Τα Νέα (Ένθετο Πρόσωπα, 1999)
Ο κατά το επάγγελμα αρχιτέκτων και κατά το πάθος φωτογράφος Άρις Γεωργίου, χωρίς να είναι ο μόνος, είναι αναμφιβόλως ο πιο προβεβλημένος φωτογραφικός παράγοντας τής Θεσσαλονίκης. Αυτό συμβαίνει, κυρίως, επειδή πριν από δέκα χρόνια είχε την αξιέπαινη ιδέα να στήσει ένα ετήσιο φωτογραφικό φεστιβάλ με πολυάριθμες εκθέσεις, την γνωστή «Φωτογραφική Συγκυρία».
Όλα αυτά τα χρόνια όμως δεν ξέχασε και την προσωπική του φωτογραφία, την οποία ασκούσε όποτε ο χρόνος τού επέτρεπε μεταξύ αρχιτεκτονικής και Συγκυρίας. Τα αποτελέσματα τής φωτογραφικής του πορείας φρόντιζε πάντοτε, κι αυτό είναι προς τιμήν του, να περικλείει και να παρουσιάζει σε καλαίσθητα φωτογραφικά λευκώματα. Το τελευταίο με τον τίτλο «Άρις Γεωργίου-Φωτογραφία-1971-1996» αποτελεί ένα αναδρομικό αφιέρωμα σε όλες τις φωτογραφικές δουλειές του κατά την περίοδο στην οποίαν αναφέρεται. Η μόνη μου αντίρρηση, αλλά πολύ έντονη, απέναντι σ’αυτό το λεύκωμα δεν είναι φωτογραφική. Έχει να κάνει με τον υπερβολικό και αδικαιολόγητο αριθμό των κειμένων (δεκαπέντε μαζί με αυτό τού ίδιου τού φωτογράφου) που το συνοδεύουν και αναφέρονται στον φωτογράφο. Πιστεύω ότι ή θα αρκούσε ένας και μόνον πρόλογος, πιθανόν τού (κατά τον καλλιτέχνη) πιο σημαντικού φίλου του, ή ακόμα καλύτερα θα ήταν αν ο ίδιος μόνον μας έδινε τις δικές του απόψεις, πράγμα πιο ενδιαφέρον για μια αναδρομική παρουσίαση από ό,τι οι εκ προοιμίου επαινετικές γνώμες (όπως συμβαίνει πάντα) των φίλα προσκείμενων παρουσιαστών. Τέτοια ποικιλία κειμένων θα δικαιολογείτο μόνον αν ο τιμώμενος είχε αντίστοιχη ποικιλία ιδιοτήτων και ο καθένας έγραφε για μία από αυτές. Ευτυχώς όμως το φωτογραφικό περιεχόμενο τού βιβλίου, η καλαίσθητη σχεδίασή του και η ποιότητα των αναπαραγωγών αντισταθμίζουν τη δυσάρεστη υπερβολή των κειμένων.
Αυτό που με έκπληξη διαπιστώνω στην φωτογραφική πορεία τού Άρι Γεωργίου είναι πως φαίνεται να έχει ικανότητες και ευαισθησίες, τις οποίες δεν μοιάζει να εμπιστεύεται. Ή πάλι μπορεί να θέλει να δοκιμάσει τις ικανότητές του προς όλες τις κατευθύνσεις, χωρίς να έχει μια συγκεκριμένη άποψη για την προσωπική του σχέση με τη φωτογραφία. Ξεκίνησε με ένα είδος φωτογραφίας που όλοι αγαπάμε και το οποίο κακώς ονομάστηκε φωτογραφία δρόμου. Έδωσε (ανάλογα με την ηλικία του και την εποχή) μερικά πολύ αξιόλογα δείγματα. Ορισμένα από αυτά περιλαμβάνονται στο πρώτο του λεύκωμα («Περιστάσεις»). Χρόνια αργότερα η παρουσίαση ενός βιβλίου του με φωτογραφίες αρχαιοτήτων («…ημών προγόνων») μας προσέφερε επίσης μερικά αξιόλογα δείγματα και σ’ αυτόν τον χώρο. Ενδιάμεσα όμως θέλησε να ασχοληθεί και με άλλες δύο κατευθύνσεις, τις οποίες κατά την γνώμη μου δεν χρειαζόταν, μολονότι απέδειξε ότι είχε τη γνώση και την ικανότητα να το κάνει. Ασχολήθηκε αφενός με τη φωτογραφία που όχι απλώς ερωτοτροπεί, αλλά κυριολεκτικά υποκύπτει στον εικαστικό χώρο (επέμβαση με εικαστική (;) πρόθεση πάνω σε φωτογραφικές διαφάνειες - «Αντίξοες συνθήκες») και αφετέρου με τη φωτογραφία που προσπαθεί υιοθετώντας ευρήματα εξωφωτογραφικά (διφορούμενες λεζάντες, παραθέσεις σε ζεύγη ομοίων φωτογραφιών κλπ) να κινηθεί κοντά στον εννοιακό χώρο («ΑΝΑΣΥΝγΡΑΦΕΣ»). Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι οι πρόλογοι των συγκεκριμένων λευκωμάτων έγιναν από γνωστές προσωπικότητες τού εικαστικού χώρου, που, όπως όλοι ξέρουν, μπορεί να διακρίνονται για τις γνώσεις τους περί την ζωγραφική, αλλά συνήθως δεν συμβαίνει το ίδιο και για τις γνώσεις τους περί την φωτογραφία και κυρίως για την εκτίμησή τους προς αυτήν.
Ο Άρις Γεωργίου δεν θα είχε στα μάτια μου κερδίσει τη θέση που έχει ως φωτογράφος, αν δεν είχε κάνει μια δουλειά, στην οποία έχω την αίσθηση ότι δεν δίνει την αξία που τής αρμόζει, ίσως γιατί κινείται σε περιοχές πιο χαμηλών τόνων, περιοχές που προσωπικά πιστεύω ότι ταιριάζουν περισσότερο στη φωτογραφία. Πρόκειται για το λεύκωμα που κυκλοφόρησε το 1992 με τον τίτλο «Αριστοτέλους 6, παν δέκα χρόνια». Μια φωτογραφική καταγραφή τού σπιτιού όπου έζησε και πέθανε η γιαγιά του μαζί με ένα προσωπικό κείμενο με τις σκέψεις του. Τόσο το κείμενο όσο και οι φωτογραφίες δείχνουν και ακούγονται αληθινά. Ακόμα και ο τίτλος αποπνέει ειλικρίνεια. Ίσως η παρουσία τού σεβαστού και αγαπημένου προσώπου να ήταν εκείνη που δεν επέτρεπε υπερβολές, φλυαρίες ή επίδειξη δεξιοτεχνιών. Πρόκειται για ένα βιβλίο που πείθει τον αναγνώστη ότι έγινε όχι τόσο για να διαβαστεί, αλλά για να υπάρξει, επειδή αυτό ήταν αναγκαίο για τον φωτογράφο. Αυτά τα βιβλία είναι συνήθως και τα πιο δυνατά. Και η φωτογραφία δίνει το πολυτιμότερο πρόσωπό της. Μετά το λεύκωμα αυτό μπορώ να ισχυριστώ με ακόμα μεγαλύτερη σιγουριά ότι ο Άρις Γεωργίου δεν έχει ανάγκη από φωτογραφικές παρεκκλίσεις. Και δυσκολότερα μπορώ να αποδεχτώ το επόμενο βιβλίο του («Επί τα ίχνη τής πορφύρας-Γυναίκες στα κόκκινα») όπου οι έγχρωμες φωτογραφίες είχαν ως κύριο ή μοναδικό συνδετικό στοιχείο τα κόκκινα ρούχα διαφόρων γυναικών. Η μαστοριά και τα ευφυολογήματα δεν έχουν θέση, από τη στιγμή που ο φωτογράφος μάς έχει δείξει τις ουσιαστικές του δυνάμεις.
Ο Άρις Γεωργίου επελέγη για τη θέση τού καλλιτεχνικού διευθυντή τού νέου (αν και στα σκαριά ακόμα) μουσείου φωτογραφίας στη Θεσσαλονίκη. Μια θέση που δικαιούται εξίσου ή περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Πιστεύω ότι οι δοκιμασμένες οργανωτικές ικανότητές του θα αξιοποιηθούν χωρίς αμφιβολία. Ελπίζω μόνον να συνεχίσει να φωτογραφίζει με την ίδια ευαισθησία και καθαρότητα με την οποία ξεκίνησε την φωτογραφική του πορεία και την ίδια δύναμη και ειλικρίνεια που μας έδειξε ότι διαθέτει με την «Αριστοτέλους 6». Όλα τα υπόλοιπα δεν τα χρειάζεται.