fbpx

Τέχνη και Παραμύθια

19-9-1994

Κάθε πρωί, από τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη, οι τρεις Μάγοι, προχωρούσαν λίγα εκατοστά στο στενό μονοπάτι από χαλίκια, που είχαμε μαζέψει στη θάλασσα.

Ο πατέρας μου πριν φύγει για την δουλειά του, αναλάμβανε, κάτω από τη γεμάτη θαυμασμό επίβλεψή μου, την προώθηση αυτή με στόχο την άφιξη των Μάγων στη φάτνη την 25η ημέρα των Χριστουγέννων.

Ο πρώτος μάλιστα Μάγος ήταν γονατιστός σε όλη αυτή την πορεία αφού είχε σχεδιαστεί για να προσκυνάει τη φάτνη, χωρίς αυτό να μου προξενεί την παραμικρή απορία, μια και έτσι τον είχα πρωτοδεί. Παράλληλα, ελέγχαμε την ανάπτυξη της φακής, που είχαμε φυτέψει σε στενόμακρα γυάλινα βάζα για να αποτελέσει τη βλάστηση της Βηθλεέμ. Αυτή η ετησίως επαναλαμβανόμενη τελετουργία πάνω σε μια χαμηλή βιβλιοθήκη του σπιτικού προθάλαμου στάθηκε μύησή μου στη βίωση του παραλόγου. Δεν ήταν το φανταστικό παραμύθι που σαν όνειρο αναπολούμε και χρωματίζουμε αλλά το υπαρκτό ψεύδος. Η πίστη στο λογικώς ανύπαρκτο και η ένταξή του στη διαδικασία της ζωής.

Δεν είμαι σίγουρος ότι ο πατέρας μου κατάλαβε ποτέ πόσο σημαντικό ήταν για μένα, γι’ αυτόν, για τον κόσμο, πως οι Μάγοι έπρεπε κάθε πρωί να προχωρήσουν λίγο, εκεί, ανάμεσα στον πρωινό καφέ και στη δουλειά, στο γραφείο. Και όμως κάθε χρόνο το επαναλαμβάναμε. Ίσως στα πρώτα χρόνια παίζοντας, μετά από συνήθεια, σαν κάτι φυσικό και απαραίτητο. Κι ύστερα σταματήσαμε. Και το παραμύθι έφυγε από την καθημερινότητα. Το παράλογο παραμερίστηκε ως άχρηστο. Η τυπολογική τελετουργία έμεινε, αν έμεινε, για πράγματα πιο καθιερωμένα και πιο αποδεκτά. Αναρωτήθηκα συχνά πώς θα ξαναφέρω, πώς θα ξαναφέρουμε, το παραμύθι, το παράλογο και το τελετουργικό στην καθημερινότητά μας. Όχι σαν εξαίρεση, ούτε σαν διέξοδο, αλλά σαν φυσικό και αναγκαίο κομμάτι της ζωής.

Σαν συμβολική αναγνώριση όλων εκείνων που διαισθανόμαστε χωρίς να καταλαβαίνουμε. Σαν το καθημερινό πρωινό φιλί ή την καληνύχτα πριν από τον ύπνο.

Ίσως η Τέχνη να είναι αυτή που με αποδεκτή σοβαρότητα μας συνδέει με την άλλη πλευρά ΄της λογικής – με το παράλογο – με την άλλη πλευρά του ορατού – με το αόρατο, με την άλλη πλευρά του χρηστικού – με την τελετουργική και ατέρμονα επανάληψη μιας διαδικασίας.

Ίσως η Τέχνη να είναι η συνέχεια του παραμυθιού και να την αντιμετωπίζουμε γι αυτό με τη σοβαρότητα και την ανάγκη που είχαμε αντιμετωπίσει και εκείνο στα παιδικά μας χρόνια.

Ίσως γι’ αυτό η Τέχνη δεν είναι ούτε τέρψη ούτε μόρφωση ούτε γνώση ούτε ερμηνευτικό εργαλείο, παρά μόνον ένας (και πιθανόν όχι ο μοναδικός) τρόπος να συντηρούμε στη ζωή μας την αθέατη πλευρά των πραγμάτων, στην οποία προς στιγμήν πάψαμε να πιστεύουμε, όταν εγκαταλείψαμε το παιδικό μας δωμάτιο.