fbpx

Αρχιτεκτονική αισθητική και πολεοδομικοί κανόνες 

Στη μνημειακή αρχιτεκτονική οι λύσεις και οι κανόνες προκύπτουν κυρίως από μεταφυσικές και συμβολικές αναζητήσεις. Στην πιο πεζή, αλλά καθημερινή, αρχιτεκτονική, όπως είναι αυτή των σπιτιών μας, οι λειτουργικές ανάγκες και οι περιορισμοί που επιβάλλει ο χώρος, το φως και το κλίμα έδιναν από παλιά πρακτικά «σωστές», και κατά συνέπεια ουδέποτε «άσχημες», λύσεις. Τα παλιά σπίτια ήταν ωραία, γιατί ο κτίστης τους ξεκινούσε από μέσα προς τα έξω. Προσπαθούσε δηλαδή να ικανοποιήσει τις λειτουργικές ανάγκες, από τις οποίες προέκυπταν οι εξωτερικοί όγκοι. Και κάθε αλλαγή των κεκτημένων διαστάσεων και όγκων έπρεπε να επιβάλλεται για να δικαιολογείται. Η προσπάθεια να προστεθεί η διάσταση τού «ωραίου», τής καλαισθησίας, είναι αυτή που άρχισε να μας δίνει και τα άσχημα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το ντύσιμο των ανθρώπων. Τα ρούχα τής δουλειάς ουδέποτε είναι άσχημα. Ενώ αντίθετα τα ρούχα τής Κυριακής ή των γάμων αποκαλύπτουν την αμηχανία των ανθρώπων μπροστά στην προσπάθεια να επιλέξουν συνειδητά κάτι «ωραίο». Η ιστορία όμως τής ενδυματολογίας γράφεται μέσα από τα ρούχα τής Κυριακής. Από την προσπάθεια για το «ωραίο».

Μπορεί η ακαλαισθησία στον άνθρωπο να είναι επίκτητο «κουσούρι». Είναι όμως για τον λόγο αυτό στοιχείο πολιτιστικής εξέλιξης. Και στοιχείο που προσδίδει ελευθερία στην ανθρώπινη βούληση, αφού μόνον η συνείδηση τού ακαλαίσθητου, επιτρέπει την ύπαρξη τής καλαισθησίας ως επιλογής. Ο άνθρωπος δεν γεννιέται με τη γνώση τής ασχήμιας. Την αποκτάει σαν στοιχείο πολιτισμού. Αν θέλουμε το «ωραίο», πρέπει να ανεχθούμε και το άσχημο.

Το Ελληνικό Δημόσιο δεν μπορεί φυσικά να αντιληφθεί τη σημασία αυτής τής ελευθερίας και (πιθανόν πιστεύοντας ότι πράττει σωστά) συγχέει τους περιορισμούς που επιβάλλονται για τον σεβασμό και την ασφάλεια των τρίτων και τού συνόλου με εκείνους που αγγίζουν την αισθητική ελευθερία των ανθρώπων. Ο άνθρωπος έχει δικαίωμα στην ασχήμια γιατί επιδιώκει την ομορφιά. Για τον λόγο αυτόν είναι παρανοϊκοί και οξύμωροι όλοι οι πολεοδομικοί περιορισμοί, που θεσπίστηκαν με στόχο την αισθητική καθοδήγηση τού ελληνικού αρχιτεκτονικού τοπίου και των ελλήνων αρχιτεκτόνων με βάση μια δήθεν κοινή αισθητική αντίληψη (που δεν υπάρχει) και μια αρχιτεκτονική παράδοση (που πρέπει να βρίσκεται σε εξέλιξη).

Μήπως τα σπίτια που εδώ και χρόνια βασίστηκαν σ’ αυτούς τους κανόνες είναι ομορφότερα; Μήπως η επιτροπή που ελέγχει το αρχιτεκτονικό αποτέλεσμα από αισθητικής πλευράς αποτελείται κατ’ ανάγκην από καλύτερους αρχιτέκτονες από αυτούς που τα έφτιαξαν; Μήπως όλες οι τερατώδεις ασχήμιες που στολίζουν τα νησιά, την ύπαιθρο και τις πόλεις δεν είναι σύμφωνες με τις επιταγές όλων των επιτροπών; Γιατί να μην αφεθεί ελεύθερος ο κόσμος (με ελάχιστους πρακτικούς περιορισμούς για προφύλαξη των γειτόνων) να κτίζει και να βάφει όπως θέλει το σπίτι του; Πόσο πιο άσχημα θα γίνονταν τα σπίτια; Στο κάτω-κάτω η αισθητική επιλογή πρέπει να είναι αποκλειστικής αρμοδιότητας αυτού που θα ζήσει το σπίτι και αυτού που θα το σχεδιάσει, ο οποίος αποτελεί και πάλι επιλογή τού πρώτου. Αλλά ακόμα και αυτοί οι δύσμοιροι αρχιτέκτονες θα έπρεπε να αφεθούν πιο ελεύθεροι στο σχεδιασμό τής ακαλαισθησίας, διότι μόνον έτσι μπορεί να ξεπηδήσει ανάμεσά τους ο ένας τολμηρός και ευφάνταστος, που θα φέρει κάτι νέο, ενδιαφέρον και ωραίο. Ίσως η ελευθερία να ανέπτυσσε σιγά, πολύ σιγά, μια συνειδητοποίηση προσωπικής επιλογής και ευθύνης. Ίσως η ελευθερία να άνοιγε την πόρτα για ένα νέο ύφος, προσαρμοσμένο σε νέες ανάγκες. Και στο κάτω-κάτω θα ξέραμε ότι η ακαλαισθησία που μας περιβάλλει είναι τουλάχιστον προϊόν προσωπικών επιλογών και όχι αποτέλεσμα συμμόρφωσης σε πολεοδομικούς περιορισμούς.