Φωτογράφος-Καθημερινή
Νοέμβριος 2008
Η καταγραφική ικανότητα και η εικαστική αξία τής φωτογραφίας είναι δύο συνιστώσες, τις οποίες κανείς δεν μπορεί να τής αρνηθεί. Εντούτοις, η πιο χαρακτηριστική της ιδιαιτερότητα είναι η ικανότητά να διαφεύγει από κάθε μονομερή ερμηνεία ή από οποιοδήποτε αποκλειστικό εγκλωβισμό και να υπηρετεί ή να παράγει οπτικές και νοηματικές ψευδαισθήσεις μέσα ακριβώς από τις φαινομενικές αντιθέσεις της.
Όσοι επί χρόνια ασχολούνταν με τη φωτογραφία, τότε τουλάχιστον που ο καλλιτεχνικός κόσμος τής είχε γυρισμένη την πλάτη, ήξεραν πως κάθε αφορισμός σχετικά με αυτήν μπορούσε εύκολα να αντιστραφεί. Όλα ίσχυαν και τίποτα δεν ίσχυε. Η υλικότητα τής εκτύπωσης και το άυλο τής εικόνας, η χειροτεχνία ή η μηχανική αναπαραγωγή, η αφήγηση ή η περιγραφή, η κίνηση ή η ακινησία, η αλήθεια ή η αληθοφάνεια, η φόρμα και το τυχαίο, η μοναδικότητα και η επανάληψη, οι σκιές και τα χρώματα, η μηχανή ή ο φωτογράφος, ο χρόνος τής λήψης και ο χρόνος τής εμφάνισης, ο χώρος τής εικόνας και ο χώρος γύρω από αυτήν, καθώς και άλλα πολλά, είχαν όλα τη σημασία τους, ενώ ταυτόχρονα κανένα δεν ήταν αρκετό και τίποτα δεν ήταν απόλυτα σαφές. Η φωτογραφία σαν μέσο είχε την ευφυΐα να καταλάβει ότι ο πλούτος της είχε για βάση τη φτώχεια της. Και ότι το τελικό συνθετικό της αποτέλεσμα είχε μια αυτοδυναμία και μια αυτάρκεια που υπερέβαιναν κάθε αναλυτική απόπειρα των πηγών της. Γι’ αυτό η πιο μεγάλη αρετή των παλαιότερων φωτογράφων ήταν ότι είχαν μάθει να παίρνουν πολύ σοβαρά ένα μέσο που τους ξέφευγε, ενώ ευτυχώς η κοινωνία τούς είχε προφυλάξει από το να παίρνουν πολύ σοβαρά τον εαυτό τους.
Η μόδα όμως τής φωτογραφίας, όπως άλλωστε κάθε μόδα, δεν αντέχει τις αμφισβητήσεις, τις αφαιρέσεις, τις υπερβάσεις και τις αμφισημίες. Έτσι, οι δυο πιο προβεβλημένες αξίες τής φωτογραφίας που αναφέρθηκαν πιο πάνω, έγιναν, πολύ γρήγορα, πρώτον απόλυτες και δεύτερον αποκλειστικές. Και σημάδεψαν δύο κατευθύνσεις αρκετά απλοϊκές και συνάμα αρκετά βολικές. Τού φωτογράφου που αποτυπώνει τον κόσμο «πυροβολώντας» τον με τη μηχανή του και τού φωτογράφου που δεν αποτυπώνει τον κόσμο διότι τον «ζωγραφίζει» με τη μηχανή του. Και υιοθετούν ή σφετερίζονται ο μεν πρώτος την αίγλη τού στρατευμένου και ευαίσθητου αγωνιστή και ο δεύτερος την αύρα και την κοινωνική και οικονομική καταξίωση τού εικαστικού καλλιτέχνη.
Άλλωστε η κοινωνία, δηλαδή με πιο απλά λόγια οι οικείοι μας, οι έχοντες οποιαδήποτε εξουσία, οι θεωρητικοί και πάνω από όλα οι άνθρωποι τού Τύπου, αρέσκονται στους ξεκάθαρους όρους και στους ακόμη πιο ξεκάθαρους ορισμούς. Οι λέξεις «φωτογραφία» και «φωτογράφος» συνόδευαν πάντα και εξέφραζαν όχι τις πολλαπλές εφαρμογές τού μέσου όσο την πολυσημία τής ουσίας του. Γι’ αυτό και θεωρούνται σήμερα από άχρηστες έως ύποπτες.
Οι δύο παραπάνω διαστάσεις (καταγραφική και εικαστική) έχουν όμως τη σημασία τους μέσα από την άρνησή τους. Από τη μια οι εικαστικές αξίες τής φωτογραφίας δεν είναι δυνατόν να αποκολληθούν από το γεγονός μιας «ψευδαίσθησης» τής αλήθειας και τής πραγματικότητας, και από την άλλη οι καταγραφικές δυνατότητές της δεν υπάρχουν χωρίς την «ψευδαίσθηση» μιας προσωπικής επιλογής τής φόρμας και τής σύνθεσης. Με λίγα λόγια, για μια φωτογραφία δεν υπάρχει αλήθεια έξω από το «ψέμα» τής απόλυτα φανερής και πάντα σε πρώτο πλάνο σύνθεσης. Αλλά και η σύνθεση είναι ανύπαρκτη όταν αποκόπτεται από την πάντοτε κρυμμένη, υπαινικτική και αμφίσημη «αλήθεια» των εικονιζομένων. Αν αυτό δεν γίνει αντιληπτό, τότε καμία φωτογραφία δεν μπορεί να έχει αξία. Και ο φωτογράφος που δεν είναι ρεπόρτερ ή ζωγράφος θα επιχειρεί πάντοτε να αλιεύει μια πλασματική σημασία ψαρεύοντας στο περιθώριο τού εικαστικού κόσμου και στην επιφάνεια των γεγονότων, αγνοώντας ή υποτιμώντας την αναζήτηση τής φωτογραφικής «ψευδαίσθησης».