Τα Νέα (Ένθετο Πρόσωπα, 2000)
Ο Περικλής Μπούτος είναι διπλωμάτης καριέρας. Τα τελευταία χρόνια υπηρέτησε στη Βενετία ως πρόξενος τής χώρας μας. Είναι όμως και φωτογράφος. Ήταν φωτογράφος προτού γίνει διπλωμάτης και πιθανόν να εξακολουθήσει να είναι φωτογράφος και όταν πάψει να είναι διπλωμάτης. Ενώ όμως διπλωμάτης γίνεσαι μέσα από τυπικές και ξεκάθαρες διαδικασίες, φωτογράφος δεν ξέρεις ούτε πότε γίνεσαι, ούτε καν αν γίνεσαι ποτέ επίσημα. Δεν είναι ούτε οι εκδόσεις, ούτε οι εκθέσεις που μπορούν να σου αποδώσουν αυτόν τον τίτλο, η απουσία άλλωστε των οποίων δεν δικαιούται και να στον στερήσει. Είναι ίσως περισσότερο η σοβαρότητα και η αφοσίωση με τις οποίες περιβάλλεις αυτήν τη δραστηριότητα που σε νομιμοποιούν να επικαλείσαι και τον σχετικό τίτλο.
Αν όμως στην τέχνη όλες οι οροθετήσεις είναι (ευτυχώς) ασαφείς και αμφίβολες, τότε στην φτωχότερη όλων που είναι η φωτογραφία, φτωχότερη και από αυτήν την ποίηση, οι τίτλοι και οι ορισμοί ακούγονται ακόμα περισσότερο αβέβαιοι. Εν τούτοις η φωτογραφία που ξεκίνησε και ανδρώθηκε μέσα στην βιομηχανική και μεταπρατική κοινωνία πάσχει πάντοτε από τον διχασμό της ανάμεσα στην εμπορική ή εφαρμοσμένη και στην καλλιτεχνική της έκφραση. Όταν ο θεράπων τής πρώτης αποκαλείται χωρίς αμφισβήτηση επαγγελματίας φωτογράφος, πώς πρέπει να αποκληθεί ο καλλιτέχνης φωτογράφος; Αν χρησιμοποιηθεί ο όρος “ερασιτέχνης”, κινδυνεύουμε να παρασυρθούμε από την χροιά τής προχειρότητας και ελαφρότητας, τις οποίες συχνά υπονοεί ο χαρακτηρισμός αυτός. Αν πάλι θεωρηθεί ότι ο όρος υπονοεί τον “εραστή τής τέχνης”, τότε υποκύπτουμε αφενός σε μια λεκτική ακροβασία και αφετέρου αναγκαζόμαστε διαρκώς να υπογραμμίζουμε τη σχετική διάκριση.
Επαγγελματίας όμως δεν είναι παρά ο ασκών βιοποριστικά ένα επάγγελμα. Αν με τον “ουσιαστικό” αυτόν προσδιορισμό προσδίδει κανείς και “επιθετικό” χαρακτηρισμό υπονοώντας και την ποιότητα τής δουλειάς, κινδυνεύει να καταστεί περιγέλαστος, ειδικά στην εποχή μας, όπου έχει αποδειχθεί ότι ο ενεργών για ιδίαν απόλαυση παράγει έργο συχνά αρτιότερο από ό,τι εκείνος που το προορίζει για ένα πελάτη. Στην περίπτωση όμως τού συγκεκριμένου φωτογράφου οι λέξεις μάς παίζουν και ένα άλλο παιχνίδι, μια και το ίδιο το επάγγελμα τού διπλωμάτη ηχεί και σαν επιθετικός προσδιορισμός, έτσι ώστε να μην μας επιτρέπεται να μιλήσουμε για ένα διπλωμάτη φωτογράφο, ούτε για έναν φωτογράφο διπλωμάτη, χωρίς να προσθέσουμε μια διευκρινιστική παύλα ανάμεσα στις λέξεις.
Τέλος, για τις κοινωνικές και πολιτιστικές μας αξίες, αντηχεί ανοίκειος ο χαρακτηρισμός ως “επαγγελματία” κάποιου που ασκεί μια δραστηριότητα, τής οποίας το οικονομικό αντίκρισμα δεν θα έπρεπε να είναι το κύριο μέλημα. Όπως λοιπόν δεν λέμε επαγγελματίας παπάς (αν ξεχάσουμε βέβαια το πριμ παραγωγικότητας που διεκδικούν), επαγγελματίας γιατρός ή επαγγελματίας εραστής, έτσι δεν θα έπρεπε να λέμε επαγγελματίας καλλιτέχνης. Αν μερικοί από αυτούς έχουν την τύχη να ζουν από την εργασία τους, αυτό δεν τους μεταβάλλει σε επαγγελματίες, ενώ πάλι δεν θα σκεφτόταν κανείς να χαρακτηρίσει κανείς τη δουλειά των μεγάλων καλλιτεχνών ως “επαγγελματικού επιπέδου”.
Ο Περικλής Μπούτος είναι επομένως αφενός ένας κατ’επάγγελμα διπλωμάτης και αφετέρου ένας (απλός) φωτογράφος. Ο διχασμός αυτός δεν είναι κατ’ανάγκην αρνητικός. Η μια δραστηριότητα μπορεί να προστατεύει την άλλη, εμποδίζοντας την να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον, να αποστεγνώσει την διαύγεια, και να περιορίσει τον ορίζοντα. Να θυμηθούμε άλλωστε τον Έλιοτ (όπως μας μεταφέρει το σχόλιο ο Σεφέρης) όταν στην ενθουσιώδη έκρηξη ενός νέου ποιητή, που τον διαβεβαίωνε ότι ζούσε μόνον για την ποίηση, εκείνος απάντησε: Τι θλιβερή ζωή ! Ή τον ίδιον να συμβουλεύει τον ποιητή μας να μην αφήσει την διπλωματία. Έτσι και ο διπλωμάτης Μπούτος, πρόξενος στη Βενετία, άλλαξε συχνά την εικόνα του με εκείνη τού φωτογράφου Μπούτου, παρατηρητή τής Βενετίας.
Η επιλογή ενός θέματος όπως το φημισμένο καρναβάλι, αν και συμβολικά πρόσφορο έδαφος για την παραπάνω μεταμόρφωση, δεν είναι ούτε αυτονόητο ούτε, πολύ λιγότερο, προνομιούχο φωτογραφικό θέμα για έναν καλλιτέχνη. Οσάκις τα πραγματικά γεγονότα είναι ιδιαιτέρως φορτισμένα, ελκυστικά και σημαντικά, ανθίστανται στην απόπειρα τού φωτογράφου να τα μεταμορφώσει σε φωτογραφικά γεγονότα. Γι’ αυτό, η επιλογή τού Περικλή Μπούτου να φωτογραφίσει το καρναβάλι τής Βενετίας μοιάζει αρκετά με ένα προκλητικό στοίχημα που ο φωτογράφος έβαλε στον εαυτό του. Και φαίνεται πως είναι ένα στοίχημα που ο Μπούτος κέρδισε σε σημαντικό βαθμό, όπως αποδεικνύει το ενδιαφέρον βιβλίο του που περικλείει το αποτέλεσμα αυτής τής φωτογράφησης.
Ο Μπούτος διάλεξε (όπως πάντοτε έκανε μέχρι σήμερα) το ασπρόμαυρο φιλμ για να καταγράψει εικόνες, στις οποίες έχουμε συνηθίσει το έντονο χρώμα να έχει τον πρώτο λόγο. Με τον τρόπο αυτόν μετέτρεψε το έγχρωμο πανηγύρι σε έναν κόσμο σκιών. Το αποτέλεσμα απέφυγε το εικαστικό φολκλόρ και την σημειολογία τής καρτποστάλ και κέρδισε σε μυστήριο και βάθος. Η ικανότητά του βρίσκεται στην χρήση ενός καθαρού και γνήσιου μηχανισμού καταγραφής τού καρναβαλιού, χωρίς προφανή ευρηματικά “κόλπα”, και στην ταυτόχρονη παραπομπή τής προσοχής μας σε μιαν αόρατη περιοχή που βρίσκεται πέρα, πίσω και γύρω από τους εικονιζόμενους “μασκαράδες”. Διότι θέμα τελικά τού βιβλίου δεν είναι τόσο το καρναβάλι, όσο οι άνθρωποι που το συνθέτουν. Και κει ο Μπούτος καταφέρνει να διαπεράσει την καρικατούρα τού καρναβαλιστή, χωρίς ούτε στιγμή να γίνεται ηθογράφος. Τα σφιχτά καδραρισμένα πρόσωπα, ταυτόχρονα φιγούρες και άνθρωποι, εναλλάσσονται με τους χώρους, ταυτόχρονα παλκοσένικο και ζωή, όπου οι άνθρωποι μοιάζουν παιχνίδια και παίκτες, διασκεδαστές και διασκεδάζοντες.
Δεν γνωρίζω με ποιο τρόπο ο Περικλής Μπούτος ιεραρχεί τις διάφορες δραστηριότητες τής ζωής του και πώς ισορροπεί ή μοιράζει το πάθος του ανάμεσά τους. Το δύσκολο βέβαια (για όλους μας) είναι ότι οι επιμέρους δραστηριότητες μιας ζωής για να είναι και βιώσιμες αλλά και παραγωγικές διεκδικούν ένα κομμάτι η καθεμιά από αυτό που επενδύουμε στην άλλη. Γι αυτό δεν είναι ίσως τόσο σκόπιμο να ιεραρχούνται ασφυκτικά, όσο να αλληλοτροφοδοτούνται. Και η φωτογραφία, το αποτέλεσμα τής οποίας κρύβει συχνότερα απογοητεύσεις παρά απολαύσεις, πρέπει να δανειστεί μέρος από την καθημερινή αναγκαιότητα και πειθαρχία τού επαγγέλματος, για να αποδώσει έργο. Αν για τον Περικλή Μπούτο κάθε διπλωματικό πόστο συνοδεύεται και από βιβλία σαν αυτό τής Βενετίας, εύχομαι οι μεταθέσεις του να είναι συχνότερες.
Πλάτων Ριβέλλης
Pericles Boutos, Venice – Carnival Unmasked, Εκδ. Charta, Milano, 1998