Φωτογράφος (2001)

«Η ζωή είναι μικρή, και αφού είμαι ζωγράφος, πρέπει να ζωγραφίζω». «Μπορώ να ζήσω χωρίς Θεό, εγώ όμως που υποφέρω δεν μπορώ να ζήσω χωρίς δημιουργία». Αυτές οι δύο φράσεις τού Van Gogh μού έρχονται συχνά στον νου, τουλάχιστον κάθε φορά που αντιμετωπίζω τη σύγχρονη μόδα τής καλλιτεχνικής πολυλογίας και πολυπραγμοσύνης. Έχει κανείς την εντύπωση πως όλοι αυτοί που ασχολούνται με τη φωτογραφία πιστεύουν πως η ζωή είναι απεριόριστη και πως ένας μήνας φωτογράφησης πλαισιωμένος από είκοσι τρεις μήνες (αμπελο)φιλοσοφίας και κοινωνικής προβολής είναι αυτό που δικαιώνει την ιδιότητά τους.

Έχω παρατηρήσει ότι ο χρόνος ενός σύγχρονου φωτογράφου μοιράζεται χονδρικά με την ακόλουθη αναλογία ανάμεσα στους παρακάτω στόχους. Φωτογραφίζει πολύ λίγο, (λέει ότι) σκέφτεται πολύ περισσότερο, γράφει και μιλάει για το έργο του ή γενικώς για τη φωτογραφία ακόμα περισσότερο, ασχολείται με την προώθησή της κατά κύριο λόγο, διδάσκει ολίγον, πεθαίνει για πωλήσεις χωρίς να το ομολογεί και επιδιώκει διακαώς την απόκτηση πτυχίου και κατά προτίμηση πτυχίων. Όταν λέω φωτογραφίζει δεν ακριβολογώ. Στην πραγματικότητα σχεδόν κανείς δεν φωτογραφίζει πλέον. Όλοι δουλεύουν by project (sic). Και σχεδόν κανείς δεν παρουσιάζει φωτογραφίες. Οι περισσότεροι έχουν work in progress (sic και πάλι).

Πιθανόν η στάση αυτή να οφείλεται στην επικρατούσα ιεράρχηση στο πλαίσιο τής κοινωνίας μας όπου ο λόγος προηγείται τής πράξης, όπου ο ακαδημαϊκός λόγος υπερτερεί τού κοινού λόγου, όπου ο δημοσιογραφικός λόγος ανταγωνίζεται τον ακαδημαϊκό και όπου ο ποιητικός λόγος υποχωρεί μπροστά στην κοινωνική παρατήρηση. Ίσως γι αυτό ο δάσκαλος προτιμά να αντιμετωπίζεται σαν θεωρητικός, και ο καλλιτέχνης θεωρεί τον εαυτό του και δάσκαλο και θεωρητικό. Και σίγουρα γι αυτό όσοι τού εξασφαλίζουν την πρόσβαση στην πολυπόθητη χορεία των ανθρώπων τής σκέψης τού είναι πολύτιμοι. Τεχνοκριτικοί, αιθουσάρχες, δημοσιογράφοι και πανεπιστημιακοί συνιστούν για τον φωτογράφο τούς ιδανικούς κινητήριους μοχλούς αναβάθμισης τής κατηγορίας του.

Η κοινωνία όμως έχει και άλλες ανάλογης σημασίας αξίες στον ιεραρχικό της πίνακα. Τις πωλήσεις και τα πτυχία. Μπορεί ο Van Gogh εν ζωή να πούλησε έναν μόνον πίνακα για λίγες δεκάρες κι αυτόν μάλλον κάποιος τον αγόρασε από συμπόνια. Αν σήμερα όμως δεν πουλιόντουσαν οι πίνακές του σε αστρονομικά ποσά δεν θα διεκδικούσε την προτίμηση των συλλεκτών και των δημοσιογράφων. Και αν ζούσε ακόμα, θα έπρεπε οπωσδήποτε να επιδιώξει την αναγόρευσή του σε διδάκτορα. Έστω honoris causa. Έστω από περιθωριακό πανεπιστήμιο. Ο συνδυασμός μάλιστα πωλήσεων και πτυχίων εξασφαλίζει την κατάργηση των ταξικών διαφορών σε χρόνο ρεκόρ. Άλλος ένας λόγος που η κοινωνική ιεράρχηση είναι και οικογενειακή ιεράρχηση ασκώντας ακόμα μεγαλύτερη πίεση στον νέο καλλιτέχνη. Πώς λοιπόν να αντισταθεί ο νεαρός καλλιτέχνης(;)-φωτογράφος(;) στην πίεση τού μπαμπά, στην πίεση τής κοινωνίας, στην πίεση τής τσέπης του, στην πίεση τού ανταγωνισμού; Πώς να διαμορφώσει ταυτότητα αφού τον έπεισαν πως η κάθε ταυτότητα παίρνει υπόσταση μέσα από τα μάτια των άλλων;

Το πρόβλημα όμως δεν είναι να κάνεις ή να μην κάνεις περισσότερα, αλλά να τα ιεραρχείς, να τα ζυγίζεις και να τα κρίνεις σωστά. Και το σωστά αναφέρεται στις δικές σου αξίες, δυνατότητες και προτιμήσεις και όχι σε αυτά που η εκάστοτε κοινωνία επιβάλλει ή υποδεικνύει. Ο φωτογράφος που αισθάνεται φωτογράφος πρέπει να νοιώθει τη ζωή να τού ξεγλιστράει όταν δεν φωτογραφίζει. Όπως ο ερωτευμένος που μια μέρα μακριά από την αγαπημένη του σημαίνει μια μέρα λιγότερο ζωής. Όπως το αλληγορικό παράδειγμα τού Proust για τον ζωγράφο που ανεβαίνει στο βουνό να ζωγραφίσει μια λίμνη, αλλά σουρουπώνει και τρέμει ότι θα φτάσει αργά και δεν θα προλάβει. Ό, τι αγαπούμε πρέπει να το κάνουμε με την ένταση που επιβάλλει ο περιορισμένος χρόνος μας και το απεριόριστο πάθος μας.

Όλα τα παραπάνω τα έχω θέσει σαν ερωτήματα και στον εαυτό μου. Γι αυτό και δηλώνω πάντοτε και κυρίως δάσκαλος και δευτερευόντως φωτογράφος. Η ματαιοδοξία μου πιθανόν να με ήθελε πρωτίστως καλλιτέχνη, αλλά εγώ που ίσως και πότε-πότε να υποφέρω (και πάντως όχι τόσο όσο ο Van Gogh) δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τη χαρά τής επικοινωνίας και τής μετάδοσης, χωρίς την θαλπωρή και την πίεση των μαθητών, χωρίς τις ερωτήσεις και τις απορίες τους. Η φωτογραφία μου συμπληρώνει και τροφοδοτεί όλα αυτά. Είναι μάλλον λογικό επομένως να μην είμαι τόσο καλός φωτογράφος όσο δάσκαλος, αφού στην κλίμακα των προτιμήσεών μου η διδασκαλία προηγείται και όλα τείνουν προς αυτήν. Όπως επίσης λογικό είναι να μην είναι σημαντικοί δάσκαλοι οι διάφοροι καλοί φωτογράφοι που παραδίδουν και από ένα ή δύο ολιγοήμερα θερινά σεμινάρια ετησίως διδάσκοντας στην ουσία τη φωτογραφία που κάνουν οι ίδιοι (πράγμα λογικό και αβλαβές, αρκεί να μην παίρνει τη μορφή θεωρητικών αξιωμάτων). Εξίσου λογικό όμως είναι να μην είναι (πλέον) τόσο καλοί φωτογράφοι εκείνοι που επέλεξαν στην κλίμακα τής δικής τους ιεράρχησης να μιλούν για τη φωτογραφία τους και να την προβάλουν και να την προωθούν, με τον κίνδυνο να δημιουργήσουν ένα καλό όνομα και μια καλή φήμη, αλλά τότε να ανακαλύψουν πως δεν έχουν πλέον τι να «πουλήσουν».

Η φωτογραφία, εύκολη στην εφαρμογή της, ταπεινή στην καταγωγή της, αλλά πολύπλευρη και αντιφατική στις προσεγγίσεις της, υφίσταται περισσότερο από κάθε άλλη μορφή τέχνης την πίεση από την αναζήτηση ταυτότητας και την καθιέρωση ιεραρχήσεων. Μερικές ίσως απαντήσεις να βρίσκονται στις δύο παραπάνω φράσεις τού Van Gogh.