ποτέ καλύτερες φωτογραφίες, αφού η φωτογραφία δεν στηρίζεται στη ροή των στιγμών, αλλά στον απεγκλωβισμό τους από τη ροή. Η φωτογραφία δεν μιλάει για την κίνηση, αλλά για την ακινησία. Ο χρόνος εκφράζεται μαγικός και απειλητικός έξω από την συνεχή ροή του. Το γεγονός ότι για πολλούς φωτογράφους η μετά τη λήψη τροποποίηση τού κάδρου (cropping) αποτελεί ενέργεια προς αποφυγήν δεν έχει να κάνει με μεταφυσικές αλήθειες, αλλά με την συνείδηση ότι ακόμα και η σύνθεση, και η φόρμα, υποβάλλεται στον χρόνο.

Ο φωτογράφος, βέβαια, ούτε πρέπει, ούτε καν ενδείκνυται, όταν φωτογραφίζει να σκέπτεται τον χρόνο. Αρκεί να έχει συνείδηση τής φωτογραφικής διαδικασίας για να βρίσκεται μέσα στον χρόνο. Ξεχνώντας τον χρόνο θα τον προσεγγίζει. Στη δική μου όμως φωτογραφική δουλειά ο χρόνος ήταν παρών στο μυαλό μου προτού καν σηκώσω τη μηχανή. Μόνο που η παρουσία του με βασάνιζε και με γοήτευε με την πιο καθημερινή και ανθρώπινη έννοια, χωρίς κανένα απολύτως φωτογραφικό περιεχόμενο. Δεν είχε σχέση με τον χρόνο τής φωτογραφίας, αλλά με τον χρόνο τής ζωής. Η γοητεία τής φθοράς μπήκε στη σκέψη μου από νεαρή ηλικία. Τα πρόσωπα των ανθρώπων, κάθε μέρα που τα φέρνει πιο κοντά στον θάνατο, γίνονται πιο μεστά, πιο εκφραστικά, «κουβαλάνε» τον χρόνο τους. Τα ερείπια των σπιτιών δείχνουν την πραγματική ομορφιά των όγκων και των γραμμών τους μόνον όταν γκρεμιστούν. Η ιστορία γράφεται πάνω στις πεσμένες πέτρες των μνημείων. Η «επανασύνδεση» τού κτισμένου με τη γη. Όλες αυτές οι αισθήσεις και οι σκέψεις, που από τη μια με τρόμαζαν κι από την άλλη με μαγνήτιζαν, ήταν για μένα ένα στοιχείο μεγάλης ομορφιάς. Και ήταν λογικό να εισχωρήσουν στη φωτογραφία μου είτε φωτογράφιζα πρόσωπα είτε κτίσματα. Την ώρα όμως που αντίκριζα το θέμα μου κι ετοιμαζόμουνα να το φωτογραφίσω ο χρόνος είχε χαθεί. Ήμουνα μπροστά σε ένα ατελείωτο παρόν. Δεν προσπαθούσα να αποδώσω κανένα παρελθόν και κανένα μέλλον, γιατί η ίδια η παρουσία τού αντικειμένου με καθήλωνε με την «σημερινή» έλξη του. Η φωτογραφία έτσι κι αλλιώς φέρει τον χρόνο, ο φωτογράφος δεν έχει λόγο, ούτε μπορεί να προσθέσει τίποτα. Αρκεί να επιτρέψει στη φωτογραφία να αποκαλύψει τον χρόνο της. Ο φωτογράφος είναι ένας μεσάζων, που απλώς (και δεν είναι λίγο) επισημαίνει.

Αλλά και ο χώρος τής φωτογραφίας, η σκηνική επιλογή των ορίων της, δεν μπορούν να αποξενωθούν από τον χρόνο. Το κλικ επισφραγίζει την επιλογή τής χρονικής στιγμής και ταυτόχρονα επιλέγει τα όρια. Τα χωρικά όρια της φωτογραφικής εικόνας δεν μπορούν να κινηθούν έξω από τα χρονικά της όρια. Η συνείδηση αυτής τής αλήθειας αρκεί από μόνη της για να προφυλάξει τον φωτογράφο από ανώφελες έως ανατρεπτικές υπερβολές στις παρεμβάσεις που του επιτρέπει η τεχνική. Είτε η παραδοσιακή είτε η ψηφιακή. Όταν η παρέμβαση υπερβεί ένα σημείο και εξαφανίσει τον χρόνο, την αίσθηση τού χρόνου, τη φωτογραφική παρουσία και ταυτότητα τού χρόνου, τότε η δύναμη τής φωτογραφίας υποχωρεί και η ταυτότητά της κλονίζεται.. Αν ο καλλιτέχνης είναι ικανός, είναι πιθανόν παρά την αλλαγή ταυτότητας να αντλήσει δύναμη από άλλη ιδιότητα και διαφορετικές περιοχές. Αλλά η φωτογραφία, τυπικά (δηλαδή από άποψη τεχνικής) θα είναι παρούσα, αλλά ουσιαστικά (δηλαδή από άποψη περιεχομένου)θα είναι απούσα.

Κάθε καλλιτέχνης όμως αναρωτιέται, ακόμα κι αν έχει προχωρήσει πολύ στον κόσμο τής δημιουργίας, τι ακριβώς κάνει, τι ιδιαίτερο έχει να προσφέρει, όχι μόνον ο ίδιος, αλλά πρωτίστως αυτή καθεαυτή η μορφή τής τέχνης που χρησιμοποιεί. Ο Ταρκόφσκι, μετά την έκτη και προτελευταία ταινία του, είπε ότι ακόμα δεν είχε καταλάβει καλά τι κάνει ο κινηματογράφος. Όσο λοιπόν αναρωτιέται ο φωτογράφος για τη φύση και την μοναδικότητα τής φωτογραφίας, τόσο θα συνειδητοποιεί ότι ο Χρόνος είναι η αναπόφευκτη απάντηση.