Τα Νέα (Ένθετο Πρόσωπα – 1999)

Όταν η διασκέδαση συγχέεται με την τέχνη

Τα όρια τής τέχνης και τής διασκέδασης, ή, όπως επικράτησε να λέγεται, τής ψυχαγωγίας - ειδικά στην εποχή μας όπου όλοι επικαλούνται την τέχνη αποζητώντας ταυτόχρονα την ψυχαγωγία - δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτα. Τα οικονομικά συμφέροντα, πάντα πρώτα σε διορατικότητα, διαπίστωσαν εγκαίρως τη σύγχυση αυτή και την εκμεταλλεύτηκαν διατηρώντας την, με στόχο την αποκομιδή οφέλους και από τις δύο όψεις τού νομίσματος.

Η ψυχαγωγία, αυτό που οι αγγλοσάξωνες ονομάζουν entertainment, συμβαδίζει και συμβιβάζεται με κάτι πιο ελαφρό και εύπεπτο, κάτι που θα τέρψει χωρίς να προβληματίσει, και, κυρίως, κάτι που προορίζεται να ικανοποιήσει το κατά το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος τού κοινού, οι απαιτήσεις τού οποίου εικάζονται, πιστοποιούνται ή καλλιεργούνται. Στον ρόλο αυτόν οι παραγωγοί ψυχαγωγίας έχουν αναπτύξει εκλεπτυσμένες και αποτελεσματικές μεθόδους. Το φαινόμενο είναι προφανώς πιο έντονο και ευδιάκριτο στην τέχνη και στην ψυχαγωγία τού θεάματος, και πάνω από όλα στον κινηματογράφο, αγγίζει όμως κάθε άλλη καλλιτεχνική/ψυχαγωγική δραστηριότητα.

Τα δυσδιάκριτα όρια δημιουργούν προβλήματα κυρίως σε όσους ασχολούνται με την τέχνη και όχι με την ψυχαγωγία. Οι αντιφάσεις ανάμεσα στις δύο δραστηριότητες έχουν σχέση με τις προθέσεις και με τις μεθόδους, αλλά, αν και θεμελιώδεις, δεν κάνουν σαφή τη διάκριση. Η ψυχαγωγία έχει συγκεκριμένους κανόνες και στόχους. Η τέχνη έχει ανάγκη από αφηρημένους κανόνες και στόχους, για να μπορεί να ασχολείται με την αναζήτησή τους και ενίοτε με την αμφισβήτησή τους. Η μία αποφέρει χρήματα, η άλλη - συνήθως - απορροφά. Και οι δύο γεννούν απόλαυση, μόνο που η ψυχαγωγία την προσφέρει απρόσωπα σε κάθε ενδιαφερόμενο, αρκεί αυτός να καταβάλει τον απαραίτητο οβολό, ενώ η τέχνη αναμένει εκείνον, που ασχέτως οβολού θα αναζητήσει σ’ αυτήν την κρυμμένη αλλά και διαρκέστερη απόλαυση.

Στη ζωή έχουμε ανάγκη και από τις δύο. Η ελαφρότητα τής μιας είναι διαφορετική συντροφιά από τον προβληματισμό τής άλλης. Ο κίνδυνος βρίσκεται στην ευκολία (και πονηρία) με την οποία πολλοί προσπαθούν να τις βάλουν στο ίδιο καλάθι και να τις ζυγίσουν με τα ίδια σταθμά, αποβλέποντας στην καταξίωση που φέρνει η τέχνη και στο μεγάλο κοινό που υπόσχεται η ψυχαγωγία. Το «προϊόν» γίνεται έτσι και «δημιούργημα». Μόνο που ή στάση αυτή αδικεί εν τέλει και την τέχνη και την ψυχαγωγία, μια και ο έπαινος ή ο ψόγος δεν αποδίδονται με τα κριτήρια που ταιριάζουν στην καθεμιά.

Στον κόσμο των βιβλίων τα τελευταία χρόνια μεγάλη άνθηση έχουν τα «βιβλία σαλονιού». Ή, όπως συνηθίζεται επίσης να αποκαλούνται, «coffee table books». Βιβλία στηριγμένα σε Ωραίες με ωμέγα κεφαλαίο φωτογραφίες, εύπεπτες, ευχάριστες, καλοστημένες, που απεικονίζουν θέματα γενικού ενδιαφέροντος. Τα συνοδευτικά κείμενα είναι περιορισμένα και εξίσου ανώδυνα. Τα βιβλία αυτά πουλιούνται σε σχετικά πολύ μεγάλους αριθμούς και θεωρούνται ιδιαιτέρως ευπρόσδεκτα για δώρα. Αποτελούν στον κόσμο των φωτογραφικών βιβλίων το αντίστοιχο των best sellers στον κόσμο τής λογοτεχνίας. Και πιθανόν να είναι άδικο να τα κατατάσσουμε στα αμιγώς φωτογραφικά βιβλία, μια και τόσο οι προθέσεις τους όσο και τα θέματά τους είναι πιο σημαντικά από το πιθανώς «καλλιτεχνικό» αποτέλεσμα.

Στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια ξεκίνησε μια τέτοια φωτογραφική/εκδοτική παραγωγή με αξιοπρεπή και ευπρεπή δείγματα. Η παρουσίαση των βιβλίων, τα συνοδευτικά κείμενα, ακόμα και η σελιδοποίηση, δίνουν το μήνυμα πως πρόκειται για βιβλία με καλαίσθητες εικόνες που υποστηρίζουν και περιγράφουν ένα συγκεκριμένο θέμα, συνήθως τουριστικού ή ιστορικού περιεχομένου. Μερικές από αυτές θα μπορούσαν χωρίς αμφιβολία να ενταχθούν και σε ένα καλλιτεχνικό φωτογραφικό portfolio, αλλά είναι φανερό ότι δεν ήταν αυτό στις δυνατότητες, ή στις προθέσεις, ή στην επιθυμία τού φωτογράφου, τού συγγραφέα, τού εκδότη.

Οι φωτογράφοι Λίζα Έβερτ, Ντόρα Μηναϊδη και Μαρία Φακίδη δούλεψαν για πολύ καιρό παρέα, μέχρις ότου η πρώτη τράβηξε τον δρόμο της και μάλιστα ασχολήθηκε και με την αυτοέκδοση των βιβλίων της. Τα ταξίδια τους τις οδήγησαν σε μέρη όπου ήκμασε ο Ελληνισμός και τα θέματά τους κινήθηκαν κυρίως σε περιοχές με τοπιογραφικό και μνημειακό ενδιαφέρον. Οι περισσότεροι τίτλοι των βιβλίων τους με ειλικρίνεια αναφέρονται στο περιεχόμενο (Πόντος, Καππαδοκία, Κάστρα τής Πελοποννήσου, Κωνσταντινούπολη κ.ά.). Οι φωτογραφίες τους, απλώς περιγραφικές, προσεγγίζουν με τιμιότητα και χωρίς διάθεση ωραιοποίησης ή υπογράμμισης τα θέματά τους εικονογραφώντας έτσι με σχετική ακρίβεια ένα κείμενο που επιθυμεί και αυτό να είναι επεξηγηματικό και πληροφοριακό. Δεν γνωρίζω τις βαθύτερες επιθυμίες και φιλοδοξίες των φωτογράφων αυτών, ούτε μπορώ να ξέρω αν η φαινομένη τιμιότητα με την οποία αντιμετωπίζουν φωτογραφικά τα θέματά τους αποτελεί πράγματι προϊόν ειλικρίνειας. Το σίγουρο είναι πως οι συγκεκριμένες φωτογραφίες ούτε «κάνουν τέχνη» ούτε «καλλιτεχνίζουν». Όσοι επικριτές τους καταρρίπτουν την αξία των φωτογραφιών τους με επιχειρήματα και κριτήρια καλλιτεχνικά, διαπράττουν το σφάλμα να ασχολούνται με κάτι που οι ίδιες οι φωτογραφίες δεν τους το επιτρέπουν, αφού δεν επιζητούν με την παρουσία τους κανένα καλλιτεχνικό σχόλιο.

Ακριβώς την αντίθετη αίσθηση είχα πάντοτε με τη σειρά των λευκωμάτων τού Δημήτρη Ταλιάνη. Εδώ οι τίτλοι «ποιητικίζουν» (Σκουριά και αρμύρα, Ημέρα Τρίτη, Προσανατολισμοί, Γη τής Μακεδονίας κ.ά.). Το ίδιο και τα κείμενα. Επιστρατεύονται για πολλοστή φορά οι ποιητές μας (άτυχε Ελύτη που είσαι καταδικασμένος να συντροφεύεις κάθε αναφορά στη θάλασσα και στο γαλάζιο !), ακόμα και οι Άγιες Γραφές. Οι ίδιες οι φωτογραφίες με μιαν επιφανειακή χρωματική αφαίρεση, με αυθαίρετα κοντινά πλάνα και με μια πρωτογενή (εικαστικής αναφοράς) εκζήτηση επιζητούν το καλλιτεχνικό χρίσμα. Οι εικόνες αυτές δεν έχουν την τιμιότητα τής περιγραφής, ουδέ καν την ειλικρίνεια μιας καρτ-ποστάλ, όπου η τυποποιημένη ομορφιά, το «κλισέ», ανάγεται σε σύμβολο. Ακόμα και η διαφημιστική προβολή των βιβλίων παίζει το «καλλιτεχνικό» επιχείρημα. Αν θυμάμαι καλά, τα δελτία τύπου τού πρώτου λευκώματος μάς πληροφορούσαν ότι τυπώθηκε σε «χαρτί τέχνης» με «μελάνι τέχνης» και δίνανε και μερικές πιο ακριβείς πληροφορίες για την προέλευση αυτών των υλικών. Ενώ παράλληλα η παρουσίαση των βιβλίων γινόταν προκλητικά και αδικαιολόγητα μέσα από προβεβλημένα μουσεία και αρχαία θέατρα.

Θα μπορούσε βέβαια να παρατηρήσει κανείς ότι τίποτα από αυτά δεν είναι καθεαυτό κακό και ότι πολύ συχνά έχουμε δει ένα εξαιρετικά πολύτιμο περιτύλιγμα να περικλείει ένα εντελώς αδιάφορο δώρο. Εν τούτοις η αγάπη στη φωτογραφία και στην τέχνη μάς υποχρεώνει να σκεφτούμε ότι το καλοπροαίρετο και συνάμα αδαές κοινό δεν μπορεί να διαγνώσει το πολύτιμο από το πολυτιμοποιημένο στην τέχνη, ούτε το ειλικρινές από το προσποιητό. Κανένας καλλιτέχνης δεν είναι σίγουρος ότι μπορεί να προσφέρει κάτι πολύτιμο, μπορεί όμως να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Η ειλικρίνεια - που αυτήν μπορεί να μας την προσφέρει - θα τον βοηθήσει να αποφύγει την επικίνδυνη ωραιοποίηση. Η ζωή μας χρειάζεται και «βιβλία σαλονιού», όπως χρειάζεται και «ελαφρά μουσική», «διασκεδαστικές ταινίες» και «αστυνομικά μυθιστορήματα», μόνο που οι προθέσεις και οι στόχοι πρέπει να παραμένουν καθαροί.

Πλάτων Ριβέλλης