fbpx

Επιρροές, Αντικειμενικότητα και Προσωπικό Έργο (1995)

Επιρροές ως στοιχείο ελευθερίας

Η καλλιτεχνική δημιουργία διεκδικεί μια παρθενικότητα που δεν της ανήκει. Ο δημιουργός κινείται από το ξεκίνημα της καλλιτεχνικής του ζωής σε ένα περιβάλλον φορτωμένο με συνήθειες, εμπειρίες και παραστάσεις, τις οποίες, στις μέρες μας, η επικοινωνία πολλαπλασίασε και άπλωσε μέσα στον χρόνο. Ο σημερινός δημιουργός γνωρίζει περισσότερα (και ίσως γι’ αυτό πιο επιφανειακά) από οποιονδήποτε όμοιόν του στην ιστορία της τέχνης. Το πλήθος όμως τω αναφορών μπορεί να το αξιοποιήσει, να το εκμεταλλευτεί και να το μετατρέψει σε μια ανανεούμενη και αστείρευτη πηγή έμπνευσης και δημιουργίας.

Οι επιρροές, κατά το παρελθόν, είχαν σχέση με τον περιορισμένο κύκλο που συνιστούσε τον κόσμο του καλλιτέχνη. Οι λιγοστές αυτές επιρροές αποκτούσαν, ίσως γι’ αυτό, τεράστια σημασία. Ο μαθητής ακολουθούσε τον δάσκαλο. 0 ιδιοφυής μαθητής απλώς παράλλαζε και δεν ανέτρεπε το έργο τού δασκάλου.

Αυτός ο κατά το φαινόμενο περιορισμός δεν έβλαψε την τέχνη, γιατί ξεκαθάριζε προληπτικά το δημιουργικό έδαφος, ώστε ο καλλιτέχνης να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο ουσιώδες, που ήταν το περιεχόμενο της προσωπικής του δημιουργίας. Οι περιορισμοί ήταν τελικά γι’ αυτόν ένας φυσικός χώρος ελευθερίας.

Στον αιώνα μας, και ειδικά στον τομέα της φωτογραφίας, η διάδοση των ιδεών και η επικοινωνία με το παρελθόν έγινε ο κανόνας. Ο νέος καλλιτέχνης σήμερα δεν μπορεί να αυτοπεριοριστεί, αφού ο βομβαρδισμός είναι συνεχής και ανηλεής.

Αυτό γεννάει μια νέα υποχρέωσή του. Να ανατρέξει πλέον ο ίδιος στο παρελθόν και στις πηγές. Να μην επιτρέψει σ’ αυτόν τον ανεξέλεγκτο βομβαρδισμό, να καθορίσει τα όρια μέσα στα οποία αυτός θα κινηθεί. Οφείλει να αναζητήσει και να ανεύρει τα δικά του νήματα επικοινωνίας με τους δημιουργούς που προηγήθηκαν, αλλά και με τους σύγχρονούς του.

Η απαραίτητη αυτή αναζήτηση θα του εξασφαλίσει την θέσπιση προσωπικών ορίων, τα οποία ο ίδιος θα μετακινεί ανάλογα με την πορεία του έργου του, και τα οποία θα βρίσκονται σχεδόν συνέχεια σε έναν αναγκαίο διάλογο (συμφωνίας ή διαφωνίας) με τον φωτογραφικό κόσμο που κτίστηκε πριν, ή και παράλληλα με τον κόσμο που ο ίδιος επιχειρεί να κτίσει.

Στα τέλη του αιώνα μας, που, όπως τα τέλη κάθε αιώνα, είναι γεμάτα από φόβους, ανησυχίες και αμφιβολίες, και που στερούνται λυτρωτικών αληθειών στον χώρο της φιλοσοφίας, της τέχνης, ή της πολιτικής, μπορούμε να υποστηρίξουμε (ή
τουλάχιστον να ελπίσουμε) ότι η πολυπλοκότητα και το πολυάριθμο των καλλιτεχνικών επιρροών μπορούν να αφαιρέσουν τόσο φανατισμό, όση ελευθερία μας προσφέρουν.

Όλες μαζί οι επιρροές αποτελούν ένα αμάλγαμα γνώσης και έμπνευσης, σαν ένα είδος γενικής μόρφωσης, που μας βοηθάει να στηρίξουμε σιγά-σιγά τη δική μας άποψη, στην οποία το νόμιμο πάθος να μην κινδυνεύει να γίνει άνομη μισαλλοδοξία. Υπάρχουν βέβαια πολλοί που, μη αντέχοντας την αίσθηση αυτής της ελευθερίας, επιχειρούν σε όλους τους τομείς τής ανθρώπινης δραστηριότητας να διατυπώσουν νέους σαφείς κανόνες συμπεριφοράς και κριτικής. Δεν μπορούν δυστυχώς να αντιληφθούν ότι οι επιλογές μας γίνονται πιο ξεκάθαρες, όσο στηρίζονται σε μεγαλύτερη ανεξαρτησία απέναντι στην δήθεν σαφήνεια των ορισμών.

Ο ΘΑΥΜΑΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΜΙΜΗΣΗ

Ο νέος δημιουργός όμως, και πιο συγκεκριμένα ο νέος φωτογράφος, στην προσπάθεια του να ξεδιαλύνει το συγκεχυμένο πλέγμα των επιρροών του και να το μετατρέψει σε δημιουργική έμπνευση, υποκύπτει συχνά σε μια σχεδόν αναπόφευκτη παγίδα. Αναζητά (πολύ λογικά) μέσα σε όσα γνωρίζει για την τέχνη του, τις αδελφές ψυχές. Τους δημιουργούς, των οποίων το έργο τού προκαλεί εκείνη τη συγκίνηση, στην οποία στηρίχτηκε και στην οποία ήλπισε, όταν ξεκίνησε την καλλιτεχνική του περιπέτεια.

Ενώ όμως η επιλογή αυτών των ολίγων φωτογράφων, που, μέσα από το σύνολο των σημαντικών δημιουργών, συνιστούν το προσωπικό του πάνθεον, είναι φυσική και αναγκαία, εκείνος κάνει ένα ακόμη βήμα και τους αναγορεύει σε παραδείγματα προς μίμηση. Καθοδηγεί έτσι το έργο του σε κατευθύνσεις που μπορεί να ταυτίζονται με τις αισθητικές, νοητικές και συγκινησιακές του τάσεις, αλλά που μπορεί να βρίσκονται πολύ μακριά από την προσωπικότητα και την ιδιοσυγκρασία του. Περνάει έτσι πολύς καιρός με την ανίχνευση περιοχών, που όχι μόνον έχουν ήδη ανιχνευτεί επιτυχώς και
πλήρως, αλλά και που δεν προσφέρονται για το είδος τού ιχνευτή που είναι ο συγκεκριμένος φωτογράφος.

Ο Garry Winogrand έλεγε πως όταν σήκωνε τη μηχανή του και έβλεπε απ’ το σκόπευτρο μια εικόνα του Cartier-Bresson την κατέβαζε χωρίς να πατήσει το κουμπί. Και ο Winogrand, σημειώστε, είχε απεριόριστο θαυμασμό στο έργο τού Cartier-Bresson. Ο λόγος που δεν ενέδιδε στον πειρασμό της συγκεκριμένης φωτογραφίας, δεν ήταν τόσο γιατί κάποιος άλλος το είχε ήδη κάνει. Θα μπορούσε να ελπίζει, όπως όλοι, ότι αυτός θα το έκανε λίγο καλύτερα. Η κρυφή αυτοπεποίθηση ποτέ δεν εγκαταλείπει έναν δημιουργό. Ήξερε όμως πως αυτό το ύφος δεν τού ανήκε. Του ήταν ξένο.

Εδώ υπεισέρχεται και μια άλλη ενδιαφέρουσα διάσταση των προτιμήσεών μας. Συχνά θαυμάζουμε περισσότερο αυτό που μας ξεφεύγει. Ηρωοποιούμε έναν καλλιτέχνη, όταν κινείται σε περιοχές που βρίσκονται μακριά από τις δικές μας καλλιτεχνικές δυνατότητες και τάσεις. Αν μάλιστα αυτός μιλάει και για θέματα σε μας προσφιλή, ο θαυμασμός συνδυαζόμενος και με ανομολόγητη ζήλεια γίνεται λατρευτικός.

Είναι συχνό άλλωστε το φαινόμενο καλλιτεχνών που ομολογούν ότι κάποιος έκανε ένα έργο που εκείνοι θα ονειρευόντουσαν να είχαν πραγματοποιήσει. Το έργο όμως των καλλιτεχνικών συγγενών τους είναι βέβαια σε θέση να το αναγνωρίσουν και να το εκτιμήσουν καλύτερα, αφού είναι φτιαγμένο με τα υλικά που οι ίδιοι κατέχουν και χειρίζονται άνετα, αλλά δεν τους προξενεί το δέος εκείνου που κινείται σε χώρους γι’ αυτούς απροσπέλαστους.

Το να στηρίξεις το έργο σου σε κατευθύνσεις που ανήκουν στους ήρωές σου δεν είναι καταδικαστέο, αφού το προκλητικό αυτό στοίχημα σού αποκαλύπτει αδυναμίες και σου μαθαίνει διαδικασίες. Πρέπει όμως να έχεις τη διαύγεια να σταματήσεις και να αλλάξεις τροχιά, αν διαπιστώσεις ότι το έργο σου δεν είναι παρά ένας φόρος τιμής, ή μια ευγενική ζήλεια, και όχι μια γνήσια αναζήτηση της προσωπικής σου εκφραστικής ιδιαιτερότητας. Ιδιαιτερότητα που δεν σημαίνει αναγκαστικά πρωτοτυπία. Αλλιώς θα έπρεπε να πιστεύουμε ότι κανένας άνθρωπος δεν συγγενεύει πνευματικά με άλλους. Σημαίνει όμως γνησιότητα στις προθέσεις και τις κατευθύνσεις, που να συνδέει τον καλλιτέχνη με το έργο του, μέσω των επιρροών και εμπειριών του, και όχι τις επιρροές και εμπειρίες με το έργο, ερήμην του καλλιτέχνη.

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ

Ο νέος όμως φωτογράφος στα πλαίσια της καλλιτεχνικής του ταλάντευσης έχει και έναν άλλο χώρο αμφιβολίας να αντιμετωπίσει. Εκείνον της θεματολογίας. Δεν γνωρίζει μόνον τις επιρροές των μεγάλων που προηγήθηκαν, ούτε έχει να αντιμετωπίσει μόνον τα πρόβλημα της επιλογής ανάμεσα στους πολλούς, και ισάξιους θαυμασμού, προσανατολισμούς. Γνωρίζει επίσης πως στα χρόνια που προηγήθηκαν όλα τα θέματα έχουν γίνει αντικείμενο της φωτογραφικής ανατομίας.
Και την ίδια στιγμή που αναζητεί το ύφος της γλώσσας του, αναρωτιέται και για το περιεχόμενο του λόγου του.

Τα πρώτα 150 χρόνια της φωτογραφίας δέχτηκαν την ισχυρή επίδραση του ίδιου του κόσμου πάνω στον φωτογράφο. Ο υπαρκτός κόσμος εξεβίαζε την θέση του και την παρουσία του πάνω στο φωτογραφικό χαρτί. Ήταν πολύ σημαντικός και πολύ καινούργιος για να επιτρέψει στον φωτογράφο μια πιο σημαντική παρουσία του ίδιου. Τα στοιχεία της ζωής, και οι ομορφιές του κόσμου αποζητούσαν τον ραψωδό τους. Στο πρόσωπο του φωτογράφου εύρισκαν τον ιδανικό ερμηνευτή τους. Η φωτογραφία ασχολήθηκε με το ντοκουμέντο του κόσμου. Και ο κόσμος έπαιξε τον ρόλο του κοινού ιδεολογικού δοχείου μέσα στο οποίο γεννιόντουσαν οι επικοινωνίες καλλιτεχνών και αποδεκτών. Η σταδιακή χρεωκοπία των κοινωνικών ιδεολογιών, η μετακίνηση της φιλοσοφίας σε περιοχές ερωτημάτων και όχι απαντήσεων και η αύξηση του ενδιαφέροντος και του σεβασμού στο άτομο ως μέρους της κοινωνίας και όχι πλέον της κοινωνίας ως αθροίσματος ατόμων, μετατόπισε το βάρος από την κοινωνική αντικειμενικότητα στην υποκειμενική αντικειμενικότητα. Η φωτογραφία βρέθηκε και πάλι στο στοιχείο της, αφού μπορεί καλύτερα από κάθε άλλο μέσο να διαπραγματευτεί με το αντικειμενικό. Ο φωτογράφος δεν μπορεί παρά να χειριστεί τα ίδια θέματα που αποτέλεσαν πάντοτε την αφετηρία κάθε φωτογραφίας, αν όχι κάθε καλλιτεχνικού έργου, μόνο που νομιμοποιείται πλέον να εμπιστευτεί τον εγωισμό του άφοβα. Το κοινωνικό ντοκουμέντο θα δώσει τη θέση του στο προσωπικό ντοκουμέντο και ο μικρόκοσμος της προσωπικής ζωής του καλλιτέχνη μπορεί να πάρει τη θέση του κοινωνικού σχολίου. Η περιγραφή των αντικειμένων του κόσμου να γίνει χώρος προσωπικής συλλογής μικροαντικειμένων του φωτογράφου. Με τον τρόπο αυτόν ο φωτογράφος ανακτά μια αθωότητα, που ένοιωθε πως οι συνάδελφοί του του παρελθόντος του είχαν κλέψει. Τώρα ξέρει πως όλα τα θέματα θα διυλιστούν μέσα από την πιο ομολογημένη εγωιστική του ματιά. Ο κόσμος είναι εκεί όχι για να τον ανατάμει ο φωτογράφος μέσω της περιγραφής του, αλλά σαν πρώτη ύλη για την τομή τής προσωπικής του ζωής και των ονείρων τού ίδιου τού φωτογράφου.

Έτσι, μας έγιναν αίφνης αντιληπτοί και θαυμαστοί φωτογράφοι όπως οι Julia Margaret Cameron, Carleton Watkinhs, Ralph Eugene Meatyard σε αντίθεση με τους συναδέλφους τους που χειρίστηκαν όμοια θέματα, είχαν μια έντονα εσωστρεφή, εγωιστική και μεροληπτική άποψη του θέματός τους. Μας έγιναν ξαφνικά πιο οικείοι. Και έτσι πάλι ανακαλύψαμε πολλούς σύγχρονούς μας, των οποίων το φωτογραφικό βλέμμα, χωρίς να γεννήσει (πράγμα φυσικά αδύνατον) νέα αντικείμενα, τα χειρίστηκε με την αυστηρά εγωιστική ματιά του καλλιτέχνη.

ΕΓΩΙΣΜΟΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Ο εγωισμός αυτός δεν συνιστά μια απομόνωση του καλλιτέχνη, ένα είδος αδιαφορίας απέναντι στον κοινωνικό του χώρο. Απεναντίας επιχειρεί να γίνει αφετηρία επικοινωνίας μέσα από πιο προσωπικούς δρόμους. Και ίσως να ανανεώσει τον σεβασμό στις πληροφορίες που ενσωματώνει μια εικόνα. Πληροφορίες των οποίων η κάποτε αντικειμενική αξία έχει προ πολλού θανάσιμα τραυματιστεί, είτε ως αλήθεια, είτε ως μέσον κατανόησης και θεραπείας του κόσμου και της κοινωνίας. Νέες πληροφορίες, επομένως, των οποίων η αντικειμενική αξία έγκειται στην αλήθεια τους ως στοιχείων του υποκειμενικού κόσμου, της προσωπικής ζωής, του φωτογράφου, ή της ομολογημένα μεροληπτικής ματιάς του πάνω στα πράγματα του κόσμου. Πρόκειται τελικά για πιο σύνθετη εκδοχή μιας σειράς αυτοπορτραίτων.

Όπως βέβαια μπορεί κάποιος να παρατηρήσει παρόμοιες εκδοχές φωτογραφικής άποψης υπήρχαν ήδη στο παρελθόν. Όπως άλλωστε και κάθε ποικιλία εκφραστικής πρωτοτυπίας. Εκείνο όμως που έχει σημασία να υπογραμμίσουμε είναι ότι αυτή η άποψη συναντά πολλούς οπαδούς στις μέρες μας και αποτελεί μια καλλιτεχνική τοποθέτηση που ικανοποιεί τα φωτογραφικά ερωτήματα της εποχής μας, αποφεύγοντας τις πρόχειρες καθησυχαστικές λύσεις της περασμένης δεκαετίας. Τότε που θεώρησαν ότι η κοινωνική πληροφορία είχε ίσως τον πρώτο ρόλο στο έργο, μετατρέποντάς την έτσι σε καλλιτεχνική πρόταση. Το λάθος, ίσως, που διέπραξαν ικανοί φωτογράφοι αυτής της εποχής, ήταν ότι θέματα ή όνειρα που τους απασχολούσαν τα μετέτρεπαν σε κατασκευές πληροφοριών ή ονείρων. Τα αυτοπορτραίτα λόγου χάρη της Sherman δεν υπήρξαν ούτε ο εαυτός της στον κόσμο, ούτε ο κόσμος μέσα από τον εαυτό της, ούτε ο εαυτός της ως φωτογραφική πρόταση. Προσπάθησαν να αποτελέσουν μια ερμητική, αυτοαναλώμενη πληροφορία. Ο Χριστός του Andres Serrano δεν είναι εικόνα προσωπικού ημερολογίου, ενώ θα μπορούσε και θα ήταν ενδιαφέρον να είναι. Είναι απλώς ένα προκλητικό (και αυτό ακόμα σήμερα μπορεί να αμφισβητηθεί) αντιθρησκευτικό διαφημιστικού ύφους σλόγκαν. Με το διαφημιστικό του κείμενο, με το διαφημιστικό σοκ της εικόνας και τον διαφημιστικό στόχο.

Δεν μπορώ να δεχτώ ότι η φωτογραφία περιορίστηκε στις μέρες μας στην προβολή σλόγκαν, είτε ανθρωπιστικών, όπως της Αφρικής του Salgado, είτε κοινωνικών, όπως των διαφημιστικών μηνυμάτων της Barbara Kruger, είτε ψευδοψυχαναλυτικών, όπως των ανδρικών γυμνών του Arthur Tress. Στο έργο αυτών των φωτογράφων προβάλλεται ο κόσμος που ήδη γνωρίζουμε και ο συχνά ευφυής, αλλά πάντα προφανής σχολιασμός του.

Υπάρχει όμως και άλλο μονοπάτι, που ευτυχώς τα τελευταία χρόνια ακολουθούν όλο και περισσότεροι νέοι δημιουργοί, που χρησιμοποιούν τις φωτογραφικές εικόνες όχι για να σχολιάσουν την αντικειμενικότητα τού κόσμου, ή να εφεύρουν έναν κόσμο που θα γίνει βάθρο του σχολιασμού τους, αλλά για να μας παρουσιάσουν την άλλη πλευρά τού κόσμου που γνωρίζουμε. Αυτήν που η δική τους θεώρηση γεννάει και μας αποκαλύπτει. Αρκεί γι’ αυτό να στραφούν στην δική τους ζωή, την μόνη που κατ’ αποκλειστικότητα κατέχουν, ή στη σκιά που ρίχνει η δική τους παρουσία στα πράγματα αυτού τού κόσμου. Κι αυτό να το κάνουν με τη γλώσσα που οι ίδιοι θα έχουν εφεύρει, ελεύθεροι από το πλήθος των επιρροών, που έχουν εκμεταλλευτεί σαν έμπνευση, ανεξάρτητοι από την αμφισβητούμενη αντικειμενική αλήθεια μιας πραγματικότητας, που χρησιμοποιούν σαν πρώτη ύλη, αδέσμευτοι από την υποδοχή που τους επιφυλάσσει ένα κοινό, που χρειάζονται σαν αποδέκτη τού έργου τους.