fbpx

Από την ταπεινότητα των μεγάλων καθεδρικών στην αλαζονεία των σύγχρονων μνημείων* 

* Άρθρο στο ένθετο «Βήμα Ιδεών» της εφημερίδας «Το Βήμα».

Ένας νεαρός αρχιτέκτονας είχε κάποτε αναρωτηθεί στη διάρκεια μιας συζήτησης μήπως η αρχιτεκτονική τελείωσε όταν σταμάτησαν να κτίζονταν εκκλησίες. Είναι αλήθεια ότι κτίζοντας μια εκκλησία ο αρχιτέκτονας υπηρετούσε ταυτόχρονα τους ευλαβείς συμπολίτες του, αλλά και έναν άλλο γενικότερο και υψηλότερο στόχο, θρησκευτικό, ιστορικό και κοινωνικό, ενώ παράλληλα υπάκουε σε μια λειτουργικότητα περισσότερο ιερή παρά πρακτική.

Παρά το γεγονός όμως ότι λίγοι πλέον συμπολίτες μας θα αναγνώριζαν την ανάγκη για νέες εκκλησίες, δεν είμαστε καθόλου λίγοι εκείνοι που αισθανόμαστε ότι η αρμονία τής πόλης έχει μεγάλη σχέση με την παρουσία των σημαντικών σε χρήση και μέγεθος κτιρίων που καθορίζουν την εικόνα και την ταυτότητά της. Και επειδή η προσωπική μας αρμονία εξαρτάται και από τη σχέση μας με τον χώρο, δεν είναι παράλογο να ισχυριστεί κανείς ότι το πρόβλημα της ευτυχίας μας είναι εν μέρει και αρχιτεκτονικό.

Ο αρχιτέκτονας θα έπρεπε να συμβάλλει στην εξασφάλιση της ιερότητας και της λειτουργικότητας των χώρων μας. Από το σπίτι μέχρι την πόλη. Για να μπορέσει όμως να το κάνει αυτό θα έπρεπε να υπηρετεί και πάλι –όπως παλιότερα– έναν υψηλότερο στόχο και να υπακούει σε νέους ιερούς κανόνες. Μόνο που τώρα, ελλείψει θρησκείας, τον στόχο και τους κανόνες δεν μπορεί παρά να τους θέτει ο ίδιος.

Οι μεγάλες εκκλησίες του παρελθόντος, άσχετα με τον όγκο τους, την επιβλητικότητα και τη σημασία τους, είχαν το προσόν να εντάσσονται στον ευρύτερο χώρο τους. Και ο αρχιτέκτονας είχε την ευφυΐα, ακόμα και αν κατάφερνε να πρωτοτυπεί μέσα στο αυστηρό πλαίσιο των ιερών παραδόσεων, να υποβαθμίζει την υπογραφή του και να την κρύβει επιμελώς πίσω από ένα έργο που έμοιαζε να γεννήθηκε και να υπάρχει μέσα από διαδικασίες φυσικές και αυτόνομες. Τα σπουδαία αυτά έργα φώτιζαν τα μικρότερα γειτονικά τους κτίσματα και έμοιαζαν να τα καθοδηγούν σαν πρώτα βιολιά σε μια ορχήστρα με σφριγηλό και αδιαίρετο ήχο.

Ο σημερινός αρχιτέκτονας έχει πέσει θύμα τής ελευθερίας του. Πίστεψε υπερβολικά στην υπογραφή του, μέθυσε τόσο από την αίσθηση της παντοδυναμίας του, ώστε θεώρησε πως όλα τα σπουδαία αρχιτεκτονήματα που πήραν σήμερα τη θέση των ναών –μουσεία, στάδια, μνημεία και γεφύρια– δεν είναι παρά γλυπτά δημιουργήματα, σχήματα αφηρημένα και προορισμένα να υμνούν τη δόξα του, ικανά να υπάρξουν μόνα τους και ανεξάρτητα από τον χώρο που τα περιτριγυρίζει, από τα ταπεινότερα οικοδομήματα που τα συντροφεύουν και από τους ανθρώπους που τα επισκέπτονται.

Κανένα όμως αρχιτεκτόνημα δεν έχει αξία μακριά από τον χώρο του, αποκομμένο από μια γενικότερη θεώρηση της πόλης και του κόσμου, στερημένο από τη λειτουργικότητά του, αλλά κυρίως απομακρυσμένο από τα μάτια και τη θαλπωρή των ανθρώπων που το ζουν. Όταν ένας ικανός αρχιτέκτονας αντιληφθεί ότι δεν είναι γλύπτης αλλά ενορχηστρωτής, τότε μπορεί να γίνει μεγάλος.