Φωτογράφος
Ο άνθρωπος υπάρχει μέσω τής μνήμης του. Με το πέρασμα των χρόνων η πεποίθηση αυτή από θεωρητική, που είναι στα νιάτα μας, μεταβάλλεται σε αποδεδειγμένο πρακτικό πόρισμα. Είναι γνωστό άλλωστε ότι οι σύγχρονες ασθένειες, που αρνούνται να σεβαστούν την επιμήκυνση τού βιολογικού μας χρόνου, κάνουν όλο και πιο συνηθισμένα τα περιστατικά τής ολικής διαγραφής τής μνήμης, με αποτέλεσμα και την ολοκληρωτική απώλεια τής ταυτότητας.
Μαζί όμως με τη μνήμη χάνεται και ένα μεγάλο μέρος των απολαύσεών μας, αφού είναι γνωστό πως η μνήμη και ο νους προσφέρουν το βάθος και τη διάρκεια των απολαύσεων, διαστάσεις που από μόνες τους οι αισθήσεις αδυνατούν να εξασφαλίσουν. Κάθε νέα ηδονή καθορίζεται και επιτείνεται μέσα από την αυτόματη επίκληση ανάλογων ηδονών και στιγμών που έχουν καταχωρηθεί στη μνήμη μας. Η αισθησιακή απόλαυση είναι πενιχρή και αδύναμη, αν δεν ενισχυθεί με εφόδια από τη διανοητική μας αποθήκη γεγονότων και συναισθημάτων. Ακόμα και η αγάπη είναι ανύπαρκτη χωρίς τη μνήμη, αφού πρόκειται για μια κατάσταση που οικοδομείται μέσα στον χρόνο, με συνέπεια να στηρίζεται σε εμπειρίες, σε απολαύσεις και σε συναισθήματα τού παρελθόντος.
Έξω από το νου μας η μνήμη μας υπάρχει καταγεγραμμένη σε λόγια και σε εικόνες. Αυτά είναι άλλωστε και τα εργαλεία που χρησιμοποιεί κατά κύριο λόγο και η ιστορική έρευνα για την καταγραφή τής συλλογικής μνήμης. Μαρτυρίες και αποτυπώσεις. Αν μεταφέρουμε την ιστορική έρευνα στο σπίτι μας, θα ανακαλύψουμε ότι έχουμε το συρτάρι με τις επιστολές και εκείνο με τις φωτογραφίες. Σπανίως τις σκαλίζουμε, αλλά παρόλα αυτά τις διατηρούμε.
Τουλάχιστον οι περισσότεροι. Γιατί εγώ, ομολογώ, ότι εδώ και πολλά χρόνια έχω αποφασίσει να παρεμβαίνω στη μνήμη μου καταστρέφοντας τις επιστολές που δέχομαι, εννοείται βεβαίως μετά την ανάγνωσή τους. Αν γινόμουν σπουδαίος, θα δυσκόλευα έτσι των έργο των ιστορικών τής ζωής μου, αλλά τόσο το καλύτερο. Αυτή η τόσο προσφιλής στους επιστήμονες τυμβωρυχία σπανίως βοηθάει την αλήθεια ή σέβεται τη μνήμη τού αποβιώσαντος.
Διατηρώ αντιθέτως με μεγάλη αγάπη τις φωτογραφίες. Εκείνες που απεικονίζουν πρόσωπα, και όχι μόνον προσφιλή, και τόπους, που με κάποιο τρόπο συνδέθηκαν με τη ζωή μου. Όσο για τις φωτογραφίες που είχα βγάλει στα νεανικά μου χρόνια, με την αποκλειστική και προφανή φιλοδοξία να αποσπάσω τους επαίνους τού φωτογραφείου τής γειτονιάς μου, εκείνες, σε μια μέρα διανοητικής διαύγειας και ψυχικής ηρεμίας, τις πέταξα ανακουφισμένος στα σκουπίδια, απελευθερώνοντας χώρο για αυτές που συνοδεύουν τις μνήμες μου.
Αναρωτήθηκα αργότερα, όταν η σχέση μου με τη φωτογραφία έγινε πιο στενή, ποιος ήταν ο λόγος για αυτή τη διαφορά στη μεταχείριση των εργαλείων τής μνήμης. Έχω, λοιπόν, την αίσθηση ότι ενώ έχουμε απόλυτη ανάγκη τη μνήμη μας για να υπάρχουμε, δεν έχουμε ανάγκη την ακριβή μνήμη μας. Αντιθέτως μάλιστα, έχουμε ανάγκη από μια μνήμη φιλτραρισμένη, επιλεκτική και όχι αδιάσειστα πιστή. Η ακριβής αλήθεια για μας δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνον η αλήθεια κάθε στιγμής. Τής στιγμής που ζούμε και κατά την οποία επικαλούμαστε τη μνήμη μας. Όταν ο Federico Fellini λέει ότι δεν ξέρει αν οι ταινίες του είναι αυτοβιογραφικές, γιατί δεν είναι σίγουρος, αν όσα λέει συνέβησαν πράγματι ή τα εφηύρε και στη συνέχεια τα ταξινόμησε στη μνήμη του, πρέπει να τον πιστέψουμε. Δεν λέει τίποτε άλλο παρά σε υπερθετικό και εντυπωσιακό βαθμό, αυτό που πράγματι συμβαίνει στους περισσότερους.
Οι φωτογραφίες μού επιτρέπουν να διατηρήσω την ελευθερία τής μνήμης μου. Με βοηθούν να την ερεθίσω, να την αφυπνίσω, αλλά με αφήνουν ελεύθερο να την ερμηνεύσω σύμφωνα με τις ανάγκες μου και τις αντοχές μου κάθε στιγμής. Οι επιστολές, αντίθετα, έρχονται αμείλικτες, με τη δύναμη μιας αδιάψευστης μαρτυρίας, να αποδείξουν πως πολύ συχνά όσα είχα βολέψει στο μυαλό μου δεν ήταν ακριβώς έτσι. Οι επιστολές δεν μάς επιτρέπουν να ζούμε με τα σωτήρια ψέματά μας. Με τις συνθήκες που η μνήμη μας επέλεξε. Δεν αφήνουν τη λειτουργία τής αυτοάμυνας που μάς προστατεύει από την πάντοτε αμφίβολη αλήθεια. Σ’ αυτήν όμως την αυτοάμυνα οφείλεται το ότι δεν θυμόμαστε περισσότερα από όσα αντέχουμε.
Η αφηρημένη διάσταση τής φωτογραφικής μνήμης προσφέρεται επομένως για παραποιήσεις. Όταν αυτές οι παραποιήσεις, γίνουν συνειδητές και ελεγχόμενες, χωρίς βεβαίως να αρνηθούμε το ποσοστό τής αλήθειας που περικλείει πάντοτε η φωτογραφική εικόνα, αρχίζουμε δειλά να εισερχόμαστε στον χώρο τής δημιουργίας. Και από κει όπου η τυχαία φωτογραφία ερέθιζε τη μνήμη μας, φτάνουμε στο σημείο να χρησιμοποιούμε εκ των προτέρων την παραποιημένη μνήμη για να γεννήσουμε ένα προϊόν μνήμης που ερεθίζει τη φαντασία μας.
Η ιστορική έρευνα, βέβαια, μια και ασχολείται με τη συλλογική μνήμη, δεν μπορεί να έχει την πολυτέλεια τής αλλοιωμένης μνήμης, ούτε μπορεί να αποδέχεται την επιλεκτική παρέμβαση τής προσωπικότητας τού ιστορικού. Γι’ αυτό και η χρήση τής φωτογραφίας σαν εργαλείου έρευνας δεν μπορεί να αποκοπεί από τον συνοδευτικό και ερμηνευτικό λόγο που την τεκμηριώνει. Αν όμως και ο ιστορικός αποδεχτεί την αβεβαιότητα και την ασάφεια τής μνήμης, άρα και τής ιστορικής αλήθειας, τότε χωρίς να αποδεχτεί την παραποίηση θα εισαγάγει στο έργο του την πολύτιμη διάσταση τής συνεχούς αμφιβολίας.
Όταν ο αυτοκράτορας Charles Quint πέθανε, κρατούσε στο στήθος του το πορτραίτο τής αγαπημένης του συζύγου, το οποίο είχε φτιάξει ο Τισιανός, χωρίς να την έχει δει ποτέ. Πέθανε κρατώντας ένα προσφιλές ψέμα. Ή μια αποδεκτά παραποιημένη αλήθεια. Δεν πρέπει επομένως ποτέ να είμαστε σίγουροι για τη μνήμη μας. Ατομική ή συλλογική. Ούτε άλλωστε είναι απαραίτητο. Γι’ αυτό και οι εικόνες είναι πολύτιμες.