Φωτογράφος-Καθημερινή
Μάιος 2011
Μια από τις δυσκολίες τού σημερινού καλλιτέχνη είναι αφενός να αναδείξει τη δουλειά του μέσα από τον καταιγισμό τής πληθώρας των παρόμοιων έργων που παράγονται και αφετέρου να αναδείξει τα εκφραστικά στοιχεία που χρειάζονται σε εκείνον μέσα από τον καταιγισμό τής πληθώρας των ευρημάτων που φορτώνουν το μυαλό του.
Οι δύο αυτές διεργασίες πρέπει να συμβαδίζουν. Επειδή όμως η δεύτερη είναι δυσκολότερη από την πρώτη, οι περισσότεροι ξεκινούν από την πρώτη και απλώς συμπαρασύρουν και τη δεύτερη.
Η πιο προφανής λύση τού πρώτου σκέλους βρίσκεται στο στοιχείο τού εντυπωσιασμού. Αυτό που έχει επικρατήσει να λέγεται «εφέ» και το οποίο συνοδεύεται πάντα από τον αρνητικό χαρακτηρισμό τού «εφετζίδικου». Και εν προκειμένω είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι δύσκολα μπορεί να βρεθεί ένα επίθετο που να χαρακτηρίζει θετικά την προβολή των «εφέ».
Ο στόχος τού εντυπωσιασμού προϋποθέτει πρωτίστως το καινοφανές, δεδομένου ότι το γνώριμο και τετριμμένο δύσκολα εντυπωσιάζει. Ο αγώνας επομένως για την εξεύρεση πρωτότυπων εκφραστικών στοιχείων καταλήγει να προηγείται της δημιουργίας και εν τέλει να την υποκαθιστά. Αν όμως το στοιχείο που πρόκειται να εντυπωσιάσει είναι ενσωματωμένο οργανικά στη δημιουργία και φαίνεται σαν αναγκαίο για την εκφραστική πληρότητα τού έργου, τότε ο χαρακτηρισμός «εφέ» παύει πλέον να αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού το ίδιο το έργο στο σύνολό του είναι αυτό που εντυπωσιάζει και όχι ενδεχομένως το οποιοδήποτε επιμέρους εκφραστικό στοιχείο του.
Δυστυχώς στην υπερκαταναλωτική κοινωνία τής διαφημιστικής αισθητικής μέσα στην οποία ζούμε ο εντυπωσιασμός (ο οποίος είναι εξ ορισμού και πάντοτε «εύκολος») κυριαρχεί σε κάθε εκδήλωση. Και το στοιχείο τής ευκολίας είναι αυτό που τον προκαλεί και όχι αυτό που προκύπτει. Ευκολία για τον αποδέκτη ή θεατή και αντίστοιχη ευκολία για τον δημιουργό.
Οι βασικές άμυνες απέναντι στη ροπή προς την ευκολία τού εντυπωσιασμού (μια ροπή που αφορά όλους μας, ακόμα και αυτούς που έχουν τις καλύτερες προθέσεις) είναι δύο, από τις οποίες η μία αφορά το έργο και η άλλη τις αξίες μας.
Αυτή που αφορά το έργο έχει να κάνει τόσο με τη μορφή του όσο και με την ουσία του. Αν δηλαδή ο καλλιτέχνης θέλει να εκφράσει κάτι με έναν ορισμένο τρόπο, το περίφημο «τι» και «πώς» (όπου συνήθως το δεύτερο είναι πιο σημαντικό από το πρώτο), πρέπει να σκεφτεί αν η κάθε επιλογή του υπηρετεί και αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο αυτές τις δύο γενεσιουργές βάσεις τού έργου. Για να συμβεί αυτό πρέπει οι επιλογές να δικαιολογούνται. Ένα «εφέ» (που οδηγεί στον «εντυπωσιασμό») είναι πάντα μια αδικαιολόγητη επιλογή. Με λίγα λόγια ουδέποτε μια επιλογή στην τέχνη επιτρέπεται να δικαιολογείται εκ τού αποτελέσματος. Πρέπει πάντοτε να πηγάζει από τη διαδικασία δημιουργίας και έκφρασης, ακόμα και από λόγους πρακτικούς και υλικούς.
Η δεύτερη γραμμή άμυνας που αφορά τις αξίες μας έχει να κάνει με μια βασική αρχή. Ότι σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα το απλούστερο είναι τελικά όχι απλώς πιο (ουσιαστικά) σύνθετο, αλλά και πιο «ωραίο». Αυτή ήταν άλλωστε μια εντυπωσιακή παρατήρηση που εκστομίστηκε από έναν φίλο μαθηματικό, όταν είχε ερωτηθεί ποια είναι η προτιμητέα λύση ενός προβλήματος ανάμεσα σε πολλές που καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Η απλούστερη διότι είναι και η ωραιότερη.
Σε αυτές τις παράλληλες γραμμές άμυνας μπορεί κανείς να προσθέσει και μία ακόμη. Αυτή που επιβάλλεται από τους οποιουσδήποτε έξωθεν περιορισμούς. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα «εφέ» και ο εντυπωσιασμός είναι παιδιά τής αφθονίας και τής φλυαρίας. Γι’ αυτό και η τέχνη πάντοτε ωφελήθηκε από την έξωθεν λιτότητα αφού αυτή οδηγούσε στην έσω απλότητα.