Τα Νέα (Ένθετο Πρόσωπα, 1999)
Είναι γνωστή η εμμονή των Ελλήνων να ανακαλύπτουν ελληνικές ρίζες σε όλα τα επιστημονικά και καλλιτεχνικά επιτεύγματα. Η φωτογραφία όμως σαν καλλιτεχνικό μέσον δεν έχει παλιές ρίζες στη χώρα μας. Αναπτύχθηκε βέβαια σε σημαντικό βαθμό η αναμνηστική της λειτουργία και ειδικά στις περιοχές με ανάπτυξη τού αστικού πληθυσμού. Στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα, στην Κέρκυρα, στην Ερμούπολη και σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα εμφανίστηκαν καλοί επαγγελματίες φωτογράφοι που απαθανάτισαν στιγμές και πρόσωπα. Δεν υπήρξε όμως συνειδητή καλλιέργεια τής φωτογραφίας σαν προσωπική έκφραση, την ώρα που ήδη από τα τέλη τού περασμένου αιώνα στις χώρες τής Δυτικής Ευρώπης και στην Αμερική είχαν διακριθεί σημαντικές καλλιτεχνικές προσωπικότητες. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι η καλλιτεχνική (ή δημιουργική, όπως επίσης λέγεται) φωτογραφία κάνει συστηματικά την εμφάνισή της στη χώρα μας από την δεκαετία τού ’70 και ύστερα. Ήταν η εποχή κατά την οποία έφτασε σε μας το έργο σημαντικών φωτογράφων τού εξωτερικού που είχαν ήδη αναγνωριστεί από χρόνια στις δυτικές χώρες. Οι φωτογράφοι αυτοί έγιναν η αφετηρία και η έμπνευση για την γέννηση αυτού που θα μπορούσε να ονομάσει κανείς «νέα ελληνική φωτογραφία».
Η απουσία συγκροτημένης φωτογραφικής καλλιτεχνικής παράδοσης στη χώρα μας δεν εμπόδισε την εμφάνιση μεμονωμένων δημιουργών, οι οποίοι συνειδητά ή υποσυνείδητα συνέθεσαν μια συνολικά αξιόλογη και προσωπική καλλιτεχνική πρόταση. Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει αυτούς τους φωτογράφους σαν πρωτοπόρους μόνον από την άποψη τής χρονολογικά πρώτης παρουσίας τους, όχι όμως σαν αφετηρία μιας ελληνικής φωτογραφίας που αντλεί τα θέματα ή το ύφος της από αυτούς. Και η δουλειά όμως αυτών των μεμονωμένων φωτογράφων διαδόθηκε και εκτιμήθηκε τα πολύ τελευταία χρόνια, αφού δηλαδή η επαφή μας με την καλλιτεχνική φωτογραφία, που μας ήρθε από το εξωτερικό, μας έκανε να ψάξουμε, να κοιτάξουμε και να εκτιμήσουμε τους φωτογράφους που έδρασαν στην Ελλάδα τις προηγούμενες δεκαετίες.
Το πρόβλημα με την παλαιά φωτογραφία, πέρα από τον εντοπισμό της, είναι η συγκέντρωσή της, η διατήρησή της και η αρχειοθέτησή της, έτσι ώστε να μπορεί κάθε ενδιαφερόμενος να έχει πρόσβαση σε αυτήν. Το έργο αυτό μπορούν να αναλάβουν μουσεία και άλλα ιδρύματα, δημόσια ή ιδιωτικά. Την πιο σοβαρή και σημαντική δραστηριότητα στον τομέα αυτό έχει αναπτύξει στη χώρα μας το Μουσείο Μπενάκη. Υπάρχουν βέβαια και μεμονωμένοι ιδιώτες συλλέκτες παλαιών φωτογραφιών, πλην όμως τις περισσότερες φορές πρόκειται για ανθρώπους των οποίων το ενδιαφέρον και η γνώση έχουν να κάνουν με την παλαιότητα και με την θεματολογία των φωτογραφιών παρά με την ταυτότητα των φωτογράφων και την καλλιτεχνική αξία τού έργου τους.
Οι γνωστοί πρωτοπόροι τής ελληνικής φωτογραφίας δεν είναι πάρα πολλοί, αλλά ούτε τόσο λίγοι που να χωρέσουν στο πλαίσιο ενός μικρού αφιερώματος. Είναι εξαιρετικά πιθανόν άλλωστε, τώρα που το ενδιαφέρον γύρω από τη φωτογραφία έχει πάρει διαστάσεις να ανακαλυφθούν και πολλοί άλλοι. Από τους τέσσερις φωτογράφους που παρουσιάζονται στο παρόν αφιέρωμα οι τρεις δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή, αλλά το έργο τους φυλάσσεται και αξιοποιείται με τον καλύτερο τρόπο από το Μουσείο Μπενάκη. Ο τέταρτος, ο Κώστας Μπαλάφας, συνεχίζει να φωτογραφίζει και μακάρι να συνεχίζει για πολλά χρόνια ακόμη.
Μουσείο Μπενάκη
Το Μουσείο Μπενάκη ξεκίνησε να συλλέγει φωτογραφίες σαν μέρος τού ιστορικού και λαογραφικού ρόλου του. Πολύ γρήγορα οι υπεύθυνοι τού Μουσείου με επικεφαλής τον διευθυντή του Άγγελο Δεληβοριά κατάλαβαν ότι μερικοί φωτογράφοι είχαν κτίσει ένα προσωπικό έργο τού οποίου η καλλιτεχνική αξία συμπλήρωνε και συχνά ξεπερνούσε την ιστορική σημασία των φωτογραφιών. Έτσι το τμήμα φωτογραφίας τού Μουσείου Μπενάκη, με διευθύντρια την Φανή Κωνσταντίνου και με πολύτιμη συνεργάτη την Ειρήνη Μπουντούρη, φιλοξενεί πλέον το έργο σημαντικών φωτογράφων όπως η Βούλα Παπαϊωάννου, η Nelly’s, ο Δημήτρης Χαρισιάδης κ.α. Το τμήμα φωτογραφίας τού Μουσείου διαθέτει τον κατάλληλο εξοπλισμό και το εκπαιδευμένο προσωπικό για να συντηρήσει τα αρνητικά και να αρχειοθετήσει όλο το έργο. Παράλληλα το Μουσείο έχει αναπτύξει και μία εξαιρετικά αξιόλογη δραστηριότητα στο χώρο των φωτογραφικών εκθέσεων και εκδόσεων.
Βούλα Παπαϊωάννου
Η Βούλα Παπαϊωάννου γεννήθηκε το 1898 και πέθανε το 1990. Προερχόταν από αστική οικογένεια και απέκτησε μια γερή κλασική παιδεία. Είχε σχέση με τις τέχνες και είχε πάρει μαθήματα ζωγραφικής και συντήρησης αρχαιοτήτων. Μετά τα σαράντα της αποφάσισε να ασχοληθεί με τη φωτογραφία, στην οποία αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά για τα επόμενα είκοσι με τριάντα χρόνια μέχρι που μια οφθαλμολογική ασθένεια τής στέρησε αυτή τη χαρά. Το 1976 εμπιστεύτηκε η ίδια το φωτογραφικό της αρχείο στο Μουσείο Μπενάκη.
Η Βούλα Παπαϊωάννου δεν φωτογράφισε ποτέ σε στούντιο. Η ελληνική φύση και τα αρχαία μνημεία ήταν τα προσφιλή της θέματα μέχρι την κήρυξη τού πολέμου. Στη διάρκειά του φωτογράφισε την καθημερινή ζωή των κατοίκων τής Αθήνας και μετά την απελευθέρωση ανέλαβε το φωτογραφικό τμήμα τής UNRRA, τού Οργανισμού Αρωγής των Ηνωμένων Εθνών. Οι φωτογραφίες της από τον πόλεμο και την απελευθέρωση συνιστούν το πιο προβεβλημένο και γνωστό τμήμα τής δουλειάς της, κάτι όμως που αδικεί τις χιλιάδες εξαιρετικές φωτογραφίες που έκανε πριν και μετά. Όπως δυστυχώς το έργο των περισσοτέρων ελλήνων φωτογράφων, παλιών και νέων, η δουλειά της δεν ευτύχησε ακόμα να συγκεντρωθεί σε μια σχετικά πλήρη μονογραφία. Φαίνεται όμως πως σύντομα θα έχουμε αυτή τη χαρά μια και το Μουσείο Μπενάκη σε συνεργασία με τις εκδόσεις Άγρα τής ετοιμάζει ένα μεγάλο αφιέρωμα.
Δεν είναι γνωστό, τουλάχιστον στον γράφοντα, αν η φωτογράφος ήταν ενήμερη των διεθνών φωτογραφικών τάσεων και αν είχε έρθει σε επαφή με το έργο μεγάλων φωτογράφων τής εποχής της. Έτσι κι αλλιώς όμως δεν μπορεί κανείς παρά να παραδεχτεί ότι οι φωτογραφίες της συνιστούν ένα σύνολο που στέκεται με καλλιτεχνικές αξιώσεις απέναντι σε κάθε άλλο έργο των φωτογράφων που θεωρούμε δικαίως σαν σημεία αναφοράς τής φωτογραφικής τέχνης. Ήταν αναμενόμενο η σημασία τής θεματολογίας της για την μεταπολεμική Ελλάδα, σε συνδυασμό με τον μέχρι προ τινος φωτογραφικό αναλφαβητισμό, να ρίξει όλο το βάρος τού ενδιαφέροντος πάνω στην πλευρά τής ιστορικής καταγραφής. Το έργο όμως τής Βούλας Παπαϊωάννου υπερβαίνει κατά πολύ την, οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα, ιστορική καταγραφή.
Η Παπαϊωάννου χρησιμοποιούσε συνήθως τετράγωνο φορμά. Και το χρησιμοποιούσε με εξαιρετική μαεστρία, αποφεύγοντας τις φορμαλιστικές υπερβολές και προσδίδοντας μια φυσικότητα στην τόσο έντεχνη και σκηνογραφημένη φύση τού τετράγωνου κάδρου. Μερικές φορές, από αγωνία για τελειοποίηση τής εικόνας, επέλεγε εκ των υστέρων κατατμήσεις τού κάδρου της, οι οποίες σχεδόν ποτέ δεν το βελτίωναν, τόσο ενστικτωδώς σωστό και πλήρες ήταν το αρχικό της καδράρισμα. Η βασική της αξία και ικανότητα βρισκόταν σε κάτι που αποτελεί μέρος κάθε καλλιτεχνικού οικοδομήματος. Έφερνε αντιμέτωπα αντιθετικά συναισθήματα αλληλοπλέκοντας το θέμα, με την μορφολογική του παρουσίαση και το εσωτερικό του περιεχόμενο, με τέτοιο τρόπο ώστε ο θεατής μπορούσε να ταξιδέψει μέσα στη φωτογραφία και να την διαβάσει από πολλές διαφορετικές πλευρές. Όπως και στην πραγματική ζωή, έτσι και στον φωτογραφικό κόσμο τής Παπαϊωάννου, τα πράγματα δεν ήταν ποτέ μονοσήμαντα, μόνον τραγικά ή μόνον κωμικά. Ήταν άθλος το γεγονός ότι σε μια είτε εμπόλεμη είτε πάμπτωχη Ελλάδα κατάφερε να αποδώσει με μικρές τετράγωνες εικόνες ταυτόχρονα πόνο, χαρά, αξιοπρέπεια, ελπίδα και όλα αυτά με διακριτική και μαζί τολμηρή χρήση τής φωτογραφικής φόρμας. Το μάτι μας ελκύεται πότε από ένα χαμόγελο, για να εκτιμήσει αμέσως μετά το στιβαρό καδράρισμα, και πότε από την πρωτότυπη σύνθεση, για να ανακαλύψει πολύ γρήγορα ότι αυτή οδηγεί σε μια σκληρή παρατήρηση. Και όλα αυτά με οργανική φυσικότητα που μαρτυράει καλλιτεχνική ειλικρίνεια και σεβασμό απέναντι σε ό,τι βρισκόταν μπροστά στο φακό της. Η αγάπη της για τα θέματά της και, όπως φαίνεται, και η αγάπη της για τη φωτογραφία, την έσωσαν από ολισθήματα και υπερβολές, που σύγχρονοι, και πιθανόν πιο καταρτισμένοι από αυτήν, συνάδελφοί της δεν έχουν αποφύγει.
Nelly’s
Η Έλλη Σουγιουτζόγλου- Σεραϊδάρη, πιο γνωστή σαν Nelly’s από το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο που χρησιμοποίησε στην Αμερική, γεννήθηκε το 1899 στη Μικρά Ασία, σπούδασε φωτογραφία στη Γερμανία και το 1925 άνοιξε φωτογραφείο στην Αθήνα, όπου εργάστηκε φωτογραφίζοντας γνωστούς Αθηναίους μέχρι το 1939. Από τότε και μέχρι το 1965 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου επίσης εργάστηκε σαν φωτογράφος. Μετά την επιστροφή της στην Αθήνα εγκατέλειψε το επάγγελμα τής φωτογράφου. Το 1985 δώρισε το αρχείο της στο Μουσείο Μπενάκη. Πέθανε το 1998.
Αν η Βούλα Παπαϊωάννου αγνοήθηκε αρχικά από τους καλλιτεχνικούς κύκλους, η Nelly’s μάλλον υπερεκτιμήθηκε με αποτέλεσμα η αναμφισβήτητη ενίοτε ποιότητα τής δουλειάς της να υποφέρει κάτω από το βάρος μιας ξαφνικής και υπερβολικής φήμης. Η παρατήρηση αυτή μπορεί να θεωρηθεί από μερικούς σαν ιεροσυλία, αλλά είναι μάλλον γεγονός ότι οι υπερβολές τής φυλής έκαναν και πάλι το θαύμα τους. Η ανάγκη να βρεθεί ταχέως ένα γερό ελληνικό φωτογραφικό όνομα (και όπως πάντα ακόμα καλύτερα να έχει θητεύσει στην αλλοδαπή) οδήγησε σε υπερπληθώρα ύμνων και δυσανάλογη παραγωγή εκδόσεων απέναντι σε ένα φωτογραφικό έργο που, ναι μεν είχε αρκετές καλές στιγμές, αλλά στην εποχή τού πιο γόνιμου φωτογραφικού μοντερνισμού παρέμεινε εστιασμένο σε έναν λίγο απλοϊκό νεοκλασικισμό με ρομαντικές τάσεις και συμβολικές εξάρσεις. Οι φωτογραφικές αναλογίες ανάμεσα στα αρχαία αγάλματα και στα πορτραίτα νεοελλήνων και οι μελοδραματικές εκφραστικές (;) χορευτικές πόζες γυμνών χορευτριών στην Ακρόπολη μπορεί να εξασφάλισαν τον θαυμασμό εκείνων που έβλεπαν τη φωτογραφία σαν ένα καλλιτεχνίζον παιχνίδι, αλλά δεν αναπτύξανε διάλογο με τη μεγάλη φωτογραφία που γινόταν στη Γερμανία και στην Αμερική την εποχή που η φωτογράφος ζούσε στις χώρες αυτές.
Από τις φωτογραφίες της μπορεί κανείς να ξεχωρίσει εκείνες όπου τα αρχαία μνημεία φωτογραφίζονται απλά, χωρίς ενδιάμεσες χορεύτριες, μερικά πορτραίτα πραματευτών και τεχνιτών και ίσως λίγα τοπία. Το κυριότερο όμως είναι ότι το σύνολο τού έργου της δεν αποπνέει συνοχή, ενότητα και άποψη, ενώ η σχέση της με την εσωτερική φορμαλιστική λειτουργία τής εικόνας είναι πολύ αδύναμη. Οι φωτογραφίες της άλλες φορές μοιάζουν κατασκευές tableaux vivants τού περασμένου αιώνα και άλλοτε απρόσωπες τουριστικές και επαγγελματικές λήψεις.
Αφού “διαβάσει” κανείς το έργο τής Nelly’s με προσοχή και ξεχωρίσει τις λίγες πράγματι καλές από τις πολλές αδιάφορες φωτογραφίες, μένει με μερικά αναπάντητα ερωτηματικά. Πρώτον μήπως υπήρξαν και άλλοι επαγγελματίες φωτογράφοι στην Ελλάδα που είχαν τουλάχιστον ανάλογες με την Nelly’s αρετές αλλά παρέμειναν αδικαιολόγητα στο σκοτάδι. Δεύτερον μήπως και η ίδια Nelly’s έχει αναξιοποίητες στο αρχείο της άλλες καλύτερες εικόνες χωρίς τον γραφικό χαρακτήρα εκείνων που καθιερώθηκαν. Και τρίτον γιατί να πρέπει η εγχώρια κριτική σκέψη να χαρακτηρίζεται από μόνιμη έλλειψη μέτρου που εν τέλει αποβαίνει σε βάρος όσων υπερεκτιμώνται.
Δημήτρης Χαρισιάδης
Ο Δημήτρης Χαρισιάδης γεννήθηκε στην Καβάλα το 1911. Σπούδασε χημικός. Πέθανε στην Αθήνα το 1993. Το Μουσείο Μπενάκη ενέταξε στο φωτογραφικό του τμήμα το πολύ μεγάλο και πολύ καλά οργανωμένο αρχείο του. Ο Χαρισιάδης ξεκίνησε να φωτογραφίζει το έπος τού ’40, όταν είχε και ο ίδιος στρατευθεί. Μέχρις ενός σημείου ακολούθησε τη θεματολογία τής Παπαϊωάννου, αλλά στη συνέχεια, το 1956, άνοιξε κάτω από το όνομά του φωτογραφικό πρακτορείο, το οποίο διατήρησε μέχρι το 1985. Ο Χαρισιάδης φωτογράφισε επαγγελματικά για πολλούς πελάτες, ιδιώτες ή οργανισμούς τού Δημοσίου, αλλά παράλληλα, όπως ο ίδιος δήλωνε, δεν έπαψε ποτέ να κάνει και την προσωπική, ερασιτεχνική όπως την αποκαλούσε, δουλειά του.
Αυτό που χαρακτηρίζει τις φωτογραφίες τού Χαρισιάδη, τουλάχιστον αυτές που ξεχωρίζουν ποιοτικά τόσο από το ερασιτεχνικό όσο και από το επαγγελματικό σκέλος τής παραγωγής του, είναι μια ηρεμία και αυτοσυγκράτηση. Καμία υπερβολή ούτε στην υπογράμμιση συναισθημάτων ούτε στη φορμαλιστική κατασκευή. Το κάδρο του δεν είχε τον δυναμισμό τής Παπαϊωάννου και ο συναισθηματισμός του δεν εισέβαλε στη φωτογραφία του, όπως συμβαίνει με τον Μπαλάφα. Η φλεγματική αυτή απόσταση υπηρετεί με σεμνότητα την αρμονία και την αίσθηση μιας διάρκειας. Το γεγονός ότι για τόσα χρόνια ο Χαρισιάδης μέσα από τον σεβασμό αυτής τής αρμονίας έκανε ταυτόχρονα ένα σημαντικό προσωπικό έργο και με την ίδια ποιότητα άσκησε και ένα επάγγελμα δεν μπορεί παρά να αυξήσει τον θαυμασμό και τον σεβασμό μας.
Κώστας Μπαλάφας
Ο Κώστας Μπαλάφας γεννήθηκε στην Ήπειρο, σπούδασε γαλακτοκομία και στη συνέχεια άρχισε να δουλεύει στην Ηλεκτρική Εταιρεία, την μετέπειτα ΔΕΗ, όπου παρέμεινε μέχρι τη σύνταξή του. Άρχισε να φωτογραφίζει στη διάρκεια τού πολέμου, συνέχισε να φωτογραφίζει για λογαριασμό τής ΔΕΗ, αλλά και θέματα που αφορούσαν τον ίδιο και συνεχίζει μέχρι σήμερα να οργώνει την Ελλάδα και να φωτογραφίζει με το ίδιο πάθος.
Η ιδιαιτερότητα τού Κώστα Μπαλάφα βρίσκεται στο γεγονός ότι πονάει τον τόπο του, ταυτίζεται με τα θέματά του, αλλά κάνει ταυτόχρονα μια σφριγηλή και καθαρή φωτογραφική δουλειά. Η ιδιαιτερότητα επεκτείνεται και στον λόγο του, όταν περιγράφει τις πραγματικές συνθήκες λήψης και την αγάπη του για τους ανθρώπους που φωτογραφίζει, ενώ την ίδια στιγμή διατυπώνει με φευγαλέο τρόπο οξύτατα καλλιτεχνικά σχόλια. Η ιδιαιτερότητα τού Κώστα Μπαλάφα έγκειται τέλος στην αίσθηση τού χρέους με την οποία επιτελεί το έργο του. Χρέος απέναντι στον κόσμο του, απέναντι στον πολιτισμό που γνώρισε και βλέπει να αλλάζει, αλλά (πράγμα πολύ σημαντικό) και χρέος απέναντι στην φωτογραφική τέχνη. Η δουλειά του πηγάζει από σεβασμό και οδηγεί σε σεβασμό.
Ίσως την μοναδική επιφύλαξη που μπορεί να εκφράσει κανείς για τον ίδιο και τη δουλειά του είναι ότι η προσκόλλησή του στο θέμα τον αποτρέπει να δει ή να επιλέξει σημαντικές φωτογραφίες, που είναι σίγουρο πως θα κρύβονται στις γεμισμένες από φωτογραφίες γωνιές τού σπιτιού του. Η ίδια προσκόλληση στο θέμα και ο σεβασμός του σ’ αυτό τον έσπρωξε να εκδώσει με δικά του έξοδα ένα βιβλίο με φωτογραφίες του από την Αντίσταση. Ας ελπίσουμε ότι σύντομα θα έρθει και ο χρόνος τής έκδοσης μιας συνολικής μονογραφίας του.