fbpx

Εθνική πολιτική για την καλλιτεχνική φωτογραφία

Κριτική ανάλυση του πορίσματος της ομάδας εργασίας (1995)

Η ΙΣΤΟΡΙΑ

Όπως θα θυμούνται οι αναγνώστες μας, μετά την ημερίδα που οργανώθηκε για τη φωτογραφία τον περασμένο Οκτώβριο από το Υπουργείο Πολιτισμού, είχε προγραμματιστεί ο διορισμός μιας επιτροπής, μιας ομάδας εργασίας όπως ονομάστηκε, που θα επεξεργαζόταν τις απόψεις, οι οποίες είχαν εκφραστεί κατά την ημερίδα, και θα εισηγείτο στον Υπουργό κ. Μικρούτσικο την ακολουθητέα Εθνική Πολιτική για την καλλιτεχνική φωτογραφία. Η ομάδα αυτή πολυμελής, αλλά με μονοφωνική σύνθεση (γιατί, όπως παρασκηνιακά υποστηρίχτηκε, κάτι τέτοιο εξασφάλιζε απρόσκοπτη λειτουργία), συμπλήρωσε το πόρισμά της τον Ιούλιο και το δημοσίευσε σε έναν τόμο 205 σελίδων. Θα επιχειρήσω να περιγράψω και να σχολιάσω τις ρυθμίσεις που προτείνονται αναζητώντας τα αρνητικά (ή σκοτεινά) σημεία, μια και μόνον έτσι μπορεί να επέλθουν βελτιώσεις. Το θετικό άλλωστε στοιχείο ότι το Κράτος, είτε ως Ελληνικό Δημόσιο είτε μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποφάσισε να ενισχύσει ηθικά και οικονομικά τη φωτογραφία, έχει ήδη προβληθεί και υμνηθεί από όλους μας κατ’ επανάληψιν. Το επίσης θετικό στοιχείο ότι τα μέλη τής ομάδας εργασίας έχουν (στην πλειοψηφία τους) στενή σχέση με τη φωτογραφία και γνώσεις, ουδείς επίσης μπορεί να το αμφισβητήσει. Θα ήταν βέβαια ιδανικό τα μέλη μιας τέτοιας επιτροπής να μην διεκδικήσουν κανένα από τα αξιώματα που θέσπισαν, αλλά κάτι τέτοιο θα συνιστούσε μια πολυτέλεια, που η ολιγομελής μας φωτογραφική κοινότητα δεν μπορεί να αντέξει. Άλλωστε είναι προτιμότερες οι φανερές φιλοδοξίες και εύνοιες από τις παρασκηνιακές.

ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ

Η πρώτη παρατήρηση που αφορά το σύνολο των ρυθμίσεων, είναι πως το πόρισμα τής έκθεσης στις βασικές του γραμμές ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις απόψεις που εν κατακλείδι είχε εκφράσει ο κ. Σταθάτος στην ημερίδα τού Οκτωβρίου, όταν προς γενική έκπληξη είχε ανακοινώσει ότι μετά από συνεννόηση με τους φορείς τής καλλιτεχνικής φωτογραφίας και τον εκπρόσωπο τού Υπουργείου κατέληξε σε ένα σχήμα που τότε περιέγραψε και το οποίο σχεδόν αυτούσιο αποτέλεσε τον κορμό τού πορίσματος τής ομάδας εργασίας. Αυτό επιβεβαίωσε τη διαίσθηση που είχα, ότι δηλαδή η ημερίδα δεν ήταν παρά μια εικονική παράσταση για κάλυψη μέτρων που είχαν ήδη λίγο-πολύ αποφασιστεί σε στενότερο κύκλο. Η συμμετοχή μου σε κείνη την ημερίδα κάνει τη διαπίστωση αυτή ακόμα πιο οδυνηρή.

Η δεύτερη παρατήρηση αφορά τη γενική αίσθηση που αφήνει το ύφος του εν λόγω πορίσματος. Πρόκειται για ένα κείμενο που θυμίζει περισσότερο παλαιοκομματικής νοοτροπίας πολιτικοοικονομικό μανιφέστο, παρά κείμενο για την τέχνη. Λεκτικός πληθωρισμός, γενικόλογες ευχές και προτροπές, ασφυκτικά οργανωτικά διαγράμματα, αποπνικτικός κρατισμός, έντονο διδακτικό ύφος. Για το τελευταίο μάλιστα μπορεί να πει κανείς, ότι αν απευθύνεται σε αδαείς δεν είναι αρκετό για να τους εκπαιδεύσει και αν απευθύνεται σε γνώστες είναι ολότελα περιττό.

ΟΙ ΘΕΣΜΟΙ

Ως προς τις βασικές ρυθμίσεις η επιτροπή προτείνει ένα πλέγμα οργανισμών ή θεσμών, όπως τους ονομάζει, που θα ασχολούνται με τη φωτογραφία και θα επιδοτούνται από το Υπουργείο Πολιτισμού. Το πρώτο σκέλος είναι το τμήμα Φωτογραφίας του Υπουργείου Πολιτισμού (με τον προϊστάμενο, τους υφιστάμενους και τη γνωμοδοτική του επιτροπή). Το δεύτερο, ένα Εθνικό Κέντρο Φωτογραφίας (ΝΠΙΔ, με το Δ.Σ. τον διευθυντή, τον αναπληρωτή διευθυντή, τους υφισταμένους, και τη συμβουλευτική επιτροπή). Το τρίτο, η Φωτογραφική Συγκυρία τής Θεσσαλονίκης (ΝΠΙΔ, με τον διευθυντή, τον αναπληρωτή διευθυντή, τους υφισταμένους, και την καλλιτεχνική επιτροπή). Και το τέταρτο, το Φωτογραφικό Κέντρο Σκοπέλου (με το Δ.Σ., τον διευθυντή, τον αναπληρωτή διευθυντή, τους υφισταμένους, και τους συμβούλους).

Ποιος θα το περίμενε λοιπόν ότι από κει που η φωτογραφία δεν είχε στον ήλιο μοίρα, ξαφνικά, θα διαφεντεύονταν οι τύχες της από τέσσερα κέντρα αποφάσεων, με τόσους έμμισθους υπαλλήλους και συμβούλους. Περίπου 40 προβλέπει το πόρισμα (χωρίς να υπολογισθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι του Τμήματος Φωτογραφίας και οι κατώτεροι υπάλληλοι των ΝΠΙΔ), και μάλιστα προβλέπει και τα προσόντα που πρέπει να διαθέτουν, φθάνοντας στο σημείο γραφειοκρατικής υπερβολής να απαιτεί και άδεια οδηγήσεως αυτοκινήτου, με εξαίρεση τους υπαλλήλους του Κέντρου Σκοπέλου (πιθανόν γιατί στο νησί πάνε και με τα πόδια). Μια άλλη παράξενη λεπτομέρεια είναι πως ενώ για τους διευθυντές Εθνικού Κέντρου και Συγκυρίας δεν απαιτούνται τυπικά προσόντα, για τους αναπληρωτές τους απαιτούνται, και μάλιστα πολύ ειδικά και πολύ υψηλά.

Περίεργο επίσης είναι πως λίγο-πολύ (με εξαίρεση τη Σκόπελο που ακρωτηριάστηκε) όλοι οι θεσμοί θα επιδιώκουν τα ίδια πράγματα. Η μόνη διάκριση που ο συντάκτης του κειμένου (ως εκφραστής προφανώς όλων των μελών της ομάδας) επιχειρεί μεταξύ αρμοδιοτήτων του Τμήματος Φωτογραφίας του ΥΠΠΟ και του Εθνικού Κέντρου Φωτογραφίας είναι πως το τελευταίο θα ασχολείται με τον μακροχρόνιο προγραμματισμό, ενώ το πρώτο με τον τρέχοντα, τον ετήσιο, δραστηριότητες που δεν αντιλαμβάνομαι γιατί να μην εμπίπτουν σε έναν και μόνον οργανισμό.

Αλλά και η Φωτογραφική Συγκυρία που γίνεται θεσμός, αντί να περιοριστεί στη φεστιβαλική της πείρα, μετατρέπεται σε ένα ακόμη Κέντρο Φωτογραφίας, δεδομένου ότι και οι δικοί της κατά το πόρισμα σκοποί καλύπτουν όλο το φάσμα των φωτογραφικών δραστηριοτήτων. Δεν είμαι καν σίγουρος πόσο ευχαριστημένος θα είναι ο κ. Γεωργίου τώρα που το πνευματικό του παιδί θεσμοποιείται, μια και το διαχειριζόταν τόσο αποτελεσματικά ο ίδιος όπως άλλωστε σημειώνει στο ενυπόγραφο παράρτημα 3 του πορίσματος, όπου ο ίδιος χαρακτηρίζει τη Συγκυρία «όργανο… διοικούμενο δυναμικά και σταθερά».

Όσον αφορά το Φωτογραφικό Κέντρο Σκοπέλου τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Η υποβάθμισή του είναι λίγο προφανής σε σχέση με τις αρχικές φιλόδοξες εξαγγελίες, κάτι άλλωστε που είχε διαφανεί και από τις αντιδράσεις των μετέπειτα μελών τής ομάδας εργασίας κατά την ημερίδα του Οκτωβρίου. Όπως λοιπόν είχε προφητεύσει και ο κ. Σταθάτος, η Σκόπελος περιορίζεται στις ανά διετία εναλλάξ εκθέσεις της (ένα χρόνο ελληνική και τον άλλο διεθνή). Η αλλοπρόσαλλη διάταξη που της εμπιστεύεται τη διασύνδεση με την τριτοβάθμια εκπαίδευση, σ’ αυτήν που βρίσκεται μακριά από οποιοδήποτε τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα, καταντάει ειρωνική και δεν της προσθέτει καμιά ουσιαστική αρμοδιότητα.

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Το θέμα του ελέγχου αφορά γενικότερα και τους τέσσερις θεσμούς, αφού, όπως προκύπτει θα τελούν υπό την απόλυτη και ανεξέλεγκτη επιρροή του Υπουργείου Πολιτισμού. Κι αν ο σημερινός αποδειχθεί καλός, τίποτα δεν προδικάζει το ίδιο και τους επόμενους. Άλλωστε η δημοκρατικότητα των ρυθμίσεων (του συντάγματος, των νόμων, των υπουργικών αποφάσεων) είναι αντιστρόφως ανάλογη της εξουσίας που προβλέπουν για τα δημόσια όργανα. Όσο πιο πλατειά αυθαίρετη και ανεξέλεγκτη είναι η εξουσία αυτή, τόσο πιο επικίνδυνη μπορεί να γίνει στα χέρια του ακατάλληλου εκπροσώπου. Που μας έρχεται πολύ πιο συχνά από όσο φοβόμαστε. Το τμήμα Φωτογραφίας του ΥΠΠΟ προφανώς θα ελέγχεται πλήρως από τον Υπουργό, ενώ η γνωμοδοτική επιτροπή που προβλέπεται έχει γνώμη μόνον συμβουλευτική, πέραν του γεγονότος ότι διορίζεται και αυτή από τον Υπουργό.

Το Δ.Σ. του Εθνικού Κέντρου Φωτογραφίας διορίζεται και αυτό από τον Υπουργό. Ο ίδιος επιλέγει και τον Διευθυντή ανάμεσα από τρία πρόσωπα που του έχει υποδείξει το Δ.Σ., τα μέλη του οποίου όπως είπαμε έχει ο ίδιος διορίσει, μετά από πρόταση της γνωμοδοτικής επιτροπής τα μέλη της οποίας, όπως είπαμε, έχει ο ίδιος διορίσει.

Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φωτογραφικού Κέντρου Σκοπέλου διορίζεται με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού (ύστερα από πρόταση της γνωμοδοτικής επιτροπής του Τμήματος Φωτογραφίας του ΥΠΠΟ, τα μέλη της οποίας έχει, όπως θυμάστε, ο ίδιος διορίσει). Ας σημειωθεί ότι ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής για τη Σκόπελο αποφασίζει για κάθε τυχόν φωτογραφική δραστηριότητα του Κέντρου και όχι μόνον για τις εκθέσεις. Τα μέλη της συμβουλευτικής επιτροπής Σκοπέλου προτείνονται από τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή με σύμφωνη γνώμη του Υπουργού (που έχει ήδη συμφωνήσει για τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή).

Τα μέλη τού Δ.Σ. της Φωτογραφικής Συγκυρίας διορίζονται από τον Υπουργό μετά από εισήγηση της γνωμοδοτικής επιτροπής, τα μέλη της οποίας διορίζονται επίσης από τον Υπουργό. Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής διορίζεται από τον Υπουργό ανάμεσα σε τρία πρόσωπα που του προτείνει το Δ.Σ. και μετά από εισήγηση της γνωμοδοτικής επιτροπής (τα μέλη των οποίων έχει επίσης διορίσει ο Υπουργός).

Αν όλα τα ανωτέρω δεν αποτελούν παράδειγμα δυναμικής κεντρικής εξουσίας, τότε αναρωτιέμαι πού θα βρούμε άλλο. Και τουλάχιστον για την Ελλάδα ο κρατισμός ουδέποτε απέδωσε, ενώ δημιούργησε πάντοτε κλίκες, παρακοιμώμενους και βίαιες αλλαγές πολιτικής με κάθε κυβερνητική αλλαγή. Οι απόπειρες προστασίας των καλλιτεχνικών διευθυντών (σε περίπτωση πρόωρης απολύσεώς των) που επιχειρούν οι συντάκτες του πορίσματος γεννούν υποψίες, χωρίς να μπορούν να κατοχυρώσουν τις θητείες. Γιατί στο κάτω-κάτω όταν ο εκάστοτε υπουργός έχει το δικαίωμα του ανεξέλεγκτου διορισμού υπευθύνων, πώς μπορεί κανείς να αποκλείσει στον επόμενο την άσκηση της ίδιας αυθαιρεσίας;

ΠΟΛΥΦΩΝΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ

Ένα άλλο ολίσθημα του συντάκτη είναι ότι ενώ επαναλαμβάνει πως ενδιαφέρεται για την πολυφωνία, προσδιορίζει ασφυκτικά και επικίνδυνα τα όρια της φωτογραφίας που πρέπει κατ’ αυτόν να ενισχυθεί, προκαταλαμβάνοντας με τον τρόπο αυτόν τις αποφάσεις των μελλοντικών υπευθύνων. Και αν ήδη γνωρίζει τους πρώτους και τις απόψεις τους, δεν είναι σίγουρο ότι γνωρίζει και τους μελλοντικούς. Η θεσμοθέτηση τέτοιων περιορισμών είναι αντικαλλιτεχνική και ολοκληρωτική πέραν του ότι όλη αυτή η διδακτική και φιλοσοφικο-αισθητική ανάλυση δεν επιτρέπεται να αποτελεί μέρος μιας θεσμικής πρότασης. Αλλιώς η ομάδα εργασίας και ο υπουργός μετατρέπονται σε επιμελητές εκθέσεων και θεωρητικούς της τέχνης.

Ο συντάκτης επιχειρεί να ορίσει το περιεχόμενο της καλλιτεχνικής φωτογραφίας. Ποιος όμως ο λόγος; Πέραν του ότι το θέμα είναι δύσκολο και ασαφές, θα επικρατούν κατά καιρούς (και κατά καλλιτεχνικούς διευθυντές) άλλες απόψεις. Μήπως άραγε χρειάστηκε να γίνει κάτι παρόμοιο για τα εικαστικά ή τον κινηματογράφο; Οι εκάστοτε επιτροπές και καλλιτεχνικοί διευθυντές γι’ αυτό χρειάζονται. Και η πολυφωνία εκεί θα φανεί. Αλλά και ο ορισμός που προτείνεται είναι το λιγότερο αυθαίρετος και ανεπαρκής. «Καλλιτεχνικό» λέει «ή εικαστικό φωτογραφικό έργο είναι καταρχήν εκείνο που προβάλλει ορισμένες αξιώσεις καλλιτεχνικής φύσεως». Και συμπληρώνει «…ο ορισμός αυτός έχει την αρετή της λιτότητας: αμέσως-αμέσως αποκλείει ό,τι δεν έχει γίνει με καλλιτεχνική πρόθεση».

Παρατήρηση πρώτη: το διαζευκτικό «ή» της πρώτης πρότασης δεν ξεκαθαρίζει αν το καλλιτεχνικό ισούται με το εικαστικό, ή αν πρόκειται για δύο είδη φωτογραφίας ξεχωριστά. Και στις δύο όμως περιπτώσεις η διατύπωση είναι εσφαλμένη και ανακριβής, αφού το εικαστικό φωτογραφικό έργο αποτελεί μέρος του ευρύτερου καλλιτεχνικού. Αλλιώς, εξ οικείων τα βέλη. Οι φωτογράφοι-συντάκτες του πορίσματος δέχονται ως τέχνη τη φωτογραφία μόνο όταν λειτουργεί με κανόνες, αξίες και γλώσσα του εικαστικού χώρου. Συντασσόμενοι σε αυτό με όσους για χρόνια κατηγορούσαν τη φωτογραφία είτε ως φτωχό συγγενή της ζωγραφικής, είτε ως ανύπαρκτη (εκτός ζωγραφικής), μη δυνάμενοι να αντιληφθούν την καλλιτεχνική της ιδιαιτερότητα και την ανάπτυξη της ίδιας γλώσσας.

Παρατήρηση δεύτερη: όσοι θα προσφεύγουν στα διάφορα κέντρα καλλιτεχνικής φωτογραφίας θα έχουν εκπεφρασμένη την καλλιτεχνική τους πρόφαση. Αυτό σημαίνει λοιπόν αυτομάτως ότι το έργο τους θα είναι καλλιτεχνικό. Και από την άλλη, ένα αξιόλογο έργο, του οποίου ο δημιουργός από άγνοια ή από σεμνότητα, ή από παραξενιά δεν διεκδικεί καλλιτεχνική πρόθεση, δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως καλλιτεχνικό.

ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΕΣ Ή ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ

Όταν το πόρισμα φτάνει στις φωτογραφικές ομάδες της επαρχίας διαπράττει ένα πρώτο σφάλμα. Λησμονεί πλήρως την τεράστια (έστω και ατελή) συμβολή της Λαϊκής Επιμόρφωσης του ΥΠΠΟ. Μήπως αυτό αποτελεί προάγγελο κατάργησής της;  Σ’ αυτό το κεφάλαιο (σελ. 75) ο συντάκτης διαπράττει και το πλέον αυθαίρετο και ανιστόρητο σφάλμα. «Στο σημείο αυτό» λέει «θα πρέπει να διασαφηνιστεί ότι η ερασιτεχνική ενασχόληση με οποιοδήποτε αντικείμενο -στην περίπτωση μας με τη φωτογραφία- θα πρέπει να υποστηρίζεται από την Πολιτεία και το Υπουργείο Πολιτισμού με όλους τους δυνατούς και έμμεσους τρόπους αλλά όχι με άμεση οικονομική υποστήριξη».

Εδώ ο συντάκτης με περισσή άνεση εισάγει τη διάκριση επαγγελματίας-καλλιτέχνης και ερασιτέχνης-καλλιτέχνης, ενώ η διάκριση είναι καλλιτέχνης ή μη καλλιτέχνης (και κάθε τι διαφορετικό αποτελεί άγνοια ή σκοπιμότητα). Το πρόβλημα του ποιος είναι καλλιτέχνης, ακόμα και αν αντιμετωπιστεί με τον ιδιόμορφο τρόπο που, όπως είπαμε, προβλέπει το πόρισμα, και πάλι δεν έχει σχέση με τον ερασιτεχνισμό.

Εάν η διάκριση θεωρούσε ερασιτέχνες τους μη βιοποριζόμενους καλλιτέχνες, τότε θα ήταν πάλι απαράδεκτη, αλλά τουλάχιστον κατανοητή. Θα έπρεπε απλώς ο αιτούμενος την επιχορήγηση να δήλωνε και τον αριθμό φορολογικού μητρώου του ως φωτογράφου! Εδώ όμως ο συντάκτης χρησιμοποιεί τον όρο «ερασιτεχνική ενασχόληση» προφανώς σαν επιφανειακή, ή ελλιπή, ή μη σοβαρή ενασχόληση. Αλλά πώς εισάγει μια διάκριση, χωρίς να είναι σε θέση ταυτοχρόνως να προσδιορίσει και τα ασφαλή της κριτήρια; Αν δεν το κάνει, αφήνει την κρίση αυθαίρετη σε κάθε αστήρικτη απόφαση οποιουδήποτε καιροσκόπου, ημιμαθούς, ή εμπαθούς καλλιτεχνικού διευθυντή, ή μέλους επιτροπής. Πέραν όμως από αυτό, ο όρος ερασιτέχνης είναι στην τέχνη αδόκιμος. Το μόνο που ενδιαφέρει είναι η ποιότητα του καλλιτεχνικού έργου (προφανώς όχι η ποσότητα ή η συχνότητα), που στην περίπτωση αυτή θα κριθεί από την (αποδεκτή) υποκειμενικότητα των οργάνων (διευθυντών ή επιτροπών). Η καλλιτεχνική κοινότητα (έστω γκρινιάζοντας) είναι πάντοτε έτοιμη να δεχτεί την απόρριψη ενός καλλιτέχνη που στηρίζεται στις προσωπικές απόψεις υπεύθυνων κριτών. Η πιθανή (έως σίγουρη) κάθε φορά διαμαρτυρία οφείλεται στις διαφορές καλλιτεχνικών επιλογών, εκτιμήσεων και απόψεων. Όταν όμως τα κριτήρια είναι εξω-καλλιτεχνικά και αφορούν κάτι που δεν έχει σχέση με την ποιότητα του έργου (όπως τη διάρκεια ή τη σοβαρότητα ενασχόλησης τού καλλιτέχνη με το έργο, τη θεματολογία ή το είδος του έργου κ.λ.π.), τότε πρέπει όλοι να εξεγερθούμε, γιατί ο κίνδυνος θέσπισης και άλλως ανεξέλεγκτων μη καλλιτεχνικών κριτηρίων παραμένει ανοικτός (όπως π.χ. το καλλιτεχνικό έργο να είναι ελληνικό, ορθόδοξο, αισιόδοξο, εποικοδομητικό κ.λ.π.) Είναι βασικό θέμα αρχής να αντιληφθούμε όλοι ότι τέτοιες διακρίσεις είναι ουσιαστικά αντικαλλιτεχνικές. Αλλά και κάτι ακόμη πρέπει να σημειωθεί. Ο συντάκτης δεν γνωρίζει ίσως ότι διατυπώνονται στο εξωτερικό όλο και περισσότερες απόψεις σύμφωνα με τις οποίες η τέχνη μπορεί να ξαναβρεί τη χαμένη της ανατρεπτικότητα και ζωντάνια μόνον μέσα από μερικές ομάδες και μεμονωμένα άτομα.

Ο συντάκτης όμως έχει προφανώς κάποια ψυχολογική εμπλοκή με τον «επαγγελματισμό», τον οποίον παραδόξως ταυτίζει με την ποιότητα, λίγο πολύ όπως κάνουν οι πωλητές φωτογραφικών μηχανών, όταν προωθούν ένα ακριβό μοντέλο. Στην προγραμματική σύμβαση Σκοπέλου (διαισθάνομαι ότι πρόκειται για τον ίδιο συντάκτη με αυτόν του πορίσματος) γράφει (αρθρ.4 παρ.2 εδ.στ) ότι το Κέντρο Σκοπέλου θα δραστηριοποιείται για «να λειτουργεί και να δρα ως πανελλήνιος και διεθνής θεσμός με επαγγελματικό τρόπο και αντίληψη, αναδεικνύοντας την επαγγελματική υπόσταση και κατοχύρωση του καλλιτέχνη και κάθε άλλου πολιτιστικού εργάτη της φωτογραφίας».

Αν κατάλαβα καλά το πρόβλημα της καλλιτεχνικής φωτογραφίας είναι οι καλλιτέχνες να αποκτήσουν επαγγελματική κατοχύρωση. Πρόκειται ίσως για ένα είδος συνδικαλιστικών διεκδικήσεων. Και κάτι σαν επαγγελματίες ποιητές. Αλλά και τι νεολογισμός είναι πάλι αυτό το «πολιτιστικός εργάτης της φωτογραφίας»; Θα έχουμε τώρα να αναρωτιόμαστε αν η δουλειά που κάνουμε μας κατατάσσει στους επαγγελματίες-καλλιτέχνες -φωτογράφους ή στους πολιτιστικούς εργάτες-φωτογράφους; (σημ. οι μεταφράσεις από ξένη ορολογία δεν ευτυχούν πάντοτε στα ελληνικά).

ΟΙ ΦΟΡΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ

Όταν το πόρισμα φτάνει στο κεφάλαιο περί ιδιωτικών φωτογραφικών φορέων, οι προθέσεις γίνονται σαφέστερες. Οι φορείς διακρίνονται κατ’ αυτό στους καλλιτεχνικούς (τους …σοβαρούς δηλαδή) και στους … «άλλους», στους οποίους ο συντάκτης περιλαμβάνει τα συνδικαλιστικά όργανα των επαγγελματιών φωτογράφων «και τους συλλόγους των ερασιτεχνών φωτογράφων, που είναι από τη φύση τους, συνήθως πολυάριθμοι ως προς τα μέλη τους. Στην περίπτωση των ερασιτεχνών, η μόνη κατά κανόνα προϋπόθεση για την είσοδο νέου μέλους είναι η καταβολή τού ποσού εγγραφής».

Εν προκειμένω οι προθέσεις που κρύβονται πίσω από τις διακρίσεις είναι πλέον αναγνώσιμες. Δεν επιθυμώ να επεκταθώ στη σημασία που είχαν και έχουν για τη φωτογραφία στη χώρα μας οι επονομαζόμενοι έτσι αβασάνιστα «σύλλογοι ερασιτεχνών». Αλλά θα υπογραμμίσω ότι εξομοιώνονται οι επαγγελματικές οργανώσεις, των οποίων οι στόχοι είναι κυρίως οικονομικοί και πάντως συντεχνιακοί, με τις ομάδες αυτές, των οποίων το μοναδικό (καταστατικό και ουσιαστικό) ενδιαφέρον είναι η καλλιέργεια της καλλιτεχνικής φωτογραφίας. Και θα επισημάνω ότι το γεγονός των πολλών μελών και της χωρίς διακρίσεις εγγραφής των αποτελεί κατά τον συντάκτη κάτι το μεμπτόν και όχι λόγον επαίνου, εκτός και αν οραματίζεται και για τους ιδιωτικούς φορείς το είδος της «πολυφωνίας» που ετοιμάζει και για τους δημόσιους. Οι ιδιωτικοί φορείς ανοικτοί όπως είναι, αφήνουν τις επιλογές στην ελευθερία όσων συμμετέχουν σ’ αυτούς μέσα από την γνωριμία με το έργο και τους στόχους του φορέα και όχι μέσα από προκαταρκτικούς αποκλεισμούς.

Αν στο ίδιο κεφάλαιο (σελ. 86) προσέξουμε την παρατήρηση ότι αυτοί (οι «άλλοι») φορείς «μπορεί να επιχορηγούνται για συγκεκριμένες ποιοτικές ενέργειες που εξυπηρετούν την πορεία και τους στόχους της Εθνικής Πολιτικής για την Καλλιτεχνική Φωτογραφία, αλλά όχι για την κάλυψη λειτουργικών εξόδων», καταλαβαίνουμε σιγά-σιγά την πλοκή του έργου και τη φιλοσοφία του οικοδομήματος. Οι φορείς αυτοί δηλαδή δεν θα μπορούν να ενισχυθούν οικονομικά για να επιβιώσουν, κάτι που θα έπρεπε να είναι το πρώτιστο μέλημα. Αλλά και αν θελήσουν να καλύψουν μέρος της δαπάνης μιας έκθεσης, θα πρέπει αυτή να εξυπηρετεί τους στόχους της Εθνικής Πολιτικής, όπως περιοριστικά προσδιορίζονται στο πόρισμα αυτό. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω το γεγονός ότι απέφυγα συστηματικά, και ειδικά κατά την ημερίδα του Οκτωβρίου, να αναφερθώ στη συμβολή του «Φωτογραφικού Κύκλου» και τού «Φωτοχώρου» στη Φωτογραφία, την ώρα που οι περισσότεροι των ομιλητών με εκπληκτική απουσία μετριοπάθειας, ή έστω επιφανειακής σεμνότητας, εξεθείαζαν τη δική τους συμβολή, ενώ παράλληλα με ανάλογη επίδειξη μεροληψίας λησμονούσαν πλήρως τη συμβολή άλλων στις ιστορικές τους αναδρομές.

Μόνο που το εν λόγω πόρισμα με εξαναγκάζει να επισημάνω ότι στο παράρτημα 1, το οποίο υπογράφει ο κ. Μωρεσόπουλος, γίνεται σαφέστατη η διάκριση των φορέων και μάλιστα σε βάρος του «Φωτογραφικού Κύκλου», μολονότι η ουσιαστική συμβολή του στην υπόθεση της καλλιτεχνικής φωτογραφίας στην Ελλάδα από κανέναν δεν αμφισβητείται (είτε το έργο του «Κύκλου» τούς είναι προσφιλές είτε όχι).

Στην πρώτη κατηγορία («Φορείς και σχήματα Καλλιτεχνικής Φωτογραφίας») ο συντάκτης κατατάσσει το Φωτογραφικό Κέντρο Αθηνών, τον Parallaxis, το Ελληνικό Κέντρο Φωτογραφίας και την Camera Obscura. Σημειώστε ότι τα δύο βασικά μέλη του πρώτου συμμετέχουν στην ομάδα εργασίας (κ.κ. Κ. Αντωνιάδης και Ν. Παναγιωτόπουλος), ότι το δεύτερο ιδρύθηκε από τον κ. Α. Γεωργίου, επίσης μέλος της ομάδας εργασίας, ο οποίος είναι και ο ιδρυτής του τελευταίου φορέα, ενώ ο τρίτος ανήκει στον συντάκτη του παραρτήματος και επίσης μέλος της ομάδας κ. Σ. Μωρεσόπουλο. Ας σημειωθεί επίσης ότι εκ των τεσσάρων φορέων οι δύο έχουν «παγώσει» εδώ και χρόνια τις δραστηριότητές τους (Parallaxis και Ελληνικό Κέντρο Φωτογραφίας), αλλά οι άλλοι δύο έχουν ήδη επιχορηγηθεί, κατά επίσημη δήλωση του Υπουργείου, ο ένας με κάλυψη όλων των εξόδων λειτουργίας του (Φωτογραφικό Κέντρο Αθηνών) και ο άλλος με 10.000.000 (Camera Obscura). Η ανάγνωση του πορίσματος αφήνει τη βεβαιότητα ότι οι φορείς αυτοί θα συνδεθούν και στο μέλλον με την Εθνική Πολιτική με οικονομικούς και ηθικούς δεσμούς. Οι δραστηριότητες των επιδοτούμενων αυτών φορέων περιορίζονται στη διοργάνωση φωτογραφικών εκθέσεων.

Στη δεύτερη κατηγορία («Σύλλογοι Ερασιτεχνικής / Καλλιτεχνικής Φωτογραφίας») μνημονεύονται ο Φωτογραφικός Κύκλος, η Ελληνική Φωτογραφική Εταιρεία, η Λέσχη Φωτογραφίας και Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και Ελληνική Λέσχη Leica. Θα αφήσω τα σχόλια στην ευφυία των αναγνωστών. Ο συντάκτης του άρθρου αναφερόμενος πάντως στις αίθουσες φωτογραφικών εκθέσεων ομολογεί ότι σήμερα ως αμιγείς χώροι φωτογραφικών εκθέσεων λειτουργούν μόνον το «Φωτογραφικό Κέντρο Αθηνών» και ο «Φωτοχώρος». Ενώ αναφερόμενος στον χώρο των φωτογραφικών καλλιτεχνικών περιοδικών σημειώνει ότι μόνον το ένθετο της Camera Obscura στο «Εντευκτήριο» και ο «Φωτοχώρος» συνεχίζουν να εκδίδονται και σήμερα. Ως προς τις εκδόσεις μνημονεύονται τα θεωρητικά βιβλία του «Κύκλου», αλλά καμία από τις μονογραφίες του.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Το κείμενο εξελίσσεται ακόμα πιο επικίνδυνα, όταν ο ανώνυμος συντάκτης επιχειρεί να προσδιορίσει το είδος της φωτογραφίας που θα επιχορηγείται, θίγοντας το περιεχόμενό της, και όχι πλέον τα εχέγγυα σοβαρότητας (;) του φορέως. Αντιγράφω χαρακτηριστικά από τη σελίδα 105: «Από τα σχετικά προγράμματα επιχορήγησης του Τμήματος Φωτογραφίας και των άλλων θεσμικών οργάνων, εξαιρούνται εκθέσεις φωτογραφιών περιγραφικού χαρακτήρα και σκοπιμότητας (απεικονίσεις τοπίων, μνημείων, πραγμάτων, καταστάσεων ή γεγονότων), ακόμα και στις περιπτώσεις που διαθέτουν αισθητική και τεχνική ποιότητα, η οποία όμως από μόνη της δεν αποτελεί επαρκή προϋπόθεση της καλλιτεχνικής ιδιότητας. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η υψηλής ποιότητας φωτογραφική απεικόνιση – η απεικόνιση δηλαδή με άρτια τεχνική και αισθητική επάρκεια – είναι αυτονόητη υποχρέωση και προϋπόθεση κάθε σοβαρής επαγγελματικής εργασίας, αλλά όχι και το απαραίτητο εχέγγυο για τη δημιουργία καλλιτεχνικού έργου.»

Ας παραβλέψουμε το άτοπο για το είδος του εγγράφου διδακτικό ύφος και ας παρατηρήσουμε ότι και βέβαια η υψηλής ποιότητας φωτογραφική απεικόνιση δεν συνιστά εχέγγυο καλλιτεχνικής δημιουργίας, δεν μπορεί όμως να αποτελεί και λόγο αποκλεισμού της. Είναι επίσης απόδειξη άγνοιας, ή υπεραπλουστευμένης ανάγνωσης της τέχνης, η κατάταξη των φωτογραφιών σ’ αυτές που περιγράφουν και σ’ αυτές που δεν περιγράφουν. Τοσούτω μάλλον που η πρώτη κατηγορία καλύπτει το 95% της (παλαιάς και σύγχρονης) φωτογραφικής καλλιτεχνικής παραγωγής. Σε μία ανάλογη κοντόφθαλμη κατηγοριοποίηση ο επί εικοσιπενταετία διευθυντής του φωτογραφικού τμήματος του ΜΟΜΑ Νέας Υόρκης John Szarkowski είχε απαντήσει ότι είναι σαν να χωρίζεις τους ανθρώπους σε Ιρλανδούς και στους άλλους. Στην τέχνη άλλωστε σημασία δεν έχει τι απεικονίζεται, αλλά το πώς απεικονίζεται. Η κρίση επομένως πρέπει να γίνεται για κάθε φωτογράφο ή φωτογραφία χωριστά. Αλλιώς θα αποκλείσουμε γίγαντες φωτογράφους του παρελθόντος και πάρα πολλούς αξιόλογους νέους φωτογράφους του παρόντος.

Ο απόλυτος και αφοριστικός τόνος των διακρίσεων αυτών με παγώνει και με τρομάζει. Συνιστά ένα είδος προληπτικής λογοκρισίας. Δεν θα είχα καμιά αντίρρηση, αν οι συντάκτες εφάρμοζαν αυτές τις μονολιθικές τους απόψεις από τη θέση των καλλιτεχνικών διευθυντών, όπως άλλωστε έχουν πράξει στο παρελθόν, όταν αρκετοί από αυτούς είχαν συμμετάσχει σε επιτροπές κρίσεων, δεν μπορώ όμως να τις δεχτώ ως κατευθυντήριες γραμμές μιας Εθνικής Πολιτικής για οποιαδήποτε τέχνη. Θα ήταν κάτι ανάλογο με την απαίτηση στον χώρο της μουσικής να αποκλειστούν οι τονικοί συνθέτες, στον χώρο τού θεάτρου οι παραστάσεις σε ελισαβετιανή σκηνή, ή στον χώρο της ζωγραφικής οι ζωγράφοι του τελάρου. Πώς όμως συνδυάζεται η μονολιθικότητα αυτών των αντιλήψεων με τη διατύπωση του άρθρου 4, παρ/φος 2, εδάφιο 6 της προγραμματικής σύμβασης Σκοπέλου, όπου με υποκριτική αφέλεια σημειώνεται ότι το Κέντρο Σκοπέλου πρέπει «να υποστηρίζει την ελευθερία της έκφρασης και των ιδεών, τον πλουραλισμό, τη διαφορετικότητα και την αντιπαράθεση των απόψεων, προωθώντας την κριτική σκέψη και αποκλείοντας τον δογματισμό;»

Μου έρχονται στο νου αντίστοιχα κείμενα (και δυστυχώς με αντίστοιχη γλώσσα και ύφος) ολοκληρωτικών κομμάτων και καθεστώτων, που δήθεν υποστηρίζουν τις αρχές της δημοκρατίας και της ελευθερίας.

ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ

Ως προς τις ενισχύσεις των καλλιτεχνών παρατηρούμε μια σχετική τσιγκουνιά. Λόγου χάριν, για τους νέους δημιουργούς προβλέπονται ετησίως τρεις έως πέντε επιχορηγήσεις από μισό έως ένα εκατομμύριο. Σε δυσάρεστες σκέψεις μπαίνω όταν συγκρίνω τα ποσά αυτά με εκείνα που θα απαιτούνται για την συντήρηση των νεοθεσμοθετημένων οργανισμών.

Στην πρώτη αυτή κατηγορία επιχορηγήσεων προστίθεται ένας περιορισμός, γνωστός και από το παρελθόν, που στην εποχή της ευαισθησίας στις κοινωνικές διακρίσεις θα έπρεπε να έχει απαλειφθεί. Πρόκειται για τη θέσπιση ορίου «νεανικότητας» ηλικίας 35 ετών. Είναι λογικό να μας περάσει η σκέψη ότι η Cameron και ο Atget (ξέρετε αυτοί οι φωτογράφοι που απεικόνιζαν πρόσωπα και μνημεία) ξεκίνησαν μετά τα 45 τους. Ή ότι πολλοί νέοι στην εποχή μας αλλάζουν κατεύθυνση ενδιαφερόντων σε μεγαλύτερη ηλικία. Ή ότι ένας «μεγάλος» που αποφασίζει να γίνει «νέος» φωτογράφος θα έπρεπε ίσως να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο. Προλαμβάνω πιθανές πικρόχολες παρατηρήσεις δηλώνοντας ότι ο μεσήλιξ συντάκτης του παρόντος άρθρου δεν θα ζητούσε ποτέ προσωπική επιχορήγηση από το Δημόσιο. Όσο διδάσκω κάτι τέτοιο θα αποτελούσε αθέμιτο ανταγωνισμό προς τους μαθητές μου. Υπάρχει όμως και ένας ακόμα περιορισμός στην κατηγορία αυτή. Πρέπει ο αιτών να έχει καλλιτεχνική δραστηριότητα τουλάχιστον τριών χρόνων (εκθέσεις-δημοσιεύσεις). Αντιλαμβάνεστε τι εκβιασμοί, ικεσίες, και σοφιστείες θα επιστρατευτούν για τη συμπλήρωση των βιογραφικών. Ένα άλλο αρνητικό σημείο είναι ότι η επιτροπή κρίνει το επιχορηγούμενο έργο μετά την ολοκλήρωσή του, και καταβάλλει το δεύτερο ήμισυ του ποσού μόνον στην περίπτωση που το έργο πληροί τις ποιοτικές προδιαγραφές του προγράμματος! Από την ώρα όμως που η επιτροπή ενέκρινε τη χορήγηση οικονομικής ενίσχυσης δεν επιτρέπεται να μην καταβάλει το σύνολον του ποσού, και να μετατρέπεται έτσι σε τεχνοκρίτη ιεροεξεταστή. Διότι τότε ο καλλιτέχνης θα δημιουργεί με το άγχος των προτιμήσεων της επιτροπής. Ομολογώ ότι περισσότερο αντικαλλιτεχνική και αντιδεοντολογική άποψη δεν έχω συναντήσει. 

Εξάλλου είναι απίθανο να συνεχίσει κανείς να ασχολείται με την καλλιτεχνική δημιουργία, αν έχει περάσει από τις γραφειοκρατικές συμπληγάδες, που του ετοιμάζει η Εθνική Πολιτική. Αν, για παράδειγμα, επιθυμεί κάποιος νέος να ζητήσει επιχορηγήσεις για μια έκθεση, θα πρέπει να λάβει υπόψη του τα κριτήρια που θα εξετασθούν από τον φορέα και που είναι (σελ. 107): «Αξία και ποιότητα του φωτογραφικού έργου – Ενδιαφέρον και καινοτομία της πρότασης – Αξία του θεωρητικού/ερευνητικού έργου – Διοργανωτική ικανότητα και εμπειρία του αιτούντος – Ορθολογική σχέση κόστους/ποιότητας -Κύρος και ιστορία του αιτούντος – Προδιαγραφές τεκμηρίωσης, παρουσίασης, προβολής – Ποιότητα και κύρος του εκθεσιακού χώρου – Δυνατότητας πρόσβασης του κοινού – Προοπτικές διακίνησης στην περιφέρεια και στο εξωτερικό – Ένταξη παραλλήλων δραστηριοτήτων – Συμμετοχή άλλων φορέων του εσωτερικού και του εξωτερικού, καλλιτεχνών, θεωρητικών, κριτικών, ιστορικών, εκπαιδευτικών κ.α. – Υποστήριξη χορηγών και εξασφάλιση και άλλων πηγών χρηματοδότησης – Προτεραιότητες και κατευθύνσεις της Εθνικής Πολιτικής”.

Η κορωνίδα του κεφαλαίου ακούγεται σχεδόν ειρωνική: «Για την οργάνωση και παραγωγή εκθέσεων ελληνικής φωτογραφίας εθνικού και ιστορικού περιεχομένου είναι σαφές ότι χρειάζεται ουσιαστικότερη έρευνα και μελέτη του υλικού και περισσότερο ψύχραιμη αποτίμηση». Σκεφτείτε λοιπόν, ότι η εξουθενωτική απαρίθμηση των κριτηρίων της προηγούμενης παραγράφου δεν μας εξασφαλίζει ούτε καν ψύχραιμη αποτίμηση!

Υπάρχουν όμως και άλλες κατηγορίες επιχορηγουμένων φωτογράφων. Όσων έχουν δέκα ή δεκαπέντε ετών καλλιτεχνική προϋπηρεσία. Αυτοί μάλιστα έχουν το πρόσθετο βάρος να δικαιολογήσουν στην αίτησή τους «την χρησιμότητα του έργου για την καλλιτεχνική-επαγγελματική τους εξέλιξη». Τουλάχιστον οι φωτογράφοι δεκαπενταετίας δεν θα έχουν σημαντικό πρόβλημα, αφού το 1980 μετριόντουσαν στα δάχτυλα των δύο χεριών. Από εκεί, λοιπόν, που ως δικηγόρος έπρεπε να συνοδεύω το όνομά μου με το «παρά Πρωτοδίκαις», «παρ’ Εφέταις», ή «παρ’ Αρείω Πάγω», τώρα ως φωτογράφος θα πρέπει να θεωρούμαι «τριετούς», «δεκαετούς», ή «δεκαπενταετούς» προϋπηρεσίας. Αφήστε το πρόβλημα που θα δημιουργηθεί, αν το βιογραφικό περιλαμβάνει καμιά μεγάλη «νεκρή» περίοδο.

Οι επιχορηγήσεις βιβλίων και περιοδικών κρύβουν και αυτές τις δικές τους εκπλήξεις. Προϋπόθεση για την επιχορήγηση καλλιτεχνικού περιοδικού είναι μεταξύ άλλων, και η πολυφωνία του. Παράξενο πράγματι, αν σκεφτεί κανείς ότι η Εθνική Πολιτική δεν διακρίνεται για τις πολυφωνικές της τάσεις, αλλά ζητάει κάτι τέτοιο, από ένα περιοδικό που έχει κάθε δικαίωμα να εκφράζει μια καλλιτεχνική κατεύθυνση.

Το ποσοστό της επιχορήγησης κυμαίνεται από 10% έως 50% του συνολικού κόστους της έκδοσης χωρίς να προσδιορίζεται ο λόγος της διακυμάνσεως αυτής. Ο «Φωτοχώρος» επιχορηγήθηκε φέτος (από τα έσοδα του Λόττο) με 2.000.000 για τέσσερα τεύχη. Το ποσόν αυτό αντιπροσωπεύει το 20% περίπου του κόστους παραγωγής του εντύπου, ή το 10% περίπου του συνολικού κόστους.

Προβλέπεται όμως και μία εξαίρεση για περιοδικά «καθαρά θεωρητικού περιεχομένου, με χαμηλή αναγνωσιμότητα, των οποίων η επιχορήγηση μπορεί να καλύψει και το 100% του ελλείμματος τους». Άλλη μία παράξενη διάταξη. Μήπως προετοιμάζεται έντυπο, και μάλιστα εκ τού ασφαλούς, αφού ο εκδότης του δεν θα έχει να φοβηθεί καμιά απολύτως εμπορική αποτυχία, όσο υψηλή και αν είναι; Μήπως ο «Φωτοχώρος» πρέπει να πάψει να αγωνιά για διαφημίσεις και να επιδιώξει χαμηλή αναγνωσιμότητα, μια και έτσι και αλλιώς είναι θεωρητικό περιοδικό;

Προβλέπεται ευτυχώς και η επιχορήγηση φωτογραφικών μονογραφιών. Αλλά με μια σκανδαλώδη προϋπόθεση:  Ο αιτών καλλιτέχνης να έχει αποδεδειγμένη μακρόχρονη, συνεχή και καταξιωμένη πορεία. Έξω, λοιπόν, και πάλι οι καινούργιοι, έξω όσοι πέρασαν ένα χρονικό κενό στην καλλιτεχνική τους πορεία, έξω όσοι δεν μπορούν (γιατί δεν το κατανοούν) να αποδείξουν ότι είναι καταξιωμένοι. Θρίαμβος των βιογραφικών σημειωμάτων και των αποκομμάτων απ΄ τον Τύπο. Και μόνον η χρήση του όρου «καταξιωμένος» αποδεικνύει τον καλλιτεχνικό οπισθοδρομισμό του συντάκτη.

Και αυτοί όμως οι αποδεδειγμένα «άξιοι» οφείλουν να πληρούν μια ακόμα εξωφρενική προϋπόθεση: «…να εξασφαλίσουν σοβαρό κριτικό κείμενο που να σχολιάζει και να αναλύει το παρουσιαζόμενο έργο». Οι μαθητευόμενοι μάγοι ανακάλυψαν τον Λόγο, ο οποίος νομιμοποιεί την εικόνα. Σκέφτομαι μελαγχολικά τους πολλούς και νέους και αξιόλογους φωτογράφους που παρουσιάζουν πλέον τη δουλειά τους χωρίς το παραμικρό επεξηγηματικό σχόλιο, ούτε καν τη βιογραφία τους (ο Ken Schless με το περίφημο “Invisible City”, ο Lin Delpierre και τόσοι άλλοι.) Ποιος ξέρει αν αυτή η αναχρονιστική και νεοδογματική άποψη δεν κάνει «σχολή», ώστε στο μέλλον να απαιτείται κριτική ανάλυση για κάθε σοβαρή ανθρώπινη πράξη. Η νοοτροπία του συντάκτη δεν θα το απέκλειε.

ΠΕΝΘΙΜΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ – ΙΣΧΝΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ

Είναι αμφίβολο αν το μακροσκελές πόνημα θα διαβαστεί προσεκτικά από το κοινό. Ο όγκος του και οι διακλαδώσεις των περιπτώσεων και υποπεριπτώσεων ωθούν επιτακτικά στην χωρίς χρονοτριβή ταξινόμησή του στα ράφια της βιβλιοθήκης. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να πράξω ακριβώς το ίδιο και να θεωρήσω την όλη ιστορία μια απλή παρένθεση στην περιπέτεια των τεχνών στη χώρα μου, όπου το ασαφές έχει καθιερωθεί ως σοφόν και τα ίδια συμφέροντα ως εθνική αναγκαιότητα. Αποφάσισα όμως εν τέλει να εκφράσω δημόσια τις επιφυλάξεις μου θεωρώντας ότι το αντίθετο θα αποτελούσε πράξη δειλίας και εφησυχασμού.

Θεωρώ υποχρέωσή μου να καταγγείλω ένα κείμενο ολοκληρωτικών αντιλήψεων και αυταρχικής δομής, που αντιμετωπίζει την τέχνη με γραφειοκρατικούς κανόνες και κριτήρια ασφυκτικά που έχουν πλέον εγκαταλειφθεί ακόμα και στους χώρους των θετικών επιστημών ή των κομματικών διαδρόμων. Η τέχνη δεν ενισχύεται με κατηγοριοποιήσεις καλλιτεχνών, ούτε με κατατάξεις καλλιτεχνικών έργων. Ούτε και με την ανάδειξη πολλών ισχυρών μανδαρίνων. Οι θεσμοί που ο νυν Υπουργός διακηρύσσει πως θέλει να αφήσει πίσω του, μπορεί να καλλιεργήσουν τις τέχνες, μπορεί όμως (και είναι το πιθανότερο) να αποτελέσουν άριστες φωλιές ατάλαντων ισχυρών της τέχνης. Συνήθως οι θεσμοί βοηθούν τους θεσμοφύλακες και όχι τους δημιουργούς, οι οποίοι αναπνέουν μόνον μέσα σε ατμόσφαιρα ελευθερίας, σεβασμού και ανοχής.

Εξάλλου, ουδείς διανοείται να απαγορεύσει σε οποιονδήποτε να υποστηρίζει το είδος της τέχνης που προτιμά και να βοηθά και να προωθεί τους καλλιτέχνες που το εκφράζουν. Μόνον που το κράτος δεν δικαιούται να μετατρέπεται σε μεροληπτικό τεχνοκριτικό. Θα πρέπει να ενδιαφέρεται για την υποστήριξη κάθε σοβαρής, ποιοτικής δουλειάς, ή προσπάθειας, αλλιώς (και μη σας τρομάζει αυτό) δεν θα κάνει τίποτα το διαφορετικό από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα που υποστήριζαν μόνον το είδος της τέχνης με το οποίο συμφωνούσαν. Η συχνή και χωρίς προσκόμματα εναλλαγή των καλλιτεχνικών διευθυντών και επιτροπών εξασφαλίζει την πολυπόθητη πολυφωνία και ποικιλία που η ανάπτυξη της τέχνης έχει ανάγκη.

Οι ρυθμίσεις του πορίσματος της ομάδας εργασίας προδίδουν μια αγωνία να προβλεφθεί και εξαφανιστεί κάθε παράθυρο, που θα επέτρεπε σε μια άλλη άποψη από αυτήν που υποστηρίζει ο συντάκτης, να αναπτυχθεί και να υποστηριχθεί. Ή που θα επέτρεπε σε κάποιο πρόσωπο ή φορέα εκτός της συγκεκριμένης καλλιτεχνικής παρέας να έχει λόγο για το μέλλον της φωτογραφίας.

Γιατί όμως τέτοιος φόβος; Μήπως οφείλεται στην απειλή των ρουσφετιών, ή στην πιθανή ανικανότητα καλλιτεχνών διευθυντών και επιτροπών; Αλλά τα ρουσφέτια θα υπάρχουν (έστω συγκαλυμμένα) πάντοτε, και ανίκανοι καλλιτεχνικοί διευθυντές είναι φυσικό ενίοτε να διαδέχονται τους ικανούς. Είναι καλύτερα να πάρουν κάνα δύο ατάλαντοι φωτογράφοι επιχορήγηση (άλλωστε τέτοιοι μπορεί να υπάρχουν σε κάθε είδος φωτογραφίας και σε κάθε φορέα) και να καταλάβει κάποιον θώκο και ένας ακατάλληλος διευθυντής, από το να θεσμοθετήσουμε απαγορεύσεις (όχι σε μη «καταξιωμένους», όχι σε «ερασιτέχνες», όχι στην «καθαρή» φωτογραφία) που κινδυνεύουν να ευνουχίσουν τη φωτογραφία στερώντας την από αξιόλογους νέους δημιουργούς και να την εγκλωβίσουν σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις κάτω από την καθοδήγηση των ίδιων και ίδιων ανθρώπων.

Αν ενδεχομένως κατηγορηθώ πως η πολεμική μου κατευθύνεται από κάποιο ίδιο όφελος θα ήθελα να διαβεβαιώσω ότι το μόνο που θα ήλπιζα (σε προσωπικό επίπεδο) από μια εθνική πολιτική, θα ήταν η ενίσχυση των δραστηριοτήτων του «Κύκλου», των φωτογράφων του και του «Φωτοχώρου». Πράγμα που (κάτω από τις παρούσες ρυθμίσεις) παρουσιάζεται από απίθανο έως αδύνατον, αλλά που δεν θα το αρνηθούμε αν παρά ταύτα μπορέσουμε να το διεκδικήσουμε. Δεν βλέπω όμως τον εαυτό μου αναμειγμένο σε διοικητικές δημόσιες θέσεις, ούτε τον θεωρώ ιδιαίτερα υπομονητικό και ικανό γι αυτές (μολονότι διαθέτω και δίπλωμα οδηγήσεως αυτοκινήτου!). Γι αυτό οι παραπάνω παρατηρήσεις μου αφορούν ειλικρινά την ενίσχυση μιας τέχνης σε πνεύμα ελευθερίας.

Αν πράγματι εξετάσει κανείς όλο το πολύπλοκο διαρθρωτικό οικοδόμημα που αναπτύχθηκε στις υπερδιακόσιες σελίδες του πορίσματος, θα διαπιστώσει ότι πρόκειται στην ουσία για έναν μηχανισμό διάθεσης κρατικών πόρων, ο οποίος όμως εμφανίζεται υπερβολικά γραφειοκρατικός, συγκεντρωτικός, μεροληπτικός και σπάταλος σε μη παραγωγικές δαπάνες. Πιστεύω ότι σε μια εποχή κατά την οποία έχει διεθνώς κλονιστεί η αξιοπιστία της κρατικής μηχανής, ακόμα και για χώρους παραδοσιακής κρατικής ευθύνης δεν είναι πολύ πετυχημένο να εγκλωβίσουμε την τέχνη σε τόσο ασφυκτικές γραφειοκρατικές διαδικασίες, κάτω από ουσιαστικό κυβερνητικό έλεγχο.

Θα έβλεπα αντίθετα ένα πολύ μικρό και ευέλικτο σχήμα, είτε μέσα στον οργανισμό του Υπουργείου, είτε εκτός αυτού, το οποίο συνεπικουρούμενο από μια μικρή γνωμοδοτική επιτροπή θα ενίσχυε μέσα από διακριτική και ευγενική παρουσία την ιδιωτική (καλλιτεχνική, θεωρητική, διδακτική, εκπαιδευτική) πρωτοβουλία στη δημιουργία, στις εκθέσεις, στις δημοσιεύσεις, στην παιδεία. Η εναλλαγή των λίγων αυτών υπευθύνων σε διαστήματα όχι μεγαλύτερα της διετίας (όχι τετραετίας, ή πενταετίας που προβλέπει το πόρισμα) θα εξασφάλιζε την επιθυμητή πολυφωνία, η οποία εξάλλου θα έπρεπε έτσι κι αλλιώς να αποτελεί μέλημα κάθε σχετικής επιτροπής. Αντίθετες ρυθμίσεις είναι και πολυδάπανες και δυσκίνητες, ενώ έχουν το μειονέκτημα να γεννούν επικίνδυνες εξουσίες και να αναδεικνύουν τσάρους των καλλιτεχνικών χώρων.

Φοβάμαι ότι ακριβώς τη στιγμή που η ελληνική φωτογραφία είχε αρχίσει να εξασφαλίζει πολυφωνία και γνώση, και είχε μόνον ανάγκη οικονομικής ενίσχυσης, ο βηματισμός που επιχειρείται να της επιβληθεί θα λειτουργήσει σαν τροχοπέδη. Εύχομαι να κάνω λάθος.