fbpx

To γιατί και το γατί

17-1-96

Στον έρημο καθεδρικό ναό του Τορίνου, μπροστά στο παρεκκλήσιο όπου φυλάσσεται το σάββανο τού Χριστού, με το βασανισμένο αποτύπωμα τού σώματός Του, δύο καλόγριες συζητούν. Η πιο ηλικιωμένη εξηγεί στην νεώτερη το επιστημονικό φαινόμενο αυτής τής αποτύπωσης. Παραδίπλα ένας νέος άντρας γονατιστός κλαίει σιωπηλά.

Μού έχει έρθει συχνά στο μυαλό η σκηνή αυτή, οσάκις βρέθηκα αντιμέτωπος με κοινό ή μαθητές και κάποιος από το ακροατήριο, μπροστά σε μια φωτογραφία που υποστήριζα ως καλή, ξεφώνησε το αναπόφευκτο “γιατ;”, ως έκφραση μάλλον δυσφορίας παρά περιέργειας, για την μυστηριώδη και ανεξήγητη λειτουργία τού έργου τέχνης. Εξίσου ανεξήγητQης με αυτήν τής πίστης.

Η φωτογραφία προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη δυσφορία από τις άλλες τέχνες, μια και η αληθοφανής πραγματικότητα που απεικονίζει απέχει ακόμα περισσότερο από το ανεξήγητο, ενώ ταυτόχρονα δίνει ευκαιρία στους μανιακούς τής κριτικής να την ανατάμουν, να την ερμηνεύσουν και εν τέλει να την κατασπαράξουν. Ανήμποροι και ταυτόχρονα υπερφίαλοι θεατές τής εικόνας αντλούν όσα η επιφάνεια τής φωτογραφίας τούς προσφέρει, και αντί να εννοήσουν οτι αυτά αποτελούν μιαν είσοδο για μιαν απόλαυση, τα εκλαμβάνουν ως τελικό περιεχόμενο και προτιμούν την ανάλυση από την απόλαυση. Επικαλούναται για βοήθειά τους σύμβολα, παραπομπές και αναφορές και κάθε λογής νοητικά δεκανίκια, έτσι ώστε να καθησυχάσουν τις αμφιβολίες τους και να χαϊδέψουν το ακροατήριό τους, μια και η αποδοχή τού ανεξήγητου εκφεύγει των ιδεοληψιών τους.

Η φωτογραφία όμως, όπως και όλη η τέχνη, τούς εμπαίζει με την φανερή ανατροπή των εικονιζομένων. Ο θάνατος δεν εικονίζεται στη φωτογραφία, έτσι ώστε να είναι δυνατή η αναφορά σε αυτόν και η εντεύθεν ερμηνεία. Η ίδια η φωτογραφία γίνεται θάνατος. Η φωτογραφία, όπως και κάθε τέχνη, δεν συγκινεί παραπέμποντας στην πραγματικότητα. Η ίδια η φωτογραφία γεννάει τη συγκίνηση.

Ο φωτογράφος, και κάθε καλλιτέχνης, εκφέρει λόγο ποιητικό, που δεν αποδεικνύει, αλλά υπαινίσσεται. Η δια τού λόγου προσέγγιση τής τέχνης δεν μπορεί να αγνοεί οτι η τέχνη ξεκινάει εκεί όπου ο λόγος τελειώνει. Γι αυτό και είναι αναγκαία η περιπλάνηση τού τελευταίου στην περιοχή τής αφαίρεσης, εκεί όπου οι ερμηνείες αναιρούνται.

Οι δύσμοιρες καλόγριες επιχειρούσαν την προσέγγιση τής πίστης από λάθος είσοδο. Εκλαμβάνοντας μάλιστα αυτήν ως δεδομένη απέκλειαν την έσχατη απόλαυση τής αμφιβολίας. Ο συντετριμμένος άντρας στο πλάϊ τους άφηνε το ανεξήγητο να τον αγγίξει και επέτρεπε στην αμφιβολία του να τον συνθλίψει, οδηγούμενος έτσι πιο κοντά σ’ αυτό που αδυνατούσε, ή δεν ενδιαφερόταν, να ερμηνεύσει.

Ισως μια τελείως διαφορετική, πιο ζεν, προσέγγιση τής τέχνης, θα προέβαλε καλύτερα την αυτόνομη ύπαρξη και λειτουργία της. Κάτι σαν την αθυρόστομη απάντηση ενός φίλου μου, που συμμετείχε ως ακροατής σε μια προ δεκαετίας ομιλία μου και που από το βάθος τής αίθουσας, απαντώντας σε φιλομαθή έφηβο που υπέβαλε και πάλι το τρομερό “γιατί;” ανέκραξε το θρυλικό έκτοτε “γιατί κλάνει το γατί”.