Περιοδικό Φωτογράφος (2001)
Έχω και στο παρελθόν εκφράσει τη χαρά μου που ένας καλός τεχνοκριτικός σαν τον κ. Νίκο Ξυδάκη ασχολείται σοβαρά με τη φωτογραφία Είναι η δεύτερη φορά που παίρνω αφορμή από ένα άρθρο του στο περιοδικό αυτό, που φιλοξενεί και τους δυο μας, και πρέπει να ομολογήσω ότι αυτός ο άτυπος διάλογος με ευχαριστεί. Σε προπερασμένο, λοιπόν, σημείωμά του για τον φωτογράφο Andreas Gursky εξέφρασε μια σχετική επιφύλαξη, ή μάλλον μιαν απογοήτευση, για το έργο τού φωτογράφου αυτού, που, όπως δηλώνει, αγαπάει και θαυμάζει, όταν πληροφορήθηκε πως οι φωτογραφίες του είναι ψηφιακά επεξεργασμένες και αλλοιωμένες. Θεώρησε τότε ότι είχε εσφαλμένα «διαβάσει» τις φωτογραφίες του σαν παράθυρα στον κόσμο ενώ είναι εικόνες, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί πως ο θαυμασμός του ανακτήθηκε, πιθανόν με άλλο περιεχόμενο.
Ο Andreas Gursky είναι χωρίς αμφιβολία ένας έξυπνος και ικανός φωτογράφος. Το έργο του συνιστά μια ενδιαφέρουσα και συγκροτημένη πρόταση στον κόσμο τής σύγχρονης φωτογραφίας. Ο Gursky είδε τα τελευταία χρόνια την απότομη αναρρίχησή του στην κορυφή τής καλλιτεχνικής πυραμίδας και κατάφερε μάλιστα να πουλάει και να πουλάει ακριβά (πάνω από 200 εκατομμύρια δρχ. τη φωτογραφία), γεγονός που συνέβαλε (κατά κύριο λόγο) στην εδραίωση και εξάπλωση τής φήμης του. Οι περισσότεροι από τους νέους μαθητές μου τρέφουν θαυμασμό για το έργο του. Ο δικός μου θαυμασμός, όσος τελοσπάντων υπάρχει, είναι πιο επηρεασμένος από την ικανότητά του παρά από την φωτογραφική του ευαισθησία και αυθεντικότητα. Συγκρινόμενος όμως με τους περισσότερους από τους πετυχημένους και διάσημους συναδέλφους του τού σύγχρονου καλλιτεχνικού τοπίου υπερέχει σημαντικά διότι κατάφερε να κρατήσει τη φωτογραφική του κατεύθυνση παρόλο που ερωτοτροπεί με τη μεταμοντέρνα και εννοιακή μόδα. Κατά συνέπεια οι υπόγειες ενστάσεις που έχω για το έργο του αποτελούν και έκφραση σχετικής από μέρους μου αποδοχής του, αφού για πάρα πολλούς από τους διάσημους σήμερα φωτογράφους αισθάνομαι ότι είναι περιττή κάθε ένσταση, φανερή ή υπόγεια, από τη στιγμή που όλα είναι τόσο προφανώς απλοϊκά. Στο κάτω-κάτω όπως είχε πει και ο Winogrand σε μία δημοσιογράφο, «αν μασάτε ένα χαρτόνι και σας αρέσει, εγώ δεν μπορώ να πω τίποτα».
Η επιτυχία τού Gursky στηρίζεται σε δύο πυλώνες τής σύγχρονης φωτογραφίας. Ευκολία και εντυπωσιασμός. Κανόνες άλλωστε και τής παντοδύναμης επικοινωνίας. Και είναι αλήθεια ότι ο Gursky χρησιμοποιεί τους κανόνες αυτούς με ευρωπαϊκή διακριτικότητα και τους επιτρέπει να λειτουργούν και να φέρνουν αποτελέσματα με δευτερογενή τρόπο. Οι φωτογραφίες του δεν προσβάλλουν, έχουν μια γραφιστική ένταση, δεν μιμούνται (ευθέως) τη ζωγραφική, δεν αμπελοφιλοσοφούν, αρετές δηλαδή που τις καθιστούν πολύτιμες μπροστά στο ρεύμα τής φωτογραφικής φλυαρίας και ανοησίας.
Εν τούτοις αποφεύγουν σαν τον διάολο το λιβάνι οποιαδήποτε εσωτερικότητα είτε ως προς το περιεχόμενο είτε ως προς τη μορφή. Τεράστια μεγέθη εικόνων (όλοι οι θαυμαστές του θα συμφωνήσουν ότι τα μεγέθη αποτελούν σημαντικό στοιχείο τής γοητείας του και των υψηλών τιμών του). Εντυπωσιακή συμμετρία και τελειότητα αναπαραγωγής, η οποία τις περισσότερες φορές «βελτιώνεται» με ψηφιακές παρεμβάσεις. Πολλούς και μικρού μεγέθους εικονιζόμενους ανθρώπους ή αντικείμενα (κάτι που έκανε αλλοδαπό τεχνοκριτικό να τον παρομοιάσει με τον Brueghel –Έλεος ! –). Θεματολογία που φαίνεται να έχει σχέση με τον σημερινό κόσμο, από χωράφια με κότες μέχρι μποτιλιαρίσματα αυτοκινήτων, εσωτερικά ή εξωτερικά δημοσίων κτιρίων ή και δυο κρεμασμένους πίνακες τού Turner (κάτι που έκανε τον ως άνω κριτικό να τον παρομοιάσει με τον συγκεκριμένο ζωγράφο, αφού υπέθεσε πως τον θαυμάζει !). Με λίγα λόγια στοιχεία εύπεπτα, κατανοητά, διακοσμητικά και (με συγκρατημένο είναι αλήθεια τρόπο) εντυπωσιακά. Με τέτοιο τεχνικά άψογο αποτέλεσμα, με τέτοια μεγέθη, με τέτοια επιφανειακή θεματολογία, με τέτοια διακοσμητική χρήση τού χρώματος και με τέτοιο ικανό σύστημα προβολής του πιθανόν να μην εκπλήσσουν (!) και οι τιμές των έργων του. Στο κάτω-κάτω οτιδήποτε στοιχίζει 200 εκατομμύρια δεν μπορεί παρά να δικαιούται τον θαυμασμό μας.
Το πρόβλημα βρίσκεται όταν κάποιοι προσπαθήσουν να αντλήσουν από τα έργα αυτά μια συγκίνηση. Και δεν εννοώ συναισθηματική έξαρση. Αναφέρομαι στην καλλιτεχνική, στη φωτογραφική συγκίνηση. Αυτήν που προκαλεί το έργο ενός Walker Evans, όταν κάποιος αντιληφθεί (και αυτό δεν συμβαίνει με το πρώτο) την ουσιαστική φωτογραφική πρόταση κατά την αναπαραγωγή (και μεταμόρφωση) τής δικής του καθημερινότητας. Αυτήν που προκαλεί ένα μέρος τού έργου τού συμμαθητή τού Gursky, Thomas Struth, όταν φωτογραφίζει τα πορτραίτα και τα κτίριά του (όχι τόσο τα μουσεία του και καθόλου, μα καθόλου, τα λουλούδια του).
Εάν συνυπήρχαν ευφυία, ειλικρίνεια και συγκίνηση, τότε η κατασκευή ή το συνοδευτικό σκεπτικό δεν θα μετρούσαν. Όπως ακριβώς δεν πρέπει να μετράνε σε κανένα σημαντικό έργο. Και η αποκάλυψη πως το εικονιζόμενο έχει υποστεί οποιαδήποτε αλλοίωση ή παρέμβαση με οποιοδήποτε χημικό ή ψηφιακό τρόπο δεν θα μας ενδιέφερε, ούτε θα μας άγγιζε. Δυστυχώς όμως η κατασκευή τού έργου και το σκεπτικό που το συνοδεύει αποτελούν για πολλούς νέους φωτογράφους πρώτιστο στόχο. Η πονεμένη αγρότισσα που ο Evans φωτογράφιζε μπροστά στον ξύλινο φράχτη ήταν ξεκαρδισμένη στα γέλια και ο Evans είναι εκείνος που τής επέβαλε να γίνει σκυθρωπή (μέγιστη παρέμβαση δηλαδή στη ροή των πραγμάτων). Η συγκίνησή μας όμως και ο θαυμασμός μας δεν μειώθηκαν ούτε στο ελάχιστο. Ενδεχομένως και να αυξήθηκαν. Αν επομένως μας ομολογούσε ο ίδιος φωτογράφος σήμερα πως είχε χρησιμοποιήσει ψηφιακή παρέμβαση για ανάλογη επέμβαση και πάλι θα το προσπερνούσαμε, αφού το αποτέλεσμα είχε υπερβεί την κατασκευή του. Στη φωτογραφία δεν αρκεί να κάνεις εικόνες. Και ο συνάδελφος αρθρογράφος είχε δίκιο να αναζητά ένα παράθυρο. Μόνο που το σημαντικό έργο είναι εκείνο όπου το παράθυρο στον έξω κόσμο είναι ταυτόχρονα και ένα παράθυρο στον έσω κόσμο τού φωτογράφου. Όταν δηλαδή αυτοί οι κόσμοι γεννήσουν έναν τρίτο, σύνθετο κόσμο. Αυτό όμως είναι κάτι που ο Gursky δεν το έχει κατακτήσει ακόμη. Ίσως και να μην τον έχει απασχολήσει. Μπορεί, αν μειωθούν οι τιμές των έργων του στην πιάτσα, να αρχίσει να το αναζητά. Γιατί φαίνεται να είναι ικανός φωτογράφος.
Πλάτων Ριβέλλης