Τα Νέα (Ένθετα Πρόσωπα, 1999)

Ποια είναι και ποιος τα διαβάζει

Ο υπεύθυνος ταξινόμησης σε ένα βιβλιοπωλείο πρέπει να δυσκολεύεται πολύ όταν έχει να κατατάξει ένα βιβλίο με φωτογραφίες, αφού περισσότερο από το μισό βιβλιοπωλείο είναι γεμάτο με βιβλία που στηρίζονται σε φωτογραφίες, χωρίς αυτομάτως να κατατάσσονται στην πτέρυγα των φωτογραφικών βιβλίων. Το γεγονός αυτό αποτελεί συνέπεια τής θέσης που πήρε πλέον η φωτογραφία στον πολιτισμό μας ως βασικού στηρίγματος και συχνά υποκατάστατου τού λόγου στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων.

Στο μέσον αυτής τής σύγχυσης πρέπει και εμείς, όπως ακριβώς θα έκανε ο υπάλληλος του βιβλιοπωλείου, να ορίσουμε τις συντεταγμένες τού πλαισίου, μέσα στο οποίο εντάσσονται τα βιβλία, που χαρακτηρίζονται ως αμιγώς φωτογραφικά. Βεβαίως όλα τα όρια είναι σχετικά και πολλά βιβλία θα μπορούσαν με ευκολία να ενταχθούν σε περισσότερες από μια κατηγορίες. Εν προκειμένω όμως μας ενδιαφέρει η κυρίως λειτουργία τους και αυτή είναι φωτογραφική, δηλαδή η αξία και ο ρόλος τών φωτογραφιών ως εικόνων, και όχι ως παρεπόμενων πληροφοριών. Στα φωτογραφικά βιβλία οι φωτογραφίες δεν εικονογραφούν, αλλά αποτελούν αυτές οι ίδιες το περιεχόμενό τους. Κατά συνέπεια ο βασικός (και ασφαλώς όχι ο μοναδικός) σχολιασμός των φωτογραφικών βιβλίων πρέπει λογικά να επικεντρώνεται στο φωτογραφικό βάρος των εικόνων, τα δε θετικά ή αρνητικά σχόλια να στοιχειοθετούν φωτογραφική κριτική. Δυστυχώς σπανίως μέχρι σήμερα είχαμε τη χαρά να δούμε μια τέτοια αντιμετώπιση από μέρους των θεατών, των δημοσιογράφων και των κριτικών.

Λοξοδρομήσεις από αυτή τη γενική κατεύθυνση ταξινόμησης ασφαλώς υπάρχουν, αλλά ο γενικός προσανατολισμός δεν αλλάζει. Αυτές οι λοξοδρομήσεις οφείλονται κυρίως σε τρία συνήθη (και συγγενικά μεταξύ τους) φαινόμενα. Το πρώτο οφείλεται στα τεχνάσματα, στα οποία σχεδόν αναγκαστικά καταφεύγει ο εκδότης, για να αυξήσει τις πωλήσεις του, κυριότερο των οποίων είναι να προωθεί το φωτογραφικό βιβλίο μέσω τού εικονιζόμενου θέματος των φωτογραφιών και όχι μέσω τού ονόματος τού φωτογράφου ή τού καλλιτεχνικού περιεχομένου των φωτογραφιών. Το δεύτερο συνίσταται στην ευτυχή σύμπτωση ένα βιβλίο με φωτογραφίες, που υπηρετεί επιτυχώς έναν άλλο σκοπό, να έγινε με την επιθυμία τού φωτογράφου (και τη συνακόλουθη ελευθερία που θα τού έχει παραχωρηθεί) να εντάξει τις φωτογραφίες στο προσωπικό του έργο τραβώντας τες με απολύτως προσωπικές αισθητικές επιλογές. Και το τρίτο να συνυπάρχουν στο βιβλίο μαζί με τις φωτογραφίες και κείμενα που να καταλαμβάνουν σημαντικό μέρος τού βιβλίου, κείμενα άσχετα ή σχετικά με τις εικόνες, που να δημιουργούν πάντως το ερώτημα αν το συγκεκριμένο βιβλίο διατίθεται και αγοράζεται περισσότερο γι αυτά ή για τις φωτογραφίες. Και στις τρεις παραπάνω περιπτώσεις ο υπάλληλος τού βιβλιοπωλείου (και εμείς) θα πρέπει να εκτιμήσει, αν η πρόθεση τού βιβλίου και η σημασία των φωτογραφιών συνηγορούν για να πάρει το βιβλίο μια θέση στη φωτογραφική βιβλιογραφία.

Έχω τη γνώμη, μαζί νομίζω με την πλειοψηφία των φωτογράφων, ότι η καλύτερη τύχη μιας φωτογραφίας που θα ονομάζαμε καλλιτεχνική (ή φωτογραφία τέχνης, ή δημιουργική) είναι να ενταχθεί σε ένα βιβλίο. Άλλωστε, ο φωτογράφος δεν έχει άλλο τρόπο από αυτόν για να αφήσει το στίγμα του στην ιστορία τού συγκεκριμένου μέσου και τής τέχνης γενικότερα. Ακόμα κι αν θεωρήσουμε τη φωτογραφία σαν ένα μπουκάλι στη θάλασσα που αναζητεί την επικοινωνία με τον τυχαίο δέκτη, και πάλι αυτός είναι ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος.

Στη χώρα μας έχουμε την ευτυχία να γίνονται πολύ καλές εκτυπώσεις φωτογραφικών βιβλίων και μάλιστα σε τιμές που έχουν ήδη αρχίσει να κεντρίζουν το ενδιαφέρον και αλλοδαπών φωτογράφων. Εξάλλου, το φωτογραφικό βιβλίο προσφέρεται για διεθνή καριέρα μια και το κείμενο, συνήθως περιορισμένο σε έναν πρόλογο και σε λεζάντες, μπορεί ευκολότατα να είναι πολύγλωσσο. Εν τούτοις η έκδοση ενός αμιγώς φωτογραφικού βιβλίου αποτελεί σχεδόν καθαρή οικονομική αυτοκτονία. Πρώτον διότι όλες οι καλές φωτογραφικές εκδόσεις είναι πολύ ακριβές και δεύτερον διότι απευθύνονται σε ένα ελάχιστο κοινό. Κι αυτό όχι μόνον στη χώρα μας, αλλά παντού, αν σκεφτεί κανείς ότι ακόμα και βιβλία διασήμων φωτογράφων στην Αμερική δεν τυπώνονται συνήθως σε περισσότερα από δύο χιλιάδες αντίτυπα. Έτσι, έξω από ελάχιστες περιπτώσεις ηρωικών εκδοτών, ή εκδοτών που στηρίζονται σε μαζικές κυκλοφορίες τίτλων, οι εκδόσεις φωτογραφικών βιβλίων πραγματοποιούνται με χρήματα τού φωτογράφου ή με τη βοήθεια λίγων, επίσης αξιοθαύμαστων, χορηγών. Προφανώς από αυτήν την συμφορά εξαιρούνται τα βιβλία που, έστω κι αν έχουν καλές καλλιτεχνικές φωτογραφίες, πωλούνται λόγω τού εικονιζόμενου θέματος. Κάτι που αποτελεί ευτυχή εξαίρεση ή αξιέπαινη και συγγνωστή πονηρία, αλλά που δεν αντιμετωπίζει το γενικότερο πρόβλημα. Είναι ενδιαφέρον νομίζω να σημειώσω ότι εγώ ο ίδιος για τις ανάγκες τής φωτογραφικής μου διδασκαλίας έχω κυκλοφορήσει τρία θεωρητικά βιβλία μου, που επούλησαν δεκαπλάσιο ή και εικοσαπλάσιο αριθμό αντιτύπων από τα λευκώματα με φωτογραφίες μου. Θα ήμουνα έτοιμος να δεχτώ ότι οι χαμηλές πωλήσεις των τελευταίων οφείλονται στην αδιάφορη ποιότητα των φωτογραφιών μου, αν δεν συνέβαινε το ίδιο και με όλα τα υπόλοιπα βιβλία που γνωρίζω. Τα παραπάνω όμως δείχνουν ότι ακόμα και το εξειδικευμένο κοινό δεν έχει συνηθίσει να αγοράζει φωτογραφικά λευκώματα.

Ακριβώς για τους παραπάνω λόγους απέφευγα να κρίνω δημοσίως την φωτογραφική εκδοτική παραγωγή στην Ελλάδα θεωρώντας ότι έπρεπε να υποστηριχθεί κάθε μικρή, ασήμαντη ή και αποτυχημένη προσπάθεια. Τα τελευταία όμως χρόνια η παραγωγή αυτή άρχισε ευτυχώς να πυκνώνει και ίσως να ήρθε η ώρα να αρχίσει και ένας συνοδευτικός κριτικός λόγος, όχι ασφαλώς για να τής δημιουργήσει εμπόδια, αλλά για να βοηθήσει να εντοπιστούν οι αδυναμίες και να τονιστούν τα θετικά σημεία κάθε βιβλίου, ενημερώνοντας παράλληλα και το πιθανώς σε αύξηση αγοραστικό κοινό. Θα είναι άλλωστε και μια αφορμή να θιγούν φωτογραφικά αισθητικά προβλήματα που θα καλλιεργήσουν σιγά-σιγά το κοινό αυτό. Με πολύ μεγάλη αγάπη για τους φωτογράφους και με πολύ μεγάλο σεβασμό για το έργο τους θα επιχειρήσω αυτήν την προσέγγιση από τη στήλη που ξεκινάει σήμερα.