Φωτογράφος-Καθημερινή

Αύγουστος 2009

Όταν η διδασκαλία έχει σχέση με θέματα που δεν ζυγίζονται, δεν μετρώνται, ούτε αποδεικνύονται, όπως συνήθως συμβαίνει με τη διδασκαλία τής τέχνης, τότε η μορφή τής διδασκαλίας και η σχέση δασκάλου-μαθητή πρέπει να υπακούουν σε ορισμένες ειδικές παραμέτρους και κατευθύνσεις.

Και πριν από όλα η διδακτέα ύλη δεν μπορεί να καθορίζεται από ένα αφηρημένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, αλλά κυρίως από τον καλλιτεχνικό κόσμο τού ίδιου τού δασκάλου. Γι' αυτό και ο κάθε δάσκαλος είναι ιδιαίτερος και το κάθε καλλιτεχνικό μάθημα πρέπει να φέρει τη σφραγίδα του. Το περιεχόμενο ενός τέτοιου μαθήματος έχει να κάνει με τον ενθουσιασμό και το πάθος τού δασκάλου και, φυσικά, με τις προσωπικές πνευματικές πηγές του. Και τούτο επειδή οι γνώσεις που ο μαθητής καλείται να κατακτήσει δεν αφορούν τόσο ένα συγκεκριμένο όγκο πληροφοριών αλλά πρωτίστως μια μέθοδο εργασίας και καλλιέργειας, η οποία, μέσα από τις παρατηρήσεις τού δασκάλου αλλά (και αυτό είναι πολύ σημαντικό) με την ευθύνη κυρίως τού μαθητή, πρέπει να προσαρμόζεται στις ανάγκες και τις δυνατότητες τού τελευταίου. Το κύριο επομένως εφόδιο που μπορεί ένας δάσκαλος να προσφέρει είναι ο ενθουσιασμός του για το αντικείμενο και η αποκάλυψη των πηγών που τροφοδότησαν αυτόν τον ενθουσιασμό. Έτσι θα γίνει αντιληπτός, σιγά-σιγά και κυρίως μετά τη λήξη των μαθημάτων, ο τρόπος τής προσέγγισης και κριτικής που έχει υιοθετήσει ο δάσκαλος.

Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι, επειδή στην τέχνη ο ενθουσιασμός και τα κριτήρια τού δασκάλου συνήθως δεν πηγάζουν αποκλειστικά από το συγκεκριμένο αντικείμενο διδασκαλίας, απαιτείται η παράλληλη θαυμαστική αποτίμηση και άλλων καλλιτεχνικών μορφών ή πνευματικών πεδίων που τυχαίνει να αποτελούν μέρος τού ευρύτερου συγκινησιακού κόσμου τού δασκάλου. Ένας δάσκαλος λ.χ. φωτογραφίας δεν κρίνει τη φωτογραφική δουλειά των μαθητών του στηριζόμενος μοναχά σε συγκρίσεις με "καλές" φωτογραφίες άλλων φωτογράφων και ακόμα λιγότερο με φωτογραφίες δικής του "δημιουργικής παραγωγής". Αντλεί τις καλλιτεχνικές του πεποιθήσεις και τις αισθητικές του απόψεις και από μια σειρά άλλων επιρροών μέσα από τον ευρύτερο κόσμο τού πνεύματος και των τεχνών, αλλά και μέσα από τις εμπειρίες τής ζωής. Αυτό το σύνθετο πνευματικό φορτίο ο δάσκαλος οφείλει σιγά-σιγά να το μεταφέρει στους μαθητές του, ξεκλειδώνοντας έτσι τις δικές του πεποιθήσεις και προσφέροντας παράλληλα ένα δείγμα μεθόδου για την πορεία τής δικής τους προσωπικής και συνεχούς καλλιέργειας.

Η ιδιομορφία των παραπάνω παρατηρήσεων οδηγεί αβίαστα στη σκέψη ότι δεν είναι κάθε δάσκαλος κατάλληλος για κάθε μαθητή (ή ίσως και κάθε μαθητής για κάθε δάσκαλο) από τη στιγμή που απαιτείται η ύπαρξη δύο προσώπων με αμοιβαία αποδοχή και σεβασμό. Και ειδικότερα με εκτίμηση και θαυμασμό από μέρους τού μαθητή και με εμπιστοσύνη και ελπίδα από μέρους τού δασκάλου. Ευτυχώς μια τέτοια όσμωση και επικοινωνία (ή το αδιέξοδό της) δεν αργεί να γίνει φανερή.

Τέλος, εύλογο είναι το ερώτημα αν ο δάσκαλος πρέπει να διδάσκει και μέσα από το δικό του καλλιτεχνικό έργο. Είναι, δηλαδή, απαραίτητο ο δάσκαλος να είναι και ο ίδιος δημιουργός; Αν η απάντηση είναι συνήθως διφορούμενη και με αρκετά εκατέρωθεν επιχειρήματα για όλες τις τέχνες, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για την περίπτωση τής φωτογραφίας. Η ιδιομορφία τής "φτωχής", διάσημης μεν, αλλά και βαθύτατα άγνωστης φωτογραφικής τέχνης καθιστά μάλλον αναγκαία τη δημιουργική σχέση τού δασκάλου με τη φωτογραφία, όχι για να διδάξει μέσα από το έργο του, ούτε για να πείσει ή να κριθεί με τη βοήθειά του. Αλλά κυρίως για να αντιληφθεί ο ίδιος τον τρόπο λειτουργίας, τη δυσκολία και τη μαγεία τού φωτογραφικού μέσου και να μπορέσει να εντάξει όλα αυτά στον ενθουσιασμό που καλείται να μεταδώσει.