Βήμα-Men
Σκέψεις και συμβουλές για φωτογράφους διακοπών
Δύσκολα μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η φωτογράφηση οικείων προσώπων και ευτυχισμένων στιγμών εξυπηρετεί κάποιο λογικό σκοπό. Η μνήμη λειτουργεί άλλωστε και χωρίς τη συμπαράσταση οπτικών βοηθημάτων. Εν τούτοις αποτυπώνουμε φωτογραφικά αυτά τα απειροελάχιστα δείγματα τής ζωής μας, τα οποία είναι συχνά αμφίβολο αν θα ξανακοιτάξουμε, ή, και όταν το κάνουμε, αν θα επαναφέρουν στη μνήμη μας τις άπειρες λοιπές λεπτομέρειες που συνέθεταν το σκηνικό τής φωτογραφημένης στιγμής.
Υπάρχουν όμως δύο λόγοι που μας σπρώχνουν προς τη φωτογραφική αναμνηστική καταγραφή. Ο πρώτος έχει σχέση με τον χειρότερο ίσως φόβο μας, που δεν είναι άλλος από την απώλεια τής μνήμης μας, δηλαδή την απώλεια τού παρελθόντος μας, που ισοδυναμεί με την απώλεια τής ταυτότητάς μας. Είμαστε ό,τι θυμόμαστε. Ο δεύτερος έχει σχέση με κάτι πολύ πιο πολύπλοκο που είναι ο συνδυασμός τής μνήμης με τη φαντασία. Η φαντασία μας ερεθίζεται από τη μνήμη μας και η τελευταία αναπλάθεται από τη φαντασία μας. Ο μηχανισμός αυτός μάς επιτρέπει όχι απλώς την επανάκτηση τού παρελθόντος, όχι απλώς την απόλαυση τής επικοινωνίας με τα νεανικά μας χρόνια, αλλά ακόμα παραπέρα την επεξεργασία τής μνήμης μας μέσα από το φίλτρο τής φαντασίας μας. Το ξεφύλλισμα τού οικογενειακού λευκώματος υποκαθιστά μια χωλή μνήμη και επιτρέπει στη φαντασία μας να επανασυνθέσει τη ζωή μας. Τότε οι φωτογραφίες τού παρελθόντος γίνονται αυτές οι ίδιες η μνήμη μας.
Λίγες είναι οι πρακτικές εφαρμογές τής φωτογραφίας που βρίσκονται τόσο κοντά στην καλλιτεχνική φωτογραφική δημιουργία όσο οι αναμνηστικές φωτογραφίες. Διαθέτουν το πάθος για το αντικείμενο τής φωτογραφίας, την προσωπική ματιά τού φωτογράφου, τη σημασία τού χρόνου, τη σύνδεση τού παρελθόντος με το παρόν, την άποψη για τον φωτογραφιζόμενο κόσμο και στερούνται μονάχα τη γνώση και την πειθαρχία μιας φωτογραφικής καλλιτεχνικής γλώσσας.
Αν ο αθώος φωτογράφος των διακοπών θελήσει να βελτιώσει τις επιδόσεις του και να αρχίσει να διαμορφώνει ένα πρωτόλειο φωτογραφικής γλώσσας, ίσως οι παρακάτω συνοπτικές συμβουλές τον βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση. Πριν από όλα να μην αποβάλει το αρχικό και ειλικρινές του κίνητρο. Δεν επιχειρεί να κάνει μια καλή φωτογραφία για την οποία θα δρέψει δάφνες, ούτε να καταγράψει ένα πάντοτε αμφίβολο κάλλος. Αλλά να σταματήσει τον χρόνο πάνω σε μια ευτυχισμένη στιγμή που χάνεται ή σε ένα πρόσωπο που αγαπά. Να συνειδητοποιήσει έπειτα ότι αυτό που βλέπει μπροστά του δεν μπορεί ποτέ να είναι αυτό που θα δει στη φωτογραφία και ότι κατά συνέπεια δεν χρειάζεται να προσπαθεί να αποδώσει πιστά ό,τι αντικρίζει. Το αποτέλεσμα θα είναι πάντα μια μεταμόρφωση. Επομένως ας επιτρέψει στη φωτογραφία να τον εκπλήξει και να τού δείξει μια άλλη εκδοχή τής στιγμής και μια άλλη πλευρά τού αγαπημένου προσώπου. Όταν σηκώσει τη μηχανή στο μάτι του ας αποτινάξει την έλξη τού κέντρου και ας ελέγξει βιαστικά τις γωνίες τού κάδρου του. Αν οι γωνίες έχουν λόγο να υπάρχουν, τότε κατ’ ανάγκη θα έχει ενδιαφέρον και το κέντρο. Υπάρχουν επίσης για κάθε φωτογραφία άπειρες γωνίες λήψης. Ας ψάξει ο κάθε φωτογράφος εκείνη που νομίζει καλύτερη και ας την επιβάλει πειστικά στον θεατή. Μόνο που πρέπει να ξέρει πως η καλύτερη δεν είναι αναγκαστικά αυτή που καθορίζεται από το ύψος του ή την τυχαία θέση του. Λίγα εκατοστά μετατόπισης μπορεί να κάνουν όλη τη σημαντική διαφορά. Και ας μην επαναπαυτεί στην πρώτη λήψη. Ίσως να μην είναι η καλύτερη. Ας δώσει άλλη μία ευκαιρία σε μια νέα απόπειρα. Τέλος, ας μην κρίνει τις φωτογραφίες του πολύ σύντομα μετά τη λήψη τους. Ας επιτρέψει στον χρόνο να αποσυνδέσει την πραγματικότητα από τη μεταμόρφωσή της.