Φωτογράφος (2001)
Από την ώρα που ξεκίνησε η ενασχόληση μου με τη φωτογραφία και εκδηλώθηκε έτσι έμπρακτα η αγάπη μου και ο σεβασμός μου σ’αυτήν, ένοιωσα την ανάγκη να αναλάβω την υπεράσπισή της. Αυτός ο ιπποτικός δονκιχωτισμός πιθανόν να χαρακτηριστεί μάλλον άχρηστος ή και να αποδειχθεί ατελέσφορος. Άλλωστε αν μια τέχνη δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό της, τι να τους κάνει τους αυτόκλητους Ηρακλειδείς. Παρόλα αυτά επιδόθηκα (και επιδίδομαι) στην υπεράσπισή της προς δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη, που είναι και η πιο εύκολη και αποτελεσματική, είναι η εκπαίδευση των έξωθεν θαυμαστών της. Η δημιουργία δηλαδή συνειδητών θεατών και ενδεχομένως καλλιεργημένων φωτογράφων. Η δεύτερη και απείρως δυσκολότερη είναι η προστασία της από τις υπερβολές και παρεκτροπές των έσωθεν υπηρετών της, δηλαδή αυτών των ίδιων των φωτογράφων.
Η μεγάλη απειλή τής φωτογραφίας ήταν και είναι η άλλη πλευρά τού βασικού πλεονεκτήματός της: η ευκολία της. Τα τελευταία είκοσι με τριάντα χρόνια προστέθηκε και άλλη μια απειλή: η αναγνώρισή της (και ακόμα περισσότερο ο εναγκαλισμός της) από τον (άκρως εμπορικό και μιντιοκρατούμενο) κόσμο των εικαστικών τεχνών και η αναγωγή της σε κατεξοχήν δραστηριότητα τής μόδας. Και για να χρησιμοποιήσω λέξεις τού συρμού, η φωτογραφία έγινε (δυστυχώς) και ταυτόχρονα τμήμα τού περιρρέοντος lifestyle.
Παλαιότερα συνήθιζα να καυτηριάζω τη συμπεριφορά (λίγων είναι αλήθεια) επαγγελματιών φωτογράφων, που είχαν δεχτεί κατακούτελα την “πετριά” τής Τέχνης και που, ανικανοποίητοι ακόμα και από το επιμελές και αξιόλογο αποτέλεσμα μιας επαγγελματικής δουλειάς, αναζητούσαν τη δικαίωση μέσα από το συνειδητό ή ασυνείδητο μπλέξιμο τής δουλειάς τους με την καλλιτεχνική δημιουργία. Με το πέρασμα του χρόνου τέτοιοι φωτογράφοι καταλήξανε να μου φαίνονται όχι μόνον ακίνδυνοι για τη φωτογραφία, αλλά και εξαιρετικά συμπαθείς μέσα από την κατανοητή ανασφάλειά τους.
Σήμερα οι διαστροφικές τάσεις τής σύγχρονης φωτογραφικής συμπεριφοράς εκκολάπτονται κυρίως ανάμεσα στον πληθυσμό των (νέων) καλλιτεχνών φωτογράφων, κάνοντας τους ευσυνείδητους τεχνίτες τής επαγγελματικής φωτογραφίας και τις καλλιτεχνίζουσες προσπάθειές τους να φαντάζουν σαν αθώα παιχνίδια μπροστά στην έμπειρη στρατηγική των νέων εκπαιδευμένων καλλιτεχνών.
Η γενική εντύπωση που καταγράφεται στον νου μου και που επιβεβαιώνεται με επώδυνη επαναληπτικότητα, την οποία οι λίγες αξιόλογες εξαιρέσεις δεν είναι για την ώρα αρκετές να την ανατρέψουν ή έστω να την ανακουφίσουν, είναι πως για τους περισσότερους νέους φωτογράφους ο ίδιος ο κόσμος των εικαστικών τεχνών έγινε ο σκοπός της ύπαρξής τους. Το ωραίο και αβέβαιο ταξίδι τής καλλιτεχνικής δημιουργίας με το ακόμα πιο αβέβαιο λιμάνι δεν φαίνεται πλέον να τους συγκινεί τόσο, όσο η κοινωνική βεβαιότητα ενός πτυχίου, η οικονομική ασφάλεια που παρέχει η δημιουργία ενός γερού προσωπικού image και η αναγνώριση που (έστω για πολύ λίγο) χαρίζει η μιντιακή προβολή. Και όλα αυτά στη διάρκεια τού συντομότερου δυνατού ταξιδιού, με τη βεβαιότητα ότι η παρουσία τους δεν στηρίζεται σε κανένα χτες και δεν προσβλέπει σε κανένα αύριο.
Με ποια, βέβαια, ελαφρά καρδιά να κατηγορήσεις τους νέους αυτούς, όταν καλλιτεχνικά (;) ιδρύματα γνωστών συλλεκτών απαιτούν στους όρους συμμετοχής για διαγωνισμούς την προσκόμιση πτυχίου αποφοίτησης από Σχολή Καλών Τεχνών.
Πώς να τους δικαιολογήσεις ότι η διάσημη και σημαντική φωτογραφία “Πίσω από τον σταθμό Saint-Lazare” τού (Γάλλου) Henri Cartier-Bresson πουλήθηκε σε πρόσφατη δημοπρασία στο ποσόν των 2.000.000 δρχ. όταν τα (πολύ γνωστά) τριαντάφυλλα τού (Αμερικανού) Edward Steichen και μια (άγνωστη) φωτογραφία τής καλής φωτογράφου (Αγγλίδας) Francesca Woodmann (που όμως αυτοκτόνησε στα 23 της χρόνια) πουλήθηκαν αντίστοιχα στα 75.000.000 και στα 25.000.000 δρχ. (και οι παρενθέσεις έχουν εδώ τον λόγο τους).
Πώς να τους εξηγήσεις μέσα στην γενικότερη υστερία συσσώρευσης μεταπτυχιακών τίτλων, ότι η καλλιτεχνική δημιουργία και η διδακτορική διατριβή είναι έννοιες από τη φύση τους αντιφατικές και αλληλοαναιρούμενες. Ότι η πρώτη ορίζεται από το άτομο και ταυτόχρονα εκτείνεται σε ατελείωτο πλάτος, ενώ η δεύτερη οφείλει να αγνοεί το άτομο και εκτείνεται σε συγκεκριμένο μόνον βάθος.
Πώς να τους πληγώσεις μεταδίδοντάς τους την έκπληξη και απόγνωσή σου ότι αυτό που εκείνοι νοιώθουν σαν πρωτοπορία δεν είναι παρά η πιο αποπνικτική εκδήλωση ιδιοποίησης τής τέχνης από τους νόμους τής αγοράς, τής συντήρησης, τής πολιτικής, των μίντια και τής κραταιής γενικότερης Σύμβασης.
Την ώρα που η τύχη της καλλιτεχνικής φωτογραφίας βρίσκεται στα χέρια πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, συμπλεγματικών καθηγητών, συγκεκαλυμμένων ή απροκάλυπτων εμπορικών επιχειρήσεων, ημιμαθών τεχνοκριτικών και αμαθών συλλεκτών, και την ώρα που οι αξίες των νέων καλλιτεχνών λίγο διαφέρουν από αυτές των νέων επιχειρησιακών executives, το μόνο που μπορώ να ευχηθώ στους τόσο αγαπημένους μου νέους καλλιτέχνες φωτογράφους, είναι, αφού συλλέξουν όσα πτυχία μπορούν, αφού κτυπήσουν όσες πόρτες γκαλερί και art dealers (αλήθεια, τι εφιαλτικός όρος!) μπορούν, αφού καρφιτσώσουν σε λευκώματα όσα αποσπάσματα έχουν γραφτεί γι αυτούς, ας πιάσουν τη μηχανή τους κι ας «παίξουν» με τη φωτογραφία, μια και δεν είμαστε παρά οι παίκτες και ταυτόχρονα τα πιόνια στο μεγάλο παιχνίδι τού οποίου αγνοούμε τους κανόνες. Γιατί (παραφράζοντας λίγο κάτι που έλεγε ο Βαν Γκογκ) «η ζωή είναι τόσο σύντομη και προχωράει τόσο γρήγορα, ώστε, αν είσαι φωτογράφος πρέπει να φωτογραφίζεις». Όλα τα άλλα μας μπερδεύουν.