fbpx

Η πολιτιστική πολιτική και η φωτογραφία

Το Κράτος ήταν και είναι αμήχανο απέναντι στις τέχνες. Η ύπαρξη ενός Υπουργείου Πολιτισμού όχι μόνον δεν ξεκαθαρίζει τη στάση του, αλλά περιπλέκει ακόμα περισσότερο τη σχέση του μαζί τους. Στο κάτω-κάτω είτε ο Πολιτισμός περικλείει όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες είτε περιορίζεται στις τέχνες. Η προσθήκη στο υπουργείο αυτό και τού αθλητισμού είναι μια χαρακτηριστική λεπτομέρεια τής σύγχυσης. Έτσι κι αλλιώς όμως το πιο σημαντικό και γενικό κομμάτι τού Πολιτισμού, αυτό τής Παιδείας, ανήκει σε άλλο υπουργείο. Μήπως λοιπόν το Υπουργείο Πολιτισμού είναι ένας πλεονασμός; Το ερώτημα θα μείνει αναγκαστικά χωρίς απάντηση. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι στη Γαλλία, από όπου μάλλον προήλθε ο θεσμός, όταν προς τιμήν τού χαρισματικού André Malraux είδε το φως ένα τέτοιο υπουργείο, ονομάζεται υπουργείο Κουλτούρας και όχι Πολιτισμού (Culture και όχι Civilisation). Ένα συναφές ερώτημα είναι αν ο εκάστοτε Υπουργός Πολιτισμού πρέπει να έχει σχέση με τις Τέχνες ή πρέπει να είναι ένας ευφυής τεχνοκράτης. Η γνώμη των περισσότερων δημιουργών και λειτουργών τής Τέχνης είναι πως αν η σχέση του με την τέχνη δεν είναι σε επίπεδο Malraux (αν και τότε πολλές αντιρρήσεις είχαν εγερθεί) είναι κατά πολύ προτιμότερο να είναι ένας ευφυής τεχνοκράτης πολιτικός. Με τον όρο ευφυής εννοούμε έναν πολιτικό που ξέρει να ακούει και έχει τον κοινό νου να αντιλαμβάνεται πως ο λαός δεν εκλέγει τους πολιτικούς και ακόμα ειδικότερα τους Υπουργούς Πολιτισμού με βάση τις προσωπικές τους πεποιθήσεις και προτιμήσεις περί τέχνης.

Το Κράτος όμως δεν τολμάει να κάνει τις τέχνες αναπόσπαστο και απαραίτητο κομμάτι τής γενικής λαϊκής εκπαίδευσης. Οι μαθητές δεν έχουν την υποχρέωση και τη δυνατότητα μαζί με τη εκμάθηση τής γλώσσα τους και των θετικών επιστημών να γνωρίσουν και το καλλιτεχνικό γεγονός. Οι ξένες γλώσσες μπήκαν στο πρόγραμμα, αλλά η πολύ πιο διεθνής καλλιτεχνική γλώσσα δεν έχει ακόμα μπει. Ο λόγος πιθανόν να είναι η χρησιμοθηρική κατεύθυνση τής παιδείας. Η τέχνη είναι εκ προοιμίου άχρηστη. Άρα περιττή και η εξοικείωση μαζί της. Ανάλογους δισταγμούς και αμφιβολίες διατηρεί το Κράτος όταν έρχεται να διαχειριστεί την εξουσία του πάνω στις Τέχνες. Τι πρέπει να κάνει με τις τέχνες; Μπορεί άραγε να κατευθύνει την καλλιτεχνική παραγωγή; Και είναι αυτός ο ρόλος του; Και τι άραγε προέχει; Η προβολή τής χώρας και κάποιων μηνυμάτων, ή η καλλιέργεια των τεχνών και η ενίσχυση των καλλιτεχνών; Έχω την αίσθηση ότι σε αυτά τα ερωτήματα το Κράτος δεν έχει ακόμα απαντήσει. Και γι αυτό η παρουσία του στον καλλιτεχνικό χώρο δεν είναι καθοριστική.

Ένας έλληνας πολιτικός είχε πει, ή τουλάχιστον τα λόγια του είχαν έτσι μεταδοθεί, ότι ο πολιτισμός (και μάλλον εννοούσε τις τέχνες) δεν χρειάζεται λεφτά. Είναι γεγονός ότι υπάρχουν πολύ πιο σημαντικοί τομείς στους οποίους η Πολιτεία πρέπει να ρίξει το βάρος της, όπως λόγου χάριν η Υγεία και η Παιδεία. Και είναι επίσης γεγονός ότι ένας καλλιτέχνης θα βρει τον τρόπο να εκφραστεί, αν το έχει πραγματική ανάγκη. Δεν μπορεί όμως να παραβλέψουμε τη διαπίστωση ότι όποτε είχαμε μιαν οικονομικά εύρωστη (και πολιτικά ισχυρή) Πολιτεία, τότε είχαμε και μεγαλύτερη ανάπτυξη τεχνών. Που σημαίνει ότι η ροή των χρημάτων προς την Τέχνη, όχι αναγκαστικά μέσω τού Κράτους, αλλά κυρίως μέσω των ιδιωτών, ενίσχυε τις τέχνες. Κατά τον περασμένο αιώνα το Παρίσι, το Βερολίνο, η Νέα Υόρκη εναλλάχτηκαν σε αυτή την προνομιούχο θέση. Όπως παλαιότερα η Αθήνα, η Ρώμη, το Βυζάντιο, η Βενετία έπαιξαν τον ίδιο ρόλο. Σήμερα στη χώρα μας το χρήμα ρέει πιο άφθονο από ποτέ. Οι ιδιώτες έχουν περισσότερα και το Κράτος έχει περισσότερα. Η πρώτη όμως διαπίστωση είναι ότι η οικονομική ευρωστία μιας κοινωνίας στις μέρες μας δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην και άνθηση των τεχνών. Η ευμάρεια δεν συνδυάζεται πλέον και με τη διάδοση των τεχνών. Οι σύγχρονοι Έλληνες, ή οι σύγχρονοι Κύπριοι, για να θυμηθούμε και τους αιφνιδίως ευημερούντες αδελφούς μας, δεν αύξησαν μαζί με τα έσοδά τους και την δίψα τους για την καλλιτεχνική έκφραση και απόλαυση. Και αν σποραδικά εκδηλώνεται κάτι τέτοιο, έχει μάλλον τη βάση του σε μια κοινωνική αναβάθμιση που φαίνεται να προσφέρει η Τέχνη, παρά σε μια πραγματική ανάγκη και χαρά.

Εδώ πιστεύω ότι βρίσκεται και η πρώτη ευθύνη τής Πολιτείας. Οφείλει να καλύψει αυτό το κενό τής Παιδείας. Δεν γνωρίζω αν αυτό πρέπει να γίνει μέσα από τους μηχανισμούς τού Υπουργείου Παιδείας ή εκείνους τού Πολιτισμού ή με συνδυασμό των δύο, πάντως η δημιουργία ενός καλλιεργημένου κοινού και η ευαισθητοποίηση των πολιτών απέναντι στην αξία και τη σημασία τής καλλιτεχνικής δημιουργίας θα έπρεπε να είναι στόχος πρώτης προτεραιότητας. Το βασικό όμως πρόβλημα είναι πως αυτός ο στόχος δεν φέρνει άμεσα αποτελέσματα και κατά συνέπεια δεν είναι πολιτικά αξιοποιήσιμος.

Ένα παράλληλο και σχετικό πρόβλημα είναι η γενικότερη σύγχυση ανάμεσα στην εμπορική παραγωγή και στην αμιγώς καλλιτεχνική δημιουργία. Όλες οι καλλιτεχνικές εκφράσεις, όλες οι τέχνες, έχουν και την εμπορική τους αδελφή. Αυτή δηλαδή που χρησιμοποιεί το ίδιο προσωπείο με τελικό όμως στόχο να θωπεύσει και να κερδίσει ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό. Η σύγχυση ανάμεσα στην εμπορική και στην καλλιτεχνική παραγωγή είναι πολύ πιο έντονη στην περίπτωση τού κινηματογράφου, τού θεάτρου ή τής φωτογραφίας και πολύ πιο σπάνια (ή πιο υπόγεια) στην περίπτωση τής ποίησης ή τής ζωγραφικής. Η εμπορικότητα βέβαια δεν είναι αναγκαστικά κάτι κακό. Μπορεί μάλιστα να τέρψει με ποιότητα. Δεν είναι όμως κάτι που έχει ανάγκη την ενίσχυση τής Πολιτείας, αφού απευθύνεται στη δεδομένη γενική παιδεία τού κοινού και συντηρείται από αυτήν. Η Πολιτεία πρέπει να καλύψει και πάλι το κενό τής ειδικής καλλιτεχνικής παιδείας και εξοικείωσης τού πολίτη με τις τέχνες και να παίξει τον ρόλο τού φωτισμένου (συλλογικού) άρχοντα.

Μια άλλη παράμετρος τής σχέσης Πολιτείας και Τέχνης είναι ο κατεξοχήν ιδιωτικός χαρακτήρας τής τελευταίας. Η έννοια κρατική τέχνη είναι εξ ορισμού παράλογη. Η Πολιτεία δεν παράγει τέχνη, ούτε πρέπει, ούτε μπορεί. Οι ιδιώτες παράγουν και η Πολιτεία βοηθά. Η μόνη της δυνατότητα και υποχρέωση είναι να δημιουργεί εκείνες τις προϋποθέσεις που θα διευκολύνουν την ιδιωτική καλλιτεχνική παραγωγή. Πώς όμως μπορεί να γίνει αυτό; Πρώτον, όπως ήδη ελέχθη, με την άμεση και έμμεση καλλιέργεια τού κοινού και δεύτερον με την ηθική και υλική ενίσχυση των καλλιτεχνών, όταν αυτό είναι εφικτό. Ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να περιμένει να σιτίζεται στο πρυτανείο. Όταν όμως διαπιστώνει ότι υπερβολικά πολύ χρήμα, ελληνικό ή κοινοτικό, σπαταλιέται στις μέρες μας με το πρόσχημα τής Τέχνης, έχει το δικαίωμα να αγανακτεί και να διεκδικεί.

Όλα τα παραπάνω ισχύουν για όλες τις τέχνες και προφανώς και για τη φωτογραφία. Εκείνο που κάνει την τελευταία πιο ιδιόμορφη είναι το γεγονός πως οι περισσότεροι ιδιωτικοί ή δημόσιοι παράγοντες και λειτουργοί περισσότερο σύρθηκαν προς τη φωτογραφία παρά πείστηκαν για την καλλιτεχνική της ιδιότητα. Και η σύγχυση ανάμεσα στην εφαρμοσμένη ή εμπορική της πλευρά και στην καθαρά καλλιτεχνική της διάσταση είναι ακόμα εντονότερη και πιο σκοτεινή από όσο στους άλλους καλλιτεχνικούς χώρους. Αλλά και η ίδια η καλλιτεχνική της φύση, για την οποία αιφνιδίως όλοι συμφώνησαν χωρίς να την καταλαβαίνουν, είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Όσο επικίνδυνο είναι να εισβάλει η εμπορική φωτογραφία τής διαφήμισης και τού ρεπορτάζ στον χώρο τής τέχνης, άλλο τόσο είναι να ταυτιστεί η καλλιτεχνική φωτογραφία με τον εικαστικό χώρο.

Μια εποχή πριν από μερικά χρόνια επικράτησε στη διαμόρφωση τής πολιτιστικής πολιτικής τής χώρας μας μια αντίληψη κρατισμού στην τέχνη. Προτάθηκε η δημιουργία σειράς θεσμών που θα απορροφούσαν πολλή ενέργεια και άφθονο χρήμα σε υποδομές και λειτουργικά έξοδα υποβαθμίζοντας την ατομικότητα τής δημιουργίας και των καλλιτεχνών. Ευτυχώς η τάση για ιδιωτικοποίηση ακόμα και κρατικών επιχειρήσεων έβαλε φρένο σ’ αυτές τις φιλοδοξίες και η εποχή αυτή μας κληροδότησε μόνον δύο θεσμούς, που μια και υπάρχουν πρέπει να τους λειτουργήσουμε, οι οποίοι όμως δεν πείθουν με την ύπαρξή τους.

Το δίκτυο πόλεων άφησε πίσω του ένα Φωτογραφικό Κέντρο στη Σκόπελο, που όλοι οι ασχολούμενοι με τη φωτογραφία το υποστηρίζουν μόνον επειδή υπάρχει. Ο τελευταίος διευθυντής του έκανε και κάνει το καλύτερο δυνατό για να κρατήσει ζωντανό αυτό που αρχικά δεν είχε λόγο να γεννηθεί. Γιατί άραγε σε ένα απομακρυσμένο νησί, από τα δυσκολότερα στην πρόσβαση, όπου δεν υπήρχε τοπική υποδομή ή ενδιαφέρον, και χωρίς ίχνος προηγούμενης ιδιωτικής πρωτοβουλίας θα έπρεπε να «φυτευτεί» ένα Κέντρο Φωτογραφίας; Οι ελάχιστες πετυχημένες αντίστοιχες απόπειρες στηρίχτηκαν σε προηγούμενη παρουσία αφοσιωμένων ιδιωτών, όπως το Κέντρο Χορού στην Καλαμάτα με την Βίκυ Μαραγκοπούλου, η οποία ήδη από χρόνια διηύθυνε σχολή μπαλέτου στην ίδια πόλη. Στο μεταξύ το Κέντρο Σκοπέλου απορροφά σημαντικά κατ’ έτος ποσά, στην ουσία για να κάνει μια σημαντική παραγωγή έκθεσης ανά διετία και να τη διακινεί το υπόλοιπο διάστημα ανά την Ελλάδα. Οι άοκνες προσπάθειες τού διευθυντή του δεν είναι ικανές να δώσουν πνοή σε μια μάλλον θνησιγενή ιδέα.

Ο δεύτερος κρατικός θεσμός είναι το Μουσείο Φωτογραφίας στη Θεσσαλονίκη. Άλλος ένας θεσμός που απορροφά ορισμένα κρατικά κονδύλια, για να μην κάνει τίποτα. Τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Η μοναδική προσφορά τού Μουσείου είναι και ήταν η ετήσια οργάνωση σειράς εκθέσεων στη Θεσσαλονίκη με τον τίτλο «Φωτογραφική Συγκυρία», οργάνωση που είχε εμπνευστεί και «στήσει» ο Θεσσαλονικιός Άρις Γεωργίου, ένας δραστήριος ιδιώτης, που δεν είχε ανάγκη την ύπαρξη τού Μουσείου για να συνεχίσει. Η ίδρυση ενός ενιαίου Μουσείου φωτογραφίας δεν φαίνεται να προτιμάται διεθνώς. Η πολυπλοκότητα και πολυεδρικότητα τής φωτογραφίας δεν «χωράει» σε ένα και μόνον μουσείο, την ώρα μάλιστα που και τα μουσεία ζωγραφικής τεμαχίζονται σε χρονικές περιόδους. Να σημειωθεί ότι ολόκληρες οι Ηνωμένες Πολιτείες, χώρα πρωτοπόρος στη φωτογραφία, δεν έχουν μουσείο φωτογραφίας, αλλά το κάθε μουσείο έχει και φωτογραφικό τμήμα, με διασημότερο βέβαια αυτό τής ΜΟΜΑ (Museum of Modern Art) τής Νέας Υόρκης. Το ίδιο συμβαίνει και στη Μεγάλη Βρετανία και σε άλλες χώρες.

Η τύχη τού Μουσείου Φωτογραφίας όπως και το περιεχόμενο των δραστηριοτήτων του παραμένουν ένα μυστήριο και ας ευχηθούμε να βρει το ταχύτερο τον δρόμο του και την κατεύθυνσή του. Στο μεταξύ θα έπρεπε να ενισχυθεί η πρωτοβουλία κάθε Μουσείου να στηρίξει ένα Φωτογραφικό Τμήμα (και δεν αναφέρομαι απλώς σε ένα αρχείο). Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Αθήνα, το ΕΛΙΑ, η Εθνική Πινακοθήκη, το ΄Ιδρυμα Γουλανδρή τής Άνδρου (που πιθανόν να εγκατασταθεί και στην Αθήνα) και πάνω από όλα το Μουσείο Μπενάκη πρέπει και μπορούν να έχουν ένα Τμήμα Φωτογραφίας. Αυτό θα διαφοροποιήσει τις Συλλογές, θα κινητοποιήσει τους επιμελητές και θα ενισχύσει τον υγιή ανταγωνισμό. Όλα αυτά τα Μουσεία θα έπρεπε να διαθέτουν και έναν μικρό ή μεγάλο χώρο για φωτογραφικές εκθέσεις, που καλό θα ήταν να συνδυάζονται πάντοτε με έκδοση και διαλέξεις γύρω από τα εκθέματα. Η φωτογραφία δεν είναι κάτι δεδομένο και αναλλοίωτο, αλλά κάτι που διαρκώς μεταβάλλεται και διαμορφώνει νέα ταυτότητα. Η προσωπικότητα των διαφόρων επιμελητών και η πολιτική κάθε μουσείου θα τονώσει και θα εκμεταλλευτεί τη ζωντάνια της σαν νέου και σύγχρονου καλλιτεχνικού μέσου. Το μόνο από τα ελληνικά μουσεία που δικαιούται να ισχυρίζεται πως διαθέτει ήδη οργανωμένο και αξιόλογο τμήμα φωτογραφίας είναι το Μουσείο Μπενάκη, τού οποίου η δραστηριότητα γύρω από τη συντήρηση και τη διάδοση τής φωτογραφίας, και όχι μόνον τής παλιάς αλλά και τής σύγχρονης, είναι ιδιαίτερα σημαντική.

Σε επίπεδο ιδιωτικής πρωτοβουλίας και οργανισμών υπάρχουν στην Αθήνα: α) Η «Ελληνική Φωτογραφική Εταιρεία», ο παλαιότερος μη κερδοσκοπικός φωτογραφικός φορέας που προσπαθεί τελευταία να απαλλαγεί από τις συντηρητικές του αγκυλώσεις, με άγνωστα όμως για την ώρα αποτελέσματα. β) Το «Φωτογραφικό Κέντρο Αθηνών», το οποίο ασχολείται με πολύ μεθοδικότητα και φροντίδα με την παραγωγή εκθέσεων στον δικό του χώρο τής οδού Σίνα και γύρω από το οποίο κινούνται πολλοί αξιόλογοι φωτογράφοι. γ) Το «Ελληνικό Κέντρο Φωτογραφίας», το οποίο ασχολείται αποκλειστικά με την διοργάνωση κάθε Σεπτέμβριο σειράς εκθέσεων με τον τίτλο «Διεθνής Μήνας Φωτογραφίας». Και δ) ο «Φωτογραφικός Κύκλος», γνωστός και σαν «Φωτοχώρος», ο οποίος ασχολείται με τη διοργάνωση εκθέσεων, αλλά κυρίως με την παράδοση καλλιτεχνικών σεμιναρίων και με την έκδοση φωτογραφικών βιβλίων. Και μια και πιο πάνω αναφέρθηκε η ανάγκη στήριξης των θεσμών από συγκεκριμένα πρόσωπα αξίζει να αναφέρουμε ποιοι κυρίως εκφράζουν και στηρίζουν τους παραπάνω φορείς. Για μεν τον «Φωτογραφικό Κύκλο» ο υπογράφων το παρόν άρθρο, για το «Ελληνικό Κέντρο Φωτογραφίας» ο Σταύρος Μωρεσόπουλος, για το «Φωτογραφικό Κέντρο Αθηνών» οι Νίκος Παναγιωτόπουλος και Κωστής Αντωνιάδης, ενώ η «Φωτογραφική Εταιρεία» προεδρεύεται μεν από τον Γρηγόρη Βλασσά αλλά παρουσιάζεται πολύ περισσότερο σαν όργανο με συλλογική ηγεσία και καθοδήγηση.

Στη Θεσσαλονίκη η κυριότερη παρουσία ήταν αυτή τής «Φωτογραφικής Συγκυρίας» και τού εμπνευστή της Άρι Γεωργίου. Η «Συγκυρία» εντάχθηκε στο Μουσείο Φωτογραφίας, τη διεύθυνση τού οποίου διατήρησε επί τετραετία ο Άρις Γεωργίου. Οι κατευθύνσεις που θα δώσει ο νέος διευθυντής του Κωστής Αντωνιάδης δεν είναι ακόμα γνωστές. Το «Φωτογραφικό Κέντρο Θεσσαλονίκης» παρουσιάζει τελευταία σημαντική πρωτοβουλία σε διοργάνωση εκθέσεων με έμφαση στη Βαλκανική, κάτω από την καθοδήγηση τού Βασίλη Καρκατσέλη, ενώ η συμπαθέστατη και πολυμελής ομάδα «΄Οψεις» στη Σταυρούπολη με απολύτως συλλογική ηγεσία και καθοδήγηση δεν περιορίζεται στη διοργάνωση εκθέσεων, αλλά και φροντίζει να διατηρεί το ενδιαφέρον και την καλλιτεχνική παραγωγικότητα αρκετών νέων φωτογράφων.

Πέραν των δύο μεγάλων πόλεων υπάρχουν σε πολλές ελληνικές πόλεις μικρές ομάδες, οι οποίες ανάλογα και με την πιθανή παρουσία ενός πιο δραστήριου και ικανού εμπνευστή κινούνται με μικρά βήματα, παράγοντας εκθέσεις και μια μάλλον ισχνή φωτογραφική δημιουργία. Τέτοιες ομάδες διαθέτει η Ρόδος, το Ηράκλειο, η Ζάκυνθος, η Φλώρινα, η Μυτιλήνη, αλλά και πολλές άλλες πόλεις. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην καθώς φαίνεται αξιόλογη προσπάθεια τού Γιάννη Σταθάτου να πραγματοποιήσει κάθε χρόνο στα Κύθηρα μια ολιγοήμερη συνάντηση με θέμα την Ελληνική Φωτογραφία γενικότερα, στη διάρκεια τής οποίας θα γίνονται ανακοινώσεις και διαλέξεις.

Μια πολιτική για τη Φωτογραφία, όπως και για κάθε τέχνη άλλωστε, δεν μπορεί να διαμορφωθεί από τη μια μέρα στην άλλη, ούτε πρέπει με οποιοδήποτε τρόπο να οριστικοποιηθεί με αμετάβλητα χαρακτηριστικά. Αυτό που κατά τη γνώμη μου προέχει είναι αφενός να δείχνει το Υπουργείο Πολιτισμού εμπιστοσύνη σε εκείνους τους ιδιώτες που έχουν τον ενθουσιασμό να παράγουν έργο ασχέτως τής παρεμβολής τού Κράτους και των επιδοτήσεών του και αφετέρου να δημιουργηθεί μια αίσθηση δικαιοσύνης και αμεροληψίας στη διανομή των κρατικών κονδυλίων.

Οι φορείς που έχουν μια ιστορία πίσω τους και έχουν ήδη επιδείξει ένα έργο θα πρέπει να επιχορηγούνται ετησίως με ένα σχετικά σταθερό ποσόν για κάλυψη μέρους των λειτουργικών τους εξόδων, έτσι ώστε να μπορούν να υπολογίσουν και να προγραμματίσουν το μέλλον τους. Αν οι φορείς αυτοί έχουν συγκεκριμένες προτάσεις να υποβάλουν προς χρηματοδότηση, θα πρέπει να το κάνουν και να αντιμετωπίζονται ισότιμα για κάθε πρόταση, όπως και κάθε άλλος που θα ζητάει τη βοήθεια τού Υπουργείου. Γιατί εδώ πρέπει να τονιστεί πως είναι λάθος οι χρηματοδοτήσεις να δίνονται μόνον προς νομικά και όχι και προς φυσικά πρόσωπα, τα οποία δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με καχυποψία. Οι χρηματοδοτούμενοι θα πρέπει να παρουσιάζουν συγκεκριμένα στοιχεία που να αποδεικνύουν την πραγματοποίηση τού έργου, για το οποίο έλαβαν χρηματοδότηση. Και αν το έργο πραγματοποιήθηκε και μάλιστα με υψηλή ποιότητα αποτελέσματος, αυτό θα είναι αναγκαίο και απαραίτητο στοιχείο για να ληφθεί εκ νέου υπόψη αίτηση τού ίδιου νομικού ή φυσικού προσώπου.

Η προτίμηση των επιδοτήσεων πρέπει να δίνεται πρώτον στις εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες (προσκλήσεις θεωρητικών και φωτογράφων για σεμινάρια στην Ελλάδα ή και στο εξωτερικό, διοργανώσεις ημερίδων, συνδυασμός εκθεσιακών και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων κλπ) και να μην αφήνονται αυτοί οι τομείς στην θλιβερή παρουσία των ΚΕΚ, δεύτερον στην παραγωγή φωτογραφικού έργου (αιτήσεις με σκοπό την παραγωγή πρωτότυπου έργου), τρίτον στην ενίσχυση των φωτογραφικών εκδόσεων (θα μπορούσε να γίνει και με την αγορά αντιτύπων προς διάθεση στις σχολικές βιβλιοθήκες) και μόνον τέταρτον στην οργάνωση εκθέσεων. Αντιθέτως σήμερα πρώτη θέση έχει η προβολή τού έργου. Οι λόγοι είναι πρώτον ότι η προβολή είναι ευκολότερη, δεύτερον ότι η Πολιτεία πιστεύει πως η παραγωγή είναι δεδομένη και τρίτον ότι η προβολή εξασφαλίζει στην Πολιτεία μια γρήγορη και με υψηλή σχέση ανταπόδοσης διαφήμιση.

Την κρίση για τις επιχορηγήσεις και την εκτίμηση των προτάσεων θα αναλαμβάνει μια επιτροπή από ανθρώπους τού καλλιτεχνικού φωτογραφικού χώρου (όχι τού συνδικαλιστικού ή τού εμπορικού) που θα εναλλάσσονται σε αυτήν κάθε χρόνο με τη συμμετοχή βέβαια και εκπροσώπων τού Υπουργείου.

Οι παραπάνω σκέψεις και κρίσεις δεν έχουν στόχο την πολιτική ενός κόμματος. Είμαι σίγουρος ότι οποιοδήποτε κόμμα στην εξουσία, και ίσως όχι μόνον στην Ελλάδα, θα εκδήλωνε την ίδια αμηχανία και θα διέπραττε τα ίδια σφάλματα. Η Πολιτεία μόλις τα τελευταία χρόνια διαισθάνθηκε πως έχει έναν ρόλο να παίξει στον χώρο τής τέχνης και ακόμα τον αναζητά. Οι χαρισματικές παρουσίες, όπως τού Malraux στη Γαλλία ή τής Μελίνας στην Ελλάδα δεν αποτελούν απαντήσεις. Η πολιτιστική πολιτική θέλει βαθύτερη μελέτη και δεν πρέπει να στηρίζεται σε χαρισματικές εξαιρέσεις. Η τέχνη σαν χώρος με ασαφή όρια και ακόμα πιο ασαφή κριτήρια γεννούσε πάντοτε εντάσεις και συγκρούσεις. Τώρα που προστέθηκαν τα κρατικά κονδύλια οι εντάσεις προσέλαβαν και πιο σαφείς αιτιολογίες.

Η Πολιτεία πρέπει να κινηθεί με τις εξής γενικές σκέψεις και κατευθύνσεις: Πρώτον, με την πεποίθηση ότι οι άνθρωποι, τα άτομα, κάνουν τέχνη. Ούτε η πολιτεία, ούτε οι θεσμοί. Δεύτερον, ότι αν μπορεί πρέπει να τους απαλύνει τα οικονομικά εμπόδια ενισχύοντας τις προσπάθειές τους, υπό τον απαράβατο όρο να συμμετέχουν και οι ίδιοι. Η Πολιτεία που προηγείται από την ιδιωτική πρωτοβουλία και που υπερκαλύπτει τις ανάγκες τού ιδιώτη καλλιτέχνη ή διοργανωτή τον μετατρέπει στην ουσία σε δημόσιο όργανο και τού αφαιρεί το σημαντικό κίνητρο που συνιστά το ιδιωτικό «μεράκι» και η προσωπική έφεση και ανάγκη. Τρίτον, ότι για να προβληθεί ένα έργο πρέπει πρώτα να έχει γίνει. Γι αυτό η Πολιτεία πρέπει να ενισχύει πρωτοβουλίες που υποστηρίζουν την παραγωγή έργου και που αποτελούν κίνητρο για να γεννηθούν καινούργιες φωτογραφίες. Οι φωτογράφοι έχουν ανάγκη από τέτοιους στόχους. Τέταρτον, ότι το έργο έχει ανάγκη από ένα κοινό και είναι θλιβερό το κοινό τής καλλιτεχνικής φωτογραφίας να αποτελείται από τον κύκλο των δημιουργών και των φίλων τους. Πρέπει η Πολιτεία να ενισχύσει τις προσπάθειες που θα συνδυάζουν εκθέσεις, εκδόσεις και εκπαίδευση. Έμμεση ή άμεση. Έτσι θα δημιουργηθεί σιγά-σιγά το κοινό. Πέμπτον, οι φωτογραφικές εκδόσεις με μη εμπορικές φωτογραφίες είναι καταδικασμένες στη χρεοκοπία. Η Πολιτεία πρέπει να τις ενισχύει γιατί έτσι κυρίως διαδίδεται η φωτογραφία. Οι εκθέσεις λησμονούνται. Οι εκδόσεις μένουν. Τέλος και πριν από όλα η Πολιτεία είτε μέσα από το Υπουργείο Πολιτισμού είτε μέσα από το Υπουργείο Παιδείας, είτε με τη βοήθεια τής Αυτοδιοίκησης πρέπει να καταλάβει ότι η φωτογραφία σαν εύκολο, προσιτό και σύγχρονο μέσον είναι ιδανικό εργαλείο για την εξοικείωση των μαθητών αλλά και των ενηλίκων με την καλλιτεχνική δημιουργία. Και να το χρησιμοποιήσει. Όλες οι τέχνες θα ωφεληθούν από αυτό.