Φωτογράφος

Απρίλιος 2005

Ένα από τα βασικά ερωτήματα που τίθενται στη διάρκεια των φωτογραφικών σεμιναρίων μου είναι αυτό που αναφέρεται στα καλλιτεχνικά κριτήρια. Στους λόγους δηλαδή για τους οποίους οι άνθρωποι επενδύουν με τον θαυμασμό τους και την αγάπη τους ένα έργο τέχνης ή απορρίπτουν κάποιο άλλο. Το πρόβλημα παρουσιάζεται οξύτερο αν παρατηρήσει κανείς ότι άνθρωποι με παρόμοια μόρφωση, ηλικία και κοινωνική προέλευση μπορεί να καταλήξουν με ισοδύναμη βεβαιότητα σε αντίθετες κρίσεις. Δεν είναι όμως δυνατόν να δεχτούμε ότι η καλλιτεχνική κρίση περιορίζεται στο επίπεδο τού προσωπικού γούστου. Ούτε πάλι είναι λογικό να προσδώσουμε υπέρμετρη αξία στην ιδιοσυγκρασία, αφού αυτή είναι αναμενόμενο να παρεμβαίνει στη διαδικασία συναισθηματικής ταύτισης με ένα έργο τέχνης, αλλά όχι και στην αξιολογική κρίση γι' αυτό.

Φαίνεται όμως ότι η δυσκολία να απαντηθεί το παραπάνω ερώτημα πηγάζει κυρίως από την αδυναμία να εξευρεθούν κοινές αξίες πάνω στις οποίες θα οικοδομηθούν τα καλλιτεχνικά κριτήρια. Η τέχνη τής εποχής μας κινείται μέσα σε ένα πνευματικό, ηθικό και αξιολογικό κενό. Οι άνθρωποι που ασχολούμαστε κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την τέχνη δεν μοιραζόμαστε κοινές καλλιτεχνικές αξίες.

Η προφανής διαφυγή από αυτό το αδιέξοδο, έτσι όπως τουλάχιστον φαίνεται να έχει επικρατήσει, διαθέτει δύο σκέλη: είτε την άρνηση κάθε αξιολογικής κρίσης, είτε την υιοθέτηση εξωκαλλιτεχνικών κριτηρίων. Από τη μια δηλαδή όλα είναι ανεκτά αρκεί να επιτελούνται μέσα σε θεσμοποιημένα καλλιτεχνικά πλαίσια (σχολές, ιδρύματα, πτυχία, γκαλερί, μουσεία, υπουργεία πολιτισμού, κλπ). Το μέσο έτσι γίνεται σημαντικότερο τού έργου και η αξιολόγηση αντιμετωπίζεται ως πολιτικώς μη ορθή. Από την άλλη επιστρατεύονται και οι διάσπαρτες μη καλλιτεχνικές αξίες (ομολογημένες ή ανομολόγητες), για να δικαιώσουν το καλλιτεχνικά άκριτο έργο. Έτσι μπορεί η δικαίωση τού έργου τέχνης να αναζητηθεί, για παράδειγμα, σε επιχειρήματα ευγενών πολιτικών στόχων (καταγγελία ανισοτήτων, ρατσισμών κλπ), ή σε αξίες κοινωνικής προβολής (υψηλή τιμή των έργων, φήμη και επικοινωνιακή εμβέλεια).

Ίσως όμως η ορθότερη αντίδραση στην απουσία κοινώς αποδεκτών αξιών να είναι η προσπάθεια για τη διαμόρφωσή τους. Και αυτό που θα τις χαρακτηρίζει κοινές να είναι η αποδοχή τους από έναν κύκλο ανθρώπων, μικρό στην αρχή αλλά με φιλοδοξία διεύρυνσής του. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με ένα είδος πνευματικού κλεφτοπόλεμου και ηθικού αντάρτικου. Και φυσικά η βάση για την υιοθέτηση καλλιτεχνικών αξιολογικών κριτηρίων δεν θα μπορούσε να βρίσκεται αλλού από το έργο των καλλιτεχνών που προϋπήρξαν και μας συγκινούν. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι εδώ και χρόνια βρισκόμαστε μπροστά σε μια γενικευμένη τάση άρνησης κάθε καλλιτέχνη που προηγήθηκε. Και η τάση αυτή βολεύει πολλούς, αφού έτσι θέτουν κάθε φορά από μόνοι τους τα κριτήρια με τα οποία θέλουν να κριθούν και που δεν είναι άλλα από το ίδιο τους το έργο. Αρκεί όμως να συνειδητοποιήσουμε ότι αν ασχολούμαστε σήμερα με την τέχνη το οφείλουμε σε πολλούς άλλους που προηγήθηκαν και να εκμεταλλευτούμε τον θαυμασμό μας για τα έργα τους ώστε να αντλήσουμε μερικές γενικές κατευθύνσεις. Τότε μπορεί να στηριχτούμε σε αυτές, να τις διευρύνουμε, να τις περιορίσουμε, να τις προσαρμόσουμε, αλλά να μην τις αρνηθούμε. Γιατί χωρίς αξίες δεν υπάρχει κρίση και χωρίς κρίση δεν υπάρχει τέχνη.