Φωτογράφος-Καθημερινή

Αύγουστος 2008

Ή όταν το χρήμα ρυθμίζει τις αξίες τής τέχνης

Η δύναμη των αμερικανικών γκαλερί προκαλούσε πάντα στους φωτογράφους ένα δέος. Και οπωσδήποτε μια τρομερή περιέργεια. Αυτή η περιέργεια μάς οδήγησε στον «Φωτογραφικό Κύκλο» να προσκαλέσουμε, με την αφορμή μιας άλλης εκθεσιακής συνεργασίας, στέλεχος μεγάλης γκαλερί τής Νέας Υόρκης, με σκοπό να μας μιλήσει για τον κόσμο τού εμπορίου τής φωτογραφικής τέχνης και παράλληλα να δει και να κρίνει τη δουλειά μελών τού «Κύκλου» μέσα από μια διαφορετική οπτική γωνία. Η συγκεκριμένη γκαλερί άλλωστε εκπροσωπεί αρκετούς από τους διάσημους φωτογράφους των οποίων η δουλειά εκτιμάται ιδιαίτερα από τα μέλη τού «Κύκλου».

Η εμπειρία ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αλλά και ολίγον τρομακτική. Μας απέδειξε κάτι που ήδη δυστυχώς γνωρίζαμε, ότι δηλαδή όταν η τέχνη γίνει εμπόρευμα υψηλής χρηματικής αξίας οι δικές της καλλιτεχνικές αξίες αναγκαστικά περνούν σε δεύτερη μοίρα.

Η συγκεκριμένη γκαλερί βρίσκεται σε όροφο πολύ κεντρικού κτηρίου, το οποίο στεγάζει και άλλες πολλές γκαλερί που επίσης ασχολούνται με τη φωτογραφία. Στο ίδιο σταυροδρόμι, σε άλλα κτήρια, λειτουργούν και άλλες γκαλερί. Μέσα δηλαδή σε ένα οικοδομικό τετράγωνο διακινούνται φωτογραφίες πολλών εκατομμυρίων δολαρίων. Αν μάλιστα σκεφτεί κανείς ότι εκτός των άλλων η εν λόγω γκαλερί απασχολεί προσωπικό δεκαπέντε ατόμων, αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι παράλογη η δήλωση τής εκπροσώπου της ότι δεν είναι οικονομικά αποδοτικό να ασχολούνται με φωτογράφους των οποίων οι φωτογραφίες αποτιμώνται κάτω από τις πέντε χιλιάδες δολάρια η μία.

Να σημειωθεί επίσης ότι αν στην Ελλάδα δεν υπάρχει εξειδίκευση ούτε καν ανάμεσα στις ζωγραφικές και τις φωτογραφικές γκαλερί, στη Νέα Υόρκη υπάρχει σαφής διαχωρισμός ανάμεσα σε εκείνες που ασχολούνται με την ιστορική φωτογραφία τού 19ου αιώνα, με την εποχή τού μοντερνισμού (στην οποία ανήκει και η γκαλερί τής προσκεκλημένης μας) και σε εκείνες τις αμιγώς εικαστικές που εντάσσουν και τη φωτογραφία στις συλλογές τους. Η εξειδίκευση επιβάλλει και άλλα επιμέρους χαρακτηριστικά, όπως διαφορετικούς ενδυματολογικούς κώδικες. Οι γκαλερί τής φωτογραφίας στελεχώνονται από κυρίες ντυμένες με κομψά αλλά σχετικώς casual ρούχα, ενώ εκείνες που εργάζονται στις γκαλερί τής σύγχρονης τέχνης πρέπει να φορούν ρούχα απολύτως «μοδάτα» και ψηλά τακούνια.

Οι τιμές για τις μεμονωμένες φωτογραφίες διάσημων φωτογράφων καθορίζονται από ένα πλέγμα κριτηρίων που σχεδόν ποτέ δεν έχει σχέση με την καλλιτεχνική ποιότητα τής συγκεκριμένης φωτογραφίας απέναντι σε άλλες τού ίδιου φωτογράφου. Αν λόγου χάριν η φωτογραφία ήταν στο εξώφυλλο γνωστού λευκώματος, αν τη συνοδεύει κάποια ιστορία, αν έχει παρουσιαστεί σε σημαντικές συλλογές ή αν ανήκε σε γνωστό συλλέκτη, όλα αυτά αποτιμώνται για να ανεβάσουν το τίμημα. Και φυσικά αν πρόκειται για ένα από λίγα αντίτυπα που έχει τυπώσει ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Η έννοια μάλιστα τού vintage print, δηλαδή τής εκτύπωσης τής φωτογραφίας από τον ίδιο τον καλλιτέχνη, έχει συρρικνωθεί στα πέντε χρόνια από την ημερομηνία που τραβήχτηκε η φωτογραφία.

Η πιθανότητα να παρεισφρύσει ένας αλλοδαπός, και μάλιστα νέος και άγνωστος, σε αυτό το προσοδοφόρο κύκλωμα δεν είναι εύκολη, αλλά όχι και αδύνατη. Αρκεί να συνοδεύσει το έργο του με την εθνική του σφραγίδα, που πρέπει να τον διακρίνει μέσα από τη θεματολογία του, ή και από το ίδιο το όνομά του, το οποίο ενδείκνυται να είναι σύντομο και εύηχο.

Η κριτική ματιά τής συμπαθέστατης καλεσμένης μας, αν και πολύ πιο φωτογραφική από εκείνη μεταμοντέρνων συναδέλφων της, παρέμενε επηρεασμένη από τα εξωτερικά στοιχεία των φωτογραφιών, όπως το θέμα ή η φόρμα, αφού άλλωστε αυτά είναι που ευκολότερα προβάλλονται και προωθούνται σαν ιδιότητες ενός προϊόντος.

Αναμφισβήτητα αυτή η εμπορευματοποίηση τής τέχνης προκαλεί μια θλίψη, αλλά παράλληλα υποδεικνύει και ορισμένες ευθύνες που πρέπει να επωμισθούν και να αντιμετωπίσουν οι ειλικρινείς καλλιτέχνες και οι σοβαροί διανοούμενοι. Και η τέχνη έτσι προχωράει, μέσα από συγκρούσεις και αντιθέσεις, σηκώνοντας, στην καλύτερη περίπτωση, το γάντι στις προκλήσεις των καιρών.