Φωτογράφος-Καθημερινή
Ιανουάριος 2011
Είναι συχνό το φαινόμενο τα σημαντικότερα έργα τέχνης να γεννιούνται όταν αγγίζουν και υπερβαίνουν τα όριά τους. Στην περιοχή δηλαδή που γειτονεύει με την αποτυχία. Και αυτό συμβαίνει όταν ο καλλιτέχνης, από τρέλα, από ανία, από αφηρημάδα ή από ένστικτο, τείνει να παραβεί τα όρια μέσα στα οποία εργάζεται.
Τα όρια στην τέχνη δημιουργούν μια περίεργη ασφάλεια που ελευθερώνει τον δημιουργό από τον φόβο του να αντιμετωπίσει την τέχνη του, δηλαδή - πιο απλά - να δουλέψει. Αντίθετα η απόλυτη και χωρίς όρια ελευθερία συνδυάζει τον πανικό τής αποτυχίας με τη δημιουργική σύγχυση. Όταν όμως λυθούν τα αρχικά διλήμματα των επιλογών, τότε ο καλλιτέχνης μπορεί να ξεκινήσει την εργασία του με σχετική ασφάλεια, αλλά και με έναν επιπλέον ανομολόγητο στόχο: να απελευθερωθεί από την ασφάλεια που αρχικά αναζητούσε.
Συμβαίνει δηλαδή κάτι ανάλογο με την καλή παιδική ηλικία. Τη χρειαζόμαστε ώστε να νιώθουμε την ασφάλεια που θεωρούμε αναγκαία για να αντιμετωπίσουμε τη ζωή, αλλά πρέπει να απαλλαγούμε από αυτήν, για να κάνουμε οτιδήποτε ουσιαστικά σημαντικό.
Ειδικά στην περίπτωση τής φωτογραφίας, τής οποίας η τεχνική είναι πανεύκολη (και γίνεται ακόμα ευκολότερη κάθε μέρα που περνάει) δεν μπορεί κανείς (όπως συμβαίνει σε άλλες τέχνες) να επικαλεστεί την υπέρβαση τυχόν πρακτικών δυσκολιών έστω και σαν πρόσχημα για την παραγωγή έργου. Ο φωτογράφος επομένως, περισσότερο από κάθε άλλον δημιουργό, πρέπει να βάζει τα όριά του, δεδομένου ότι η ευχρηστία και η ευελιξία τής φωτογραφικής μηχανής (σε συνδυασμό με μια παράξενη και διαδεδομένη αντίληψη φωτογραφικής αυθάδειας) τού δίνει την ψευδαίσθηση ότι ο κόσμος όλος τού ανήκει και ότι κάθε φωτογραφία του έχει το προνόμιο να εκφράζει τον ίδιο και να ερμηνεύει τον κόσμο.
Τα όρια που έχει ανάγκη μπορεί να μπαίνουν έξωθεν, λόγου χάριν από τις συνθήκες, πρακτικές, κοινωνικές, επαγγελματικές ή άλλες, που τού επιβάλλονται πέρα από τη θέλησή του, ή έσωθεν, δηλαδή από τη δική του πρωτοβουλία, οπόταν μπορεί να αφορούν ακόμα και λίγο αυθαίρετους περιορισμούς, τεχνικούς, τοπικούς, ηθικούς, θεματικούς, αισθητικούς, ιδεοληπτικούς ή άλλους. Μπορεί ακόμα να τίθενται από μόνα τους, δηλαδή από το σύνολο των ηθικών, μεταφυσικών, αισθητικών και καλλιτεχνικών πεποιθήσεων που έρχονται μέσα από το παρελθόν τού δημιουργού και συνιστούν την προσωπικότητά του.
Τα παραπάνω όρια είναι παρά το πρώτο βήμα στην παραγωγή των έργων. Ουδέποτε όμως πρέπει να αποτελούν και το πλαίσιο ή την προϋπόθεση τού ολοκληρωμένου έργου. Άλλωστε στην περίπτωση αυτή θα αναφερόμασταν σε εφαρμοσμένη και όχι καλλιτεχνική φωτογραφία. Αν όμως η τοποθέτηση των ορίων είναι σε μεγάλο βαθμό μια ενσυνείδητη διαδικασία, η υπέρβασή τους είναι (και πρέπει να είναι) μια ευκταία και αποδεκτή, αλλά μη συνειδητή, ενέργεια. Αν γίνει και αυτή συνειδητή, τότε πρόκειται για μια έλλογη επανατοποθέτηση ορίων, που τουλάχιστον από καλλιτεχνικής πλευράς δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον. Η υπέρβαση τού εαυτού μας και των ορίων μας δεν αποτελεί υπέρβαση αν δεν μας εκπλήξει και εμάς τους ίδιους.
Από τη στιγμή επομένως που ο φωτογράφος θα αισθανθεί την ασφάλεια των περιορισμών αυτών, ασφάλεια που θα του επιτρέψει την έναρξη, την επανάληψη και τη διάρκεια τής φωτογραφικής διαδικασίας, αρχίζει μια ακόμα πιο γοητευτική περίοδος, αυτή που συνίσταται στην επιθυμία του υπερβεί τα όρια, χωρίς (τουλάχιστον φανερά) να τα προδώσει.
Με άλλα λόγια, δεν νοείται δοτή καλλιτεχνική ελευθερία (ή ενδεχομένως και ελευθερία εν γένει). Η καλλιτεχνική ελευθερία πρέπει να αποτελεί έναν στόχο και μια κατάκτηση. Και δεν μπορεί παρά να κτίζεται πάνω σε δεδομένα, τα οποία αποτελούν ταυτόχρονα πηγή έμπνευσης και τροχοπέδη. Όπως τα έργα που αγαπήσαμε, οι δάσκαλοι που σεβαστήκαμε, η παιδική ηλικία που νοσταλγούμε, οι αναμνήσεις που μας κυνηγούνε, όλα αυτά χωρίς τα οποία δεν μπορεί να δημιουργήσει κανείς, αλλά και που οφείλει να ξεπεράσει, ή ακόμα περισσότερο, και να διαψεύσει, αν θέλει να νιώσει πραγματικά ελεύθερος και δημιουργικός.