Περιοδικό Χορός

Κίνηση και Ακινησία

Η φωτογράφηση μιας χορογραφίας απαιτεί, όπως άλλωστε κάθε άλλη φωτογράφηση, μια εκ προοιμίου συνειδητή τοποθέτηση τού φωτογράφου σε σχέση με το αποτέλεσμα. Να προαποφασίσει δηλαδή ο φωτογράφος αν αποσκοπεί στην απλή και κατά το δυνατόν πιστή καταγραφή τής χορογραφίας, ή αν στοχεύει στη δημιουργία ενός νέου φωτογραφικού έργου εμπνευσμένου από αυτήν.

Στην πρώτη περίπτωση η διαδικασία τής φωτογράφησης απλουστεύεται, αφού ο συγκεκριμένος και σαφής στόχος προκαθορίζει ήδη τη διαδικασία και θέτει κριτήρια αποδοχής τού αποτελέσματος. Το αποτέλεσμα όμως αυτό θα υπολείπεται πάντοτε τού πρωτότυπου έργου, τού οποίου θα αποτελεί μια μερική και ωχρή αναφορά. Εξάλλου η κινούμενη εικόνα τού κινηματογράφου ή τού βίντεο θα είναι σίγουρα σε καλύτερη θέση να προσεγγίσει και να αποδώσει πολύ πιο πιστά τη χορογραφία στο σύνολο και στις λεπτομέρειές της από μια ή περισσότερες φωτογραφίες που θα αποτυπώνουν στατικές στιγμές από τη ροή τής κίνησης.

Στη δεύτερη περίπτωση η χορογραφία αντιμετωπίζεται από τον φωτογράφο σαν άλλο ένα κομμάτι πραγματικότητας από το σύνολο τής πραγματικότητας που τον περιβάλλει και που τον ενδιαφέρει, η οποία έτσι κι αλλιώς είναι η πρώτη ύλη τής φωτογραφίας. Μόνο που αυτή η συγκεκριμένη πραγματικότητα είναι ήδη μεταλλαγμένη από τον αρχικό δημιουργό, τον χορογράφο, και θα μεταλλαχτεί εκ νέου περνώντας μέσα από το φίλτρο των οπτικών και νοητικών εμμονών τού φωτογράφου.

Η πρόκληση και ο φόβος κάθε φωτογράφου είναι πώς θα επιτρέψει στη φόρμα του να συνυπάρξει με το πραγματικό γεγονός, για να το υπερβεί χωρίς να το παραμορφώσει Στην περίπτωση τής φωτογραφημένης χορογραφίας ο φόβος αυτός μειώνεται, γιατί ο φωτογράφος έχει τη δυνατότητα να κινηθεί με μεγαλύτερη φορμαλιστική ελευθερία, η οποία μπορεί να φτάσει στα όρια μιας υπερβολής που θα ήταν απαράδεκτη στην περίπτωση τού πρωτογενούς γεγονότος. Η πρωτογενής κίνηση έχει ήδη υποστεί τη χορογραφική φόρμα για να μεταμορφωθεί σε ένα (καλλιτεχνικό) χορογραφικό γεγονός. Αυτό με τη σειρά του υφίσταται νέα μεταμόρφωση με την παρέμβαση τής φωτογραφικής φόρμας, για να καταλήξει σε ένα νέο (καλλιτεχνικό) φωτογραφικό γεγονός.

Αυτά τα δύο καλλιτεχνικά γεγονότα είναι πιο συγγενικά από όσο αρχικά φαίνεται. Τα συνδέει ο χώρος και ο χρόνος. Η φωτογραφία χ-ω-ρογραφεί, επιλέγει δηλαδή και αποτυπώνει ένα μέρος τού χώρου, όπως και η χορογραφία. Η επιλογή αυτή αποκτά αξία και στις δύο περιπτώσεις μέσα από τη σχέση της με τον χρόνο. Η δημιουργική όμως αντίφαση, χωρίς την οποία δεν θα υπήρχε διάλογος χορογραφίας-φωτογραφίας, βρίσκεται στο γεγονός ότι ο χορογραφικός χρόνος έχει σχέση με την κίνηση, ενώ ο φωτογραφικός με την ακινησία.

Είναι πιθανόν το φωτογραφικό αποτέλεσμα να έχει πετύχει την υπέρβαση και τη μεταμόρφωση τού χορογραφικού γεγονότος, αλλά να μη συνδέεται με το όραμα και την άποψη τού χορογράφου και αρχικού δημιουργού. Γι’ αυτό άλλωστε είναι πολύ πιθανό από μια αδιάφορη χορογραφία να προκύψει μια καλή φωτογραφία και φυσικά και το αντίθετο. Αν όμως ο φωτογράφος καταφέρει να παραμείνει αφοσιωμένος στις δικές του φωτογραφικές εμμονές και στην προσωπική του γλώσσα, επηρεασμένος όμως και εμπνευσμένος από την πρόταση τού χορογράφου, τότε η φωτογραφία μπορεί να πει περισσότερα για το ουσιαστικό περιεχόμενο μιας χορογραφίας από όσα μια πιστή φωτογραφική ή κινηματογραφική αποτύπωση.