Φωτογράφος-Καθημερινή

Απρίλιος 2007

Σημείωμα τρίτο: Η ψηφιακή μηχανή. Μειονεκτήματα και παγίδες.

Αν η αντικατάσταση τού σκοτεινού θαλάμου με τον φωτεινό τού υπολογιστή είναι μάλλον δεδομένη, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την αντικατάσταση τής αναλογικής μηχανής με την ψηφιακή. Ο επαγγελματίας, βέβαια, φωτογράφος, του οποίου οι φωτογραφίες απλώς δημοσιεύονται, έχει πολλά να ωφεληθεί από την ταχύτητα και την ευκολία τής ψηφιακής μηχανής. Ο απλός ερασιτέχνης πάλι, ο οποίος συνήθως φωτογραφίζει την οικογένειά του και καταφεύγει σε εκτυπώσεις που δεν υπερβαίνουν ένα μικρό μέγεθος, έχει επίσης πολλά να κερδίσει από την ταχύτητα και την ασφάλεια τής ψηφιακής λήψης. Και αν μάλιστα για τον πρώτο επιβάλλεται η απόκτηση μιας ακριβής ρεφλέξ, για τον δεύτερο είναι υπεραρκετή μια μικρή κόμπακτ. Για εκείνον όμως τον φωτογράφο που ενδιαφέρεται για την ποιότητα τής φωτογραφίας του, την οποία πιθανόν να τυπώσει σε μεγάλα εκθεσιακά μεγέθη, και για τον οποίο η φωτογραφική μηχανή είναι εργαλείο όχι δουλειάς αλλά καλλιτεχνικής δημιουργίας, η ψηφιακή μηχανή υπολείπεται (ακόμα) τής αναλογικής. Αντίθετα, ένας καλός σαρωτής φιλμ προσιτού κόστους και ένα καλό αρνητικό αποδίδουν μέγεθος αρχείου και ποιότητα που είναι λίαν αμφίβολο αν με τα σημερινά τεχνικά δεδομένα (και σε προσιτό κόστος) μπορεί να επιτευχθούν από μια ψηφιακή μηχανή. Ίσως λοιπόν θα ήταν πιο φρόνιμο ο απαιτητικός φωτογράφος να περιμένει την πτώση, αν όχι τη σταθεροποίηση, των τιμών των καλών ψηφιακών μηχανών και τη βελτίωση τής ποιότητάς τους στα επίπεδα των αναλογικών, προτού απαλλαγεί από τις καλές μηχανές τού παρελθόντος. Αν παρ’ όλα αυτά ο φωτογράφος επιμένει στη χρήση τής ψηφιακής μηχανής, θα πρέπει να προσέξει (όπως και στην περίπτωση τού φωτεινού θαλάμου) μερικές ιδιότυπες παγίδες. Η πρώτη είναι, όπως πάντα, η φλυαρία τού ψηφιακού μέσου. Η ευκολία και το ανύπαρκτο κόστος πρέπει να μας κάνουν πιο επιλεκτικούς και φειδωλούς στα κλικ. Όπου δεν υπάρχουν όρια πρέπει να βάζουμε τα δικά μας. Η δεύτερη είναι η σύνθεση μέσω τής οθόνης. Πρέπει πάντοτε να προτιμάται το σκόπευτρο, γιατί η οθόνη μάς αποσπά από την πραγματικότητα και μας μεταφέρει εκβιαστικά στο ζητούμενο αποτέλεσμα. Η τρίτη αφορά πάλι την οθόνη και είναι ακόμη πιο επικίνδυνη. Ο φωτογράφος πρέπει να μάθει να αποφεύγει τον έλεγχο τής φωτογραφίας αμέσως μετά τη λήψη της. Πριν από όλα είναι απαραίτητη η μεσολάβηση ενός έστω μικρού διαστήματος ανάμεσα στο πραγματικό γεγονός και στην εκτίμηση τής μεταμόρφωσής του σε φωτογραφικό γεγονός και ύστερα δεν πρέπει το επόμενο κλικ να αποτελεί απόπειρα διόρθωσης τού προηγούμενου. Έτσι χάνονται τα στοιχεία τής έκπληξης και τού μυστηρίου που πρέπει να συνοδεύουν τον φωτογράφο κατά τη λήψη τής φωτογραφίας, καθώς και η αναγκαία ελευθερία φωτογραφικής κρίσης, η οποία πρέπει να είναι απαλλαγμένη από την ασφυκτική παρουσία τής πραγματικότητας.