3-8-99
Η μόδα τής ελληνικότητας, μια μόδα που οφείλει προφανώς αρκετά στην αντίδραση απέναντι στον εξευρωπαϊσμό και στην παγκοσμιοποίηση, αλλά και άλλα τόσα στον εγχώριο συμπλεγματισμό μας, έχει επεκταθεί και στον χώρο τής καλλιτεχνικής παραγωγής. Η ελληνικότητα αυτή εκφράζεται με δύο τρόπους. Αφενός με την πάση θυσία αύξηση τής κατανάλωσης εγχώριας τέχνης (και διασκέδασης) και αφετέρου με την πάση θυσία ενσωμάτωση ελληνικών στοιχείων στα καλλιτεχνικά προϊόντα. Μια παράλληλη μάλιστα τάση επιδίδεται σε αθλητικού τύπου συγκρίσεις τής ελληνικής τέχνης με αυτήν τής αλλοδαπής, η οποία μάλιστα αντιμετωπίζεται συλλήβδην ως το αντίπαλον δέος ή το μέτρο σύγκρισης τής εγχώριας.
Η αντιμετώπιση τής τέχνης ως εθνικού προϊόντος αντιβαίνει στην πιο ουσιαστική και ελπιδοφόρα διάστασή της, αυτήν που αποτελεί συνείδηση και κατάκτηση τού αιώνα μας, και που είναι η παγκόσμια και διαχρονική της εμβέλεια. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες ανήκουν σε όλους. Αυτό που διακρίνει τα προϊόντα τής τέχνης είναι ο βαθμός τής συγκίνησης που προκαλούν και η ποιότητα τής γλώσσας που χρησιμοποιούν.
Έντυπα και αναλυτές επιχαίρουν επειδή η νεολαία έχει στραφεί στην ελληνική μουσική και στην σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία ή επειδή οι ελληνικές ταινίες άρχισαν να κόβουν και πάλι εισιτήρια. Δεν μπορώ όμως να αντιληφθώ γιατί πρέπει να χαιρόμαστε αν η νεολαία καταναλίσκει ελληνικά μουσικά υποπροϊόντα, όπως αυτά τής προσφέρονται (ή τής επιβάλλονται), και να μη λυπόμαστε που δεν υιοθετεί μιαν ενδεχομένως ποιοτικότερη μουσική, έστω κι αν είναι αλλοδαπής καταγωγής; Αν αφήσαμε τους Beatles και τον Dylan, για να καταλήξουμε στα εγχώρια ελαφρολαϊκά, μόνο αιτία χαράς και εθνικής υπερηφάνειας δεν μπορεί να είναι.
Αλλά και η επιταγή να εκφράζεται ο καλλιτέχνης μέσα από θεματικά και μορφολογικά στοιχεία που παραπέμπουν στην εθνική του ταυτότητα παραγνωρίζει το γεγονός ότι ο ίδιος ο δημιουργός ως πολύπλευρη και σύνθετη προσωπικότητα είναι η αιτία υπάρξεως τού έργου (και όχι η γενέτειρά του). Ακόμα όμως περισσότερο περιφρονεί αυτή τη σύνθετη προσωπικότητα, η οποία δεν είναι ούτε λογικό ούτε απαραίτητο να αντιμετωπίζεται με ποσοστά εθνικών επιρροών. Οι εθνικές ρίζες τού έργου θα φανούν, αν κατέχουν σημαντικό κομμάτι τού πνευματικού κόσμου τού δημιουργού, χωρίς μάλιστα ο ίδιος να χρειάζεται να το επιδιώξει, αλλά και πάλι θα παραμείνουν διακριτικά παρούσες σαν ένα επί μέρους στοιχείο από τα πολλά τού αφηρημένου οικοδομήματος που αποτελεί το καλλιτεχνικό προϊόν.
Η διεθνής τάση για καλλιτεχνικές ανταλλαγές αρέσκεται σε παρόμοιες εθνικού χαρακτήρα υπογραμμίσεις, διότι έτσι τα καλλιτεχνικά προϊόντα αποκτούν ευκολότερα σαφή ταυτότητα για τη διαδικασία προβολής τους. Αυτός όμως πρέπει να είναι ένας παραπάνω λόγος αντίστασης από μέρους των καλλιτεχνών και των φιλότεχνων, που γνωρίζουν ότι ο καθένας μας φέρει μέσα του τους καλλιτέχνες που έχει επιλέξει και η ταυτότητά τους είναι μέρος τής δικής του. Κι αυτό ασχέτως εθνικότητας. Η τέχνη πρέπει να αναδειχθεί ως ο κατεξοχήν χώρος άνθησης τής ατομικότητας και τού προσωπικού διαλόγου δημιουργού και αποδέκτη.