Πίνω καφέ από χόμπι, και όχι όπως οι πραγματικοί καφεπότες από ανάγκη. Γι αυτό και ανέχομαι μόνον τον καλό καφέ. ΄Ενας πραγματικός καφεπότης ανέχεται και τον μέτριο, ενώ, αν δεν γίνεται αλλιώς, πίνει και τον κακό.

Δεν αγαπώ τούς «μακρείς» καφέδες. Αυτούς που σου επιβάλλουν την πικρή τους γεύση για ώρα. Αυτούς που συνοδεύουν ολημερίς τούς μανιακούς τους φίλους. Όσο για τους «λευκούς», ούτε συζήτηση να γίνεται. Εκτός κι αν τους δεχτούμε σαν τον μόνο τρόπο να καταναλίσκεται καμουφλαρισμένος ο κακός καφές. Προτιμώ τους μικρούς και σύντομους καφέδες, γιατί σου δίνουν την συμπυκνωμένη τους ένταση, σε μαστιγώνουν και σε αφήνουν αμέσως ελεύθερο να τους αποζητήσεις ξανά.

Οι παραπάνω αποκλεισμοί και προσδιορισμοί δεν αφήνουν επομένως περιθώρια παρά για τον εσπρέσσο και τον τούρκικο (ή, αν προτιμάτε, ελληνικό, κυπριακό, βυζαντινό, ή εν γένει ανατολικό). Επειδή ακριβώς είναι μικροί υπογραμμίζουν την ανάγκη ποιότητας, μια και ποσότητα δεν προσφέρουν. Γι αυτό και συνιστά αντινομία η παραγγελία διπλού εσπρέσσο ή τούρκικου. Οι καφέδες αυτοί έχουν τον ρυθμό τους και τους ήχους τους. Συνδυάζονται ο καθένας με τους δικούς του θορύβους. Τις κρυσταλλικές αντηχήσεις τού «ορθάδικου» ιταλικού μπαρ για τον εσπρέσσο, και το κατρακύλισμα των ζαριών τού ταβλιού ή το ρυθμικό κροτάλισμα τού κομπολογιού για τον τούρκικο. Έχουν ο καθένας τον δικό του χρόνο. Η ταχύτητα τού «εσπρέσσο» τον εντάσσει στη ροή τής καθημερινής ζωής. Ο ράθυμος χρόνος τού τούρκικου ταιριάζει με τσιγάρο και παραπέμπει στο περιθώριο τής καθημερινής ζωής. Ο εσπρέσσο καταπίνεται στα όρθια. Ο τούρκικος ρουφιέται, με λοξό συνήθως κάθισμα στην καρέκλα.

Είναι ενδιαφέρον, αλλά και παράξενο, ότι αυτοί οι δύο μικροί καφέδες απαιτούν, περισσότερο από κάθε άλλον, ειδική τεχνογνωσία και πολλές προϋποθέσεις, που χρειάζεται να συμπέσουν για την άριστη παρασκευή τους. Και ανάμεσά τους πάντοτε συγκαταλέγεται και ο αστάθμητος παράγοντας τού «χεριού». Οι απαιτήσεις φαντάζουν ακόμα αυστηρότερες, αν συνειδητοποιήσει κανείς πως οποιαδήποτε απομάκρυνση από το άριστο καθιστά αυτούς τους καφέδες απαράδεκτους. Δεν νοείται μέτριος εσπρέσσο ή τούρκικος. Είτε είναι απολαυστικοί, είτε δεν πίνονται. Οι φίλοι μου διαμαρτύρονται για τους χιλιάδες εσπρέσσο που καθημερινά παραγγέλνω για να τους εγκαταλείψω μετά από μια γουλιά. Εγώ όμως δεν ζητώ πάση θυσία καφέ. Κυνηγάω, με ανικανοποίητο συνήθως πάθος, έναν πράγματι καλόν εσπρέσσο.

Βάσκανη μοίρα θέλησε να ζω σε μια μεταβατική εποχή. Ο καλός τούρκικος σπανίζει. Οι νέοι δεν τον πίνουν και κατά συνέπεια δεν έχουν απαιτήσεις. Έτσι, το κυνήγι τού καλού τούρκικου μακριά από τα σπίτια (και όχι όλα) κατάντησε μάταιο. Ο εσπρέσσο φαίνεται να κυριαρχεί. Χωρίς όμως ακόμα να έχει γεννήσει απαιτήσεις. Δεν δημιούργησε κουλτούρα. Ο ένας φαίνεται να χάθηκε και ο άλλος ρίζωσε άσχημα. Και το χειρότερο είναι πως το παιχνίδι τού καφέ στη χώρα μας το κέρδισε για την ώρα (και αυτό όπως και τόσα άλλα) το εύκολο και κακό γούστο. Δηλαδή ο στιγμιαίος. Η μονότονη ευκολία του (στην παρασκευή και στην κατανάλωσή του) ούτε αποζητά ούτε επιτρέπει απαιτήσεις. Έχει φτιάξει κουλτούρα, μόνο που αυτή δεν είναι άλλη από το νευρικό και ακαλαίσθητο ανακάτεμα με το καλαμάκι, το αισθητικά άχρωμο σωληνωτό ποτήρι, και ο ψεύτικος αφρός.

Ο καφές και οι περιπέτειές του στη χώρα μας θα μπορούσαν τελικά να είναι το δείγμα όλης τής πολιτισμικής μας αμηχανίας. Αφήσαμε κάτι, για να πάμε κάπου. Ακόμα δεν το φτάσαμε. Περιμένοντας επιλέξαμε το χειρότερο. Χάσαμε τον τούρκικο, δεν κερδίσαμε (ακόμη) τον εσπρέσσο και μείναμε με τον στιγμιαίο. Εγώ όμως ελπίζω. Και γι αυτό συνεχίζω να παραγγέλνω, έστω κι αν δεν πίνω πάντα.