fbpx

Γιατί φωτογραφίζω

Από τον Πλάτωνα Ριβέλλη

Οι λέξεις αλήθεια και ψέμα εκ πρώτης όψεως μοιάζουν αυτονόητες. Μόλις όμως επιχειρήσει κανείς να τις αποδώσει με περισσότερα λόγια διαπιστώνει το αντίθετο. Προτού όμως επεκταθώ θα ήθελα να κάνω μια παρένθεση που αφορά γενικότερα την αντιθετική παράθεση λέξεων και τη σύνδεση τους. Όταν νεαρός τελείωσα την Νομική και πήγα στο Παρίσι χωρίς ακριβώς να ξέρω τι θέλω να κάνω, γράφτηκα στο μεταπτυχιακό των πολιτικών επιστημών στη Σορβόννη. Ήταν αμέσως μετά τον Μάη του ’68. Τα πανεπιστήμια σε πλήρη διάλυση. Στο πρώτο μάθημα εμφανίστηκε ένας εξαιρετικά σεβάσμιος, όσο και διάσημος, καθηγητής συνταγματικού δικαίου, ο André Hauriou, ο οποίος μας ανέθεσε να γράψουμε ο καθένας ένα κείμενο με το οποίο να υποστηρίζουμε ένα επιχείρημα έναντι κάποιου άλλου. Παρά το ότι ηλικιακά ανήκα τότε στη γενιά των επαναστατημένων νέων, δεν πίστευα στις επαναστάσεις και έτσι, λίγο προκλητικά, επέλεξα τον τίτλο «Μεταρρύθμιση ή επανάσταση» υποστηρίζοντας την πρώτη. Ο καθηγητής όμως διόρθωσε τον τίτλο λέγοντας μου (κάτι που αγνοούσα πλήρως τότε) ότι όταν υπάρχει ένα αντιθετικό δίπολο, αυτό που υποστηρίζεις πρέπει να μπαίνει δεύτερο (άρα, «Επανάσταση ή μεταρρύθμιση»).

Οι δύο λέξεις όμως της επικεφαλίδας δεν συνιστούν αντίθεση, διότι η μια λέξη είναι μάλλον ο καθρέφτης της άλλης και καμία δεν μπορεί να υπάρξει ή να ορισθεί χωρίς την άλλη. Γι’ αυτό και συνδέονται με ένα «και». 


Ας στραφούμε όμως πρώτα στη σοφία των λεξικών. Το λεξικό Μπαμπινιώτη λέει για την Αλήθεια: «Ό,τι συμφωνεί προς τα γεγονότα, προς την πραγματικότητα, αυτό που όντως συνέβη ή συμβαίνει ή είναι απολύτως βέβαιο ότι θα συμβεί». Και σε παρένθεση προσθέτει: «Χωρίς υποκειμενικές εκτιμήσεις». Όσο για το Ψέμα: «Κάθε τι που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, η παραποίηση ή η απόκρυψη της αλήθειας». 


Τα παραπάνω όμως δεν μας δίνουν τίποτα καθαρό, κανέναν ορισμό. Στην ουσία δεν καταλαβαίνουμε τι θα πει αλήθεια, πέρα από την ήδη εγγεγραμμένη μέσα μας γενική έννοια. Διότι για να την ορίσει αναφέρεται σε πραγματικότητα, σε γεγονότα, σε αυτό που όντως συνέβη ή είναι απολύτως βέβαιο ότι θα συμβεί. Όλα αυτά είναι αρκετά νεφελώδη. Και το ψέμα τελικά τι είναι; Απλώς η μη αλήθεια;

Τα ίδια περίπου λέει και το λεξικό της Οξφόρδης. Τι είναι αλήθεια: «Τα πραγματικά γεγονότα σε σχέση με μία κατάσταση, ένα γεγονός ή ένα πρόσωπο. Ένα γεγονός ή ένα αξίωμα που θεωρείται αληθινό από την πλειοψηφία». Πάλι δε μας βοηθάει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν αναφερόμαστε σε μία αλήθεια θεϊκή, εξ αποκαλύψεως, της οποίας η πηγή και τα όρια είναι προκαθορισμένα. Όσο για το ψέμα, το λεξικό της Οξφόρδης σημειώνει: «Να λες ή να γράφεις κάτι που δεν είναι αλήθεια με σκοπό να εξαπατήσεις κάποιον». Αφού όμως δεν ορίζεται με ακρίβεια η αλήθεια, πώς είναι τόσο σίγουρο τι είναι το ψέμα;


Οι Γάλλοι είναι πάντοτε πιο δαιδαλώδεις, και συχνά πιο αινιγματικοί. Στο πολύ καλό λεξικό τους, το Robert, γράφουν τα εξής πιο μυστηριώδη, σαν να θέλουν να υπογραμμίσουν την πολυπλοκότητα του προβλήματος. Τι είναι αλήθεια: «Αυτό στο οποίο το αντικείμενο πρέπει να δώσει την αποδοχή του (εν συνεχεία μιας σχέσης ταύτισης με το αντικείμενο της σκέψης -μιας εσωτερικής συνοχής της σκέψης). Συνοχής στην οποία αποδίδεται η μέγιστη αξία (σε αντίθεση με το λάθος, την ψευδαίσθηση)». Επιχειρείται εν προκειμένω μια «κυκλωτική» προσπάθεια ορισμού. Δηλαδή, πρέπει να υπάρχει μία σχέση ταύτισης με το αντικείμενο της σκέψης μας. Μια εσωτερική συνοχή της σκέψης. Και αυτή η σκέψη να έχει μεγάλη αξία. Σε αντίθεση με το λάθος (δεν λέει με το ψέμα, λέει με το λάθος) και με την ψευδαίσθηση (illusion). Όσο για το Ψέμα: «Ισχυρισμός συνειδητά αντίθετος προς την αλήθεια, ο οποίος γίνεται με πρόθεση την εξαπάτηση». Το ψέμα, ως φαίνεται, είναι πιο εύκολο να ορισθεί διότι περιέχει την κακοβουλία, δηλαδή ότι σκοπίμως και με στόχο την εξαπάτηση λέμε ένα ψέμα. Εδώ όμως οι Γάλλοι περιπλέκουν τα πράγματα, διότι λένε ότι το λάθος και η ψευδαίσθηση είναι ένα είδος ψέματος, αφού δεν είναι η αλήθεια.


Αναφέρθηκα στους παραπάνω ορισμούς, όχι βέβαια για να καταλήξω υιοθετώντας κάποιον από αυτούς, αλλά για να γίνει φανερό ότι πιο πολύ μετράει η παράθεση των δύο λέξεων (αλήθεια και ψέμα) πάρα αυτό που έχουμε συνηθίσει να κάνουμε στην καθημερινότητα μας φέρνοντας την αλήθεια απέναντι στο ψέμα, όπου η μία λέξη εκμηδενίζει και αναιρεί την άλλη. 

Το πρόβλημα βεβαίως τίθεται από τη στιγμή που, στον δικό μας τουλάχιστον πολιτισμό, δεν υπάρχει ένα δεδομένο και απόλυτο περιεχόμενο για τη λέξη αλήθεια. Ακόμα και οι επιστημονικές αλήθειες είναι γνωστό ότι είναι μετέωρες μέχρι την επόμενη επιστημονική αλήθεια που θα τις ανατρέψει. Αν για τον κόσμο κάποτε η Γη ήταν επίπεδη και όχι στρογγυλή, αυτή ήταν η αλήθεια εκείνης της εποχής. Και το ψέμα ήταν να πεις ότι ήταν στρογγυλή. 


Επειδή όμως ο χώρος που μας απασχολεί εν προκειμένω είναι αυτός της τέχνης, οι παραπάνω όροι αποκτούν διαφορετικό περιεχόμενο. Ένα πράγμα που μου συμβαίνει συχνά είναι να χαρακτηρίζω (επιτιμώντας το) ένα έργο τέχνης ως «ψεύτικο». Και ειδικά στις μέρες μας αυτό μου συμβαίνει συχνά. Το έργο μοιάζει τότε «κατασκευασμένο» και όχι «δημιουργημένο». Και με τη λέξη κατασκευή υπονοείται κάτι μη (καλλιτεχνικά) αληθινό. Όπως όμως η έννοια «αλήθεια» στην επιστήμη υπονοεί κάτι που αποδεικνύεται πειραματικά βάσει των (μέχρι τότε) επιστημονικών δεδομένων και όπως η εξ αποκαλύψεως θρησκευτική αλήθεια βασίζεται στον Λόγο του Θεού, θα πρέπει να αναζητήσουμε και το νόημα της καλλιτεχνικής «αλήθειας».  


Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως δύο είναι οι πηγές που καθορίζουν το περιεχόμενο της αλήθειας στην τέχνη. Η πρώτη έχει να κάνει με την ίδια την τέχνη (γενικώς, αλλά και με την εκάστοτε εξειδικευμένη μορφή της) και η δεύτερη με τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη. Η πρώτη ορίζεται (εν μέρει και οπωσδήποτε με ασαφή όρια) από τον ρόλο που αποδίδουμε στο καλλιτεχνικό γεγονός γενικώς, καθώς και από τη ιδιαίτερη ταυτότητα κάθε επιμέρους καλλιτεχνικού γεγονότος (π.χ. του φωτογραφικού καλλιτεχνικού γεγονότος), όπως αυτό προκύπτει από την ίδια τη φύση του μέσου, αλλά και από το έργο των μεγάλων δημιουργών που προηγήθηκαν.  Η δεύτερη έχει σχέση με την αλήθεια του ίδιου του καλλιτέχνη, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί μέσα από τη ζωή του, τις αξίες του και κυρίως από τη σχέση του με το καλλιτεχνικό γεγονός. Βασικό μέρος της καλλιτεχνικής διαδικασίας συνιστά αυτή η συνεχής άσκηση με στόχο την ειλικρινή αναζήτηση της καλλιτεχνικής και προσωπικής αλήθειας από μέρους του καλλιτέχνη. 


Η δύναμη της τέχνης πηγάζει από την ικανότητά της να παραπέμπει σε μια αλήθεια, η οποία δεν μπορεί να υποστηριχτεί με αντικειμενικά επιχειρήματα, αλλά παρόλα αυτά διεκδικεί το προνόμιο να υπερβαίνει την υποκειμενική κρίση. Πρόκειται για μια αλήθεια η οποία δεν διεκδικεί τη μοναδικότητα, αλλά παρόλα αυτά εμπεριέχει την πεποίθηση μιας ιδιότυπης αντικειμενικότητας. Η ειλικρίνεια του έργου μας παράλληλα με τη βεβαιότητα για  την αξία της τέχνης που θαυμάζουμε προσδίδει στην αλήθεια αυτή δύναμη μεγαλύτερη από κάθε απόλυτη αλήθεια. Η αλήθεια των πινάκων του Piero della Francesca ή των ταινιών του Visconti δεν μπορεί μεν να αποδειχτεί, αλλά εκείνοι που την αρνούνται τοποθετούν τον εαυτό τους (για μας) στην περιοχή του λάθους ή του ψέματος (κατά το ανωτέρω λεξικό). 


Το πνευματικό φορτίο το οποίο με οπλίζει με την αυθάδεια να θεωρώ ότι οι καλλιτέχνες που με συγκινούν (μαζί με τις δικές μου καλλιτεχνικές απόπειρες) συνιστούν μια αλήθεια την οποία όχι μόνο πιστεύω, αλλά και θεωρώ ότι μοιράζομαι με όσους αγαπώ και εκτιμώ, δεν πηγάζει από κάποια ευρυμάθεια που δεν θεωρώ ότι έχω. Πιστεύω όμως ότι οι λίγες γνώσεις που έχω αποκτήσει και οι απόψεις που έχω υιοθετήσει οφείλονται σε μερικούς σποραδικούς και ξαφνικούς έρωτες που οφείλω στη πάντα ερασιτεχνική αλλά ειλικρινή σχέση μου με την τέχνη και τους ανθρώπους. Και όπως δεν μπορείς να κάνεις πάρα πολλές σχέσεις στη ζωή σου, έτσι δεν μπορείς να γνωρίσεις και πάρα πολλούς καλλιτέχνες, ή πάρα πολλούς φιλοσόφους, ή πάρα πολλούς στοχαστές. Για κάποιο λόγο στη διάρκεια της ζωής μου έτυχε να «προσκολληθώ» σε μερικούς καλλιτέχνες, στοχαστές, ή άλλους σημαντικούς ανθρώπους. Τους ερωτεύτηκα. Το έργο τους με διαμόρφωσε. Ίσως μάλιστα το ρήμα «έτυχε» να μην είναι απόλυτα σωστό. Οι τυχαίες συναντήσεις κρύβουν και μια προδιάθεση ή μια συγκεκριμένη αναζήτηση. Δεν αγωνιώ πλέον να γνωρίσω και άλλους. Ας πούμε, ακούω κλασσική μουσική, αλλά δεν ακούω τα πάντα. Ακούω και ξανακούω εκείνους τους συνθέτες που έχω πραγματικά αγαπήσει. Βλέπω και ξαναβλέπω τις ταινίες, τις φωτογραφίες και τους πίνακες που με έχουν συγκινήσει. Και από εδώ και πέρα έχω αποφασίσει ότι η διεύρυνση του ενδιαφέροντος μου μάλλον περιορίζεται στους φωτογράφους-μαθητές μου. 


Πολύ συχνά αντί να διαβάσω έναν νέο και άγνωστο μου συγγραφέα προτιμώ να ξεφυλλίσω και πάλι την Yourcenar , τον Malraux,  τον Proust, τον Lévi-Strauss και είμαι απόλυτα σίγουρος ότι θα πέσω σε κάτι που δεν είχα αρχικά εντοπίσει ή δεν είχα παλαιότερα καταλάβει σε βάθος. Μπορεί κανείς βέβαια να μου πει «μα χάθηκε να γνωρίσεις κάποιον καινούριο;». Όχι βέβαια. Απλώς δεν αντέχουν τα χρόνια της ζωής μας και ο όγκος των πληροφοριών που με πολιορκεί. Θεωρώ τη νέα ψηφιακή τεχνολογία και τον πλούτο του διαδικτύου μεγάλο δώρο. Και πάλι όμως δεν σωρεύω πληροφορίες και νέες απολαύσεις. Ψάχνω προς την κατεύθυνση των πνευματικών απολαύσεων που ήδη με έχουν μαγέψει. 


Οι αναμνηστικές φωτογραφίες που όλοι αγαπήσαμε και αγαπάμε και που αποτέλεσαν για τους περισσότερους από εμάς την πύλη εισόδου στην τέχνη της φωτογραφίας απεικονίζουν ανακρίβειες και ψευδαισθήσεις. Όπως κάθε φωτογραφία δεν είναι παρά ένα απειροελάχιστο δυσδιάστατο κομμάτι μιας πολύ ευρύτερης τρισδιάστατης πραγματικότητας μέσα από ένα μικρό θραύσμα χρόνου στο πλαίσιο μιας ζωής που συνεχίζει να τρέχει. Για μας όμως είναι ένα κομμάτι της αληθινής ζωής μας, ή, ακριβέστερα, της ζωής μας όπως τη μεταφέρει η μνήμη μας. Πώς μπορώ να μην επικαλεστώ και πάλι μια συγκλονιστική παρατήρηση της Marguerite Yourcenar: «Όταν μιλούμε για την αγάπη του παρελθόντος, χρειάζεται προσοχή: για την αγάπη της ζωής πρόκειται. Η ζωή βρίσκεται περισσότερο στο παρελθόν παρά στο παρόν…..Όταν αγαπάμε τη ζωή αγαπάμε το παρελθόν, γιατί είναι το παρόν όπως έχει επιζήσει μέσα στην ανθρώπινη μνήμη». Δεν πρόκειται λοιπόν για μια αλήθεια που απεικονίζεται, αλλά για μια αλήθεια που φέρουμε μέσα μας. Η ίδια η απεικόνιση είναι μια αυταπάτη, μια ψευδαίσθηση, ένα (οιονεί) ψέμα.


Όσο περισσότερο ακριβείς προσπαθούμε να γίνουμε με αυτό που απεικονίζουμε, ή περιγράφουμε, ή αφηγούμαστε, τόσο πιο μακριά από την ουσιαστική αλήθεια βρισκόμαστε. Ο André Malraux προσφυέστατα σημειώνει άλλωστε: «Γνωρίζουμε ότι ο κινηματογράφος, κάθε φορά που θέλει να είναι στην υπηρεσία της αφήγησης, μετατρέπει σε σκλάβους όλα τα όνειρα του κόσμου». Και αυτό διότι δεν αγαπούμε τον κινηματογράφο επειδή μπορεί να μιμηθεί μέσω της αφήγησης κομμάτια από την αληθινή ζωή όπως την ξέρουμε, αλλά επειδή γνωρίζουμε ότι μπορεί να δώσει μορφή στα όνειρα. Όταν απλώς περιγράφει μια αφήγηση, εκτός του ότι αυτή είναι πολύ πενιχρή μπροστά στην πραγματική ζωή, καταλήγει στη διάλυση των ονείρων μας. Τα εξανδραποδίζει. Ο καλλιτέχνης δεν αναπαράγει, ούτε αναπαριστά. Δουλειά του είναι να μεταμορφώνει. Η δυσκολία με τη φωτογραφία ή τον κινηματογράφο είναι ότι χρησιμοποιούν ως εργαλεία την περιγραφή και την αφήγηση, δεν παύουν όμως να έχουν ως στόχο τη μεταμόρφωση. Η οποία επιτυγχάνεται μέσω της ψευδαίσθησης, για να αποκαλύψει μια αλήθεια που δεν μπορεί με άλλο τρόπο να διατυπωθεί. Επομένως το ψέμα υπηρετεί εν προκειμένω την αλήθεια.


Η προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε και να αναλύσουμε ένα έργο τέχνης θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι αναιρεί την ψευδαίσθηση και ακυρώνει την απόλαυση. Εντούτοις, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Επειδή ο πυρήνας του έργου τέχνης παραμένει για πάντα μυστικός και απροσπέλαστος, ακόμα και για τον ίδιο τον καλλιτέχνη, η ψευδαίσθηση δεν κινδυνεύει να απογυμνωθεί. Μετά από κάθε απόπειρα προσέγγισης και ανάλυσης φωτίζεται το σκοτάδι αποκαλύπτοντας ένα νέο σκοτάδι προς εξερεύνηση. Και έτσι συνεχίζεται η περιπετειώδης και αέναη απόλαυση του έργου τέχνης.


Η σχέση της (καλλιτεχνικής) αλήθειας ως στόχου και της ψευδαίσθησης ως μέσου είναι θεμελιώδης για την τέχνη. Το έργο τέχνης δεν είναι ένα κοινωνιολογικό ή ψυχαναλυτικό εργαλείο. Η δημιουργία του είναι (αυτό)σκοπός του καλλιτέχνη. Η επιζητούμενη αλήθεια στοχεύει στη δημιουργία του και όχι στην ερμηνεία του κόσμου ή την κατανόηση του εαυτού μας. Κίνητρο είναι η αγάπη της τέχνης και στην περίπτωση μας το μέσο είναι η φωτογραφία και το πάθος ο φωτογραφημένος κόσμος (και όχι απλώς ο κόσμος). Η αναζήτηση και η αποκάλυψη της αλήθειας και η χρησιμοποίηση του ψεύδους, δηλαδή της ψευδαίσθησης και του ονείρου, προϋποθέτουν τον σεβασμό της αλήθειας της τέχνης και του καλλιτέχνη.

*Τον Οκτώβριο του 2020 ο Πλάτων Ριβέλλης 
έδωσε μια σειρά διαδικτυακών διαλέξεων 
σε συνεργασία με την Ελληνοαμερικανική Ένωση 
με θέμα «Αλήθεια και ψέμα». 
Το κείμενο αυτό συνοψίζει την εισαγωγική ομιλία του.