Ιούνιος 2013
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι όταν ένας φωτογράφος εκθέτει τη δουλειά του θα ακούσει από το στόμα κάποιου καλοπροαίρετου και αθώου θεατή την εξοντωτική ερώτηση: "πού τραβήχτηκε", ή ακόμα χειρότερα: "τι θέλει να πει". Αυτό οφείλεται στο ότι ελάχιστοι άνθρωποι (ακόμα και φωτογράφοι) απολαμβάνουν και κρίνουν μια φωτογραφική δουλειά πέρα από τη θεματολογία της ή (ακόμα χειρότερα στις μέρες μας) από την εννοιακή της ετικέτα.
Η ευθύνη βέβαια είναι δική μας, των φωτογράφων, οι οποίοι δεν βρίσκουμε το θάρρος να οδηγήσουμε το βλέμμα των θεατών σε πιο αφηρημένες περιοχές που κατά συνέπεια θα είναι και πιο φωτογραφικές. Ο τρόπος που εκθέτουμε τις φωτογραφίες μας είναι σε θέση να τις εγκλωβίσει στο προφανές ή, αντίθετα, να συμβάλει ώστε να οδηγηθούν σε αυτό που, ακόμα και αν δεν το πετυχαίνουν, αποτελεί τον καλλιτεχνικό τους στόχο.
Με την πιο κλασική διάταξη των φωτογραφιών, αυτή δηλαδή που στηρίζεται στη θεματική ενότητα και/ή στο εννοιακό μήνυμα κερδίζουμε μεγαλύτερο αριθμό θεατών, αλλά χάνουμε τους πιο οξυδερκείς και γυρίζουμε την πλάτη στον καλλιτεχνικά εκπαιδευτικό χαρακτήρα μιας έκθεσης. Το κοινό εκπαιδεύεται και κερδίζεται σταδιακά.
Βασικός τρόπος για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι προσπαθούμε πρώτον να δούμε οι ίδιοι ποιο είναι το συνεκτικό και βαθύτερο νήμα που συνδέει τις φωτογραφίες μας (κάτι που λίγοι φωτογράφοι αποφασίζουν και καταφέρνουν να κάνουν) και στη συνέχεια αυτό το νήμα να προσπαθήσουμε να το βγάλουμε στην πρώτη γραμμή τόσο με το είδος τής επεξεργασίας όσο και με τον τρόπο παρουσίασης των φωτογραφιών μας.
Απαραίτητη επίσης προϋπόθεση είναι να μην παρέχουμε δεκανίκια προφανούς ερμηνείας στον θεατή, διότι τότε αποκλείεται να κάνει τον κόπο να εισχωρήσει βαθύτερα στην ουσία τής φωτογραφικής μας προσέγγισης. Μπορεί μάλιστα να χρειαστεί να αφαιρέσουμε μια καλή φωτογραφία μας, αν αυτή δημιουργεί σύγχυση ως προς τις προθέσεις μας, ή μια άλλη φωτογραφία μας, τής οποίας η πιθανώς εύκολη και επιφανειακή αναγνωσιμότητα θα παρασύρει και τις υπόλοιπες στον ίδιο τρόπο προσέγγισης.
Αυτός είναι και ο λόγος που, αν και η κάθε φωτογραφία πρέπει να έχει τη δική της παρουσία και αξία, δεν μπορεί να μιλάμε για φωτογραφική ποιότητα και πρόταση, αν δεν δούμε περισσότερες φωτογραφίες τού ίδιου φωτογράφου. Κάτι που επίσης οδηγεί στη σκέψη ότι, ακόμα και αν δεχτούμε την αμφίβολης αξίας αντίληψη ότι στην τέχνη ταιριάζουν οι διαγωνισμοί, πάντως στην περίπτωση τής φωτογραφίας θα έπρεπε να διαγωνίζονται φωτογράφοι (με μικρό ή μεγαλύτερο portfolio) και όχι μεμονωμένες φωτογραφίες.
Η περίπτωση τού Craigie Horsfield στον οποίον ανήκουν οι φωτογραφίες που συνοδεύουν σαν παράδειγμα το άρθρο, είναι απόλυτα σαφής. Πορτρέτα, ζώα, σιδερικά, σκαλοπάτια, γυμνά σώματα ή δέντρα αποτελούν χωρίς αμφισβήτηση ομοειδή τμήματα και πολυπρισματικές εκδοχές ενός προσωπικού κόσμου. Ο φωτογράφος εκφράζει τον κόσμο του περισσότερο με το "πώς" και λιγότερο με το "τι".