fbpx

Χρώμα και φωτογραφία (1994)

Η φωτογραφία, ιδιότυπη ακτινογραφία της πραγματικότητας, διακατέχεται από την αγωνία για την αλήθεια των πραγμάτων σε σχέση με τον χρόνο μέσα στον οποίο αυτή αιωρείται. ΄Οπλο της η εικονιζόμενη αλήθεια τού παρατηρητή. Ο φωτογράφος-παρατηρητής οσφραίνεται την κρυμμένη ουσία, διαισθάνεται τη συγκαλυμμένη ισορροπία, αντιλαμβάνεται τη σιωπηλή τάξη, όταν, ταυτιζόμενος με τα φαινόμενα, τα διαπερνά, με μοναδικό εφόδιο την πίστη στη δική του θεώρηση κάθε συγκεκριμένη στιγμή. Αυτή είναι και η μόνη υπαρκτή πραγματικότητα, και εκείνος από παρατηρητής μετατρέπεται σε δημιουργό.

Η συνειδητοποίηση αυτής της διαδικασίας είναι η αρχή μιας γοητευτικής περιπέτειας, όπου ο φωτογράφος, γλύπτης του χώρου και του χρόνου, ταυτίζεται με το υλικό του, τον φαινόμενο κόσμο, για να τον προσαρμόσει στη δική του εικόνα γι’ αυτόν. Είναι ένας ειλικρινής ψεύτης. Ένας αθώος βιαστής. Κάποιος που καταδικάστηκε να ζει σφιχταγκαλιασμένος με την πραγματικότητα, υπηρετώντας την πιστά και αμφισβητώντας την αενάως.

Η αμφισβήτηση προκύπτει από την αμφιβολία. Τα πάντα θέτουν το ερώτημα της ταυτότητάς τους. Οι λέξεις που τα προσδιορίζουν, εφευρήματα της δικής μας αδυναμίας, εκλιπαρούν υπογραμμίσεις και προσδιορισμούς. «Ωραίο άνθος» λέμε, γιατί τρομάζουμε να συλλάβουμε την ουσία (το ωραίο περιττεύει). «Σ΄ αγαπώ πολύ», λέμε, γιατί αδυνατούμε να συνειδητοποιήσουμε την έννοια (το πολύ περιττεύει). Ο φωτογράφος πρέπει να καθορίσει τις δικές του ταυτότητες των πραγμάτων. Οι επιθετικοί προσδιορισμοί και οι υπογραμμίσεις συνιστούν επιφανειακές ευκολίες, ενώ στην πραγματικότητα του αφαιρούν τη δική του εσωτερική όραση.

Και ξαφνικά η τεχνολογία επιρρίπτει στον αγωνιούντα και αγωνιζόμενο παρατηρητή-δημιουργό νέο και δυσβάστακτο βάρος. Το χρώμα. Που οξύνει την ψευδαίσθηση της περιγραφής, παραμερίζοντας από τα φαινόμενα τις αμφιβολίες και τις σκιές. Και που συνιστά τον ιδανικό επιθετικό προσδιορισμό. Για την τεχνολογία, όμως, η φωτογραφία δεν είναι η ακτινογραφία, αλλά η φωτοτυπία του κόσμου. Και τέχνη η μίμηση των φαινομένων. Επόμενο βήμα η προσθήκη της τρίτης διάτασης. Ώστε τα εμπόδια, πολλαπλασιαζόμενα, να καταστήσουν το έργο της παραχάραξης του υπαρκτού κόσμου ακατόρθωτο.

Η κυρίαρχη παρουσία της έγχρωμης φωτογραφικής εικόνας σήμερα, όπως θα υποστήριζαν οι θιασώτες της με αναντιλέκτως λογικά επιχειρήματα, οφείλεται στο γεγονός ότι: Η φωτογραφία μιλάει για τη ζωή. Το χρώμα είναι βασικό στοιχείο στον κόσμο. Ας μη το αγνοήσουμε. Κι ας είναι αυτό μια πρόσθετη πρόκληση για τη φωτογραφική μας ευφυία, αφού ο πολλαπλασιασμός των εμποδίων θα μεγεθύνει τη δόξα εκείνου που τα υπερέβη. Άλλωστε, ο κατά την κρατούσα άποψη συγγενής χώρος της ζωγραφικής είναι παραδομένος στο χρώμα. Ας τον μιμηθούμε. Κι αν το ρούχο, το αίμα, η σάλτσα, ή το ηλιοβασίλεμα είναι κόκκινο, ας το δείξουμε έτσι. Το αποτέλεσμα θα είναι άμεσα εκτυφλωτικό.

Αν όμως κινηθούμε προς το μέρος της μειοψηφίας των σκιών θα δούμε ότι: Ίσως περισσότερο συγγενείς είναι η γλυπτική και το σκίτσο, όπου αντίστοιχα κυριαρχεί ο χώρος και ο χρόνος. Οι όγκοι στη γλυπτική έχουν μεγαλύτερο αισθητικό βάρος από αυτό που απεικονίζουν. Η αληθοφάνεια της φωτογραφικής ακρίβειας του φακού και εκείνη των τριών διαστάσεων του γλυπτικού χώρου αποτελούν ικανό δέος προς υπέρβαση. Από μόνες τους. Στη ζωγραφική, πάλι, το χρώμα είναι ευδιάκριτο ψέμα. Γι’ αυτό, εκεί, η χρήση του επιβάλλεται. Αποτελεί ανεκτίμητο εφόδιο για τη μεταμόρφωση. Στη ζωγραφική το χρώμα δεν προσθέτει. Είναι η ίδια η ζωγραφική. Αντίθετα τα σκίτσα είναι στιγμιότυπα. Φευγαλέες εικόνες.

Η φωτογραφία ασχολείται με τον κόσμο των σκιών. Η απουσία χρώματος επιτρέπει στο μάτι, αλλά και το εξαναγκάζει, να διεισδύσει εκεί όπου τα πράγματα δεν έχουν συγκεκριμένες έννοιες. Για τη φωτογραφική εικόνα οι επιθετικοί προσδιορισμοί που επιχειρεί να προσθέσει το χρώμα αποτελούν περιττές υπογραμμίσεις. Ανώφελα σημεία στίξης. Πέπλα που ο θεατής καλείται να διαπεράσει, για να οδηγηθεί στο κέντρο. Και που ανθίστανται, συνήθως με επιτυχία, στην απόπειρα παραβίασής τους καθηλώνοντας τον θεατή στη θέση που εκείνα του έχουν καθορίσει.

Η φωτογραφία είναι παιδί της ομίχλης. Όπου οι όγκοι ξεπηδούν μετέωροι. Είναι παιδί της νύχτας. Όπου το μαύρο περιγράφει. Είναι παιδί της αμφιβολίας, όπου ο δημιουργός υπαινίσσεται και δεν καθοδηγεί.

Οι λέξεις στην ποίηση δεν σημαίνουν τίποτε άλλο από εκείνο που η θέση τους στον στίχο προτείνει. Δεν επιβάλλουν περιεχόμενο. Υπονοούν. Τα εικονιζόμενα στοιχεία μιας ασπρόμαυρης φωτογραφίας δεν είναι οι απεικονίσεις στοιχείων υπαρκτού κόσμου. Είναι κενά. Τρύπες στο μαύρο ή στο άσπρο. Καθορίζονται από τα συμφραζόμενα. Υποδηλούν αξίες φωτογραφικές. Γίνονται αλληγορίες οπτικής ποίησης. Ο χρόνος είναι γκρίζος και ο χώρος άχρωμος.

Πιθανόν αυτοί που νομιμοποιούνται περισσότερο να χρησιμοποιούν το χρώμα να είναι οι εικαστικοί φωτογράφοι. Όσοι μέσω των γκαλερί παίζουν το παιχνίδι της φωτογραφικής-ζωγραφικής. Αυτοί ομολογούν πως ο χρόνος και οι σκιές του δεν τους αφορούν. Αισθητικοποιούν τα αντικείμενα. Ζωγραφίζουν με το φακό, με στόχο την εικονογράφηση μιας ιδεοπλασίας ή την παραγωγή διακοσμητικής αισθητικής.

Αν όμως προσπαθείς να ανασύρεις τις κρυμμένες σου ρίζες, αν μισοκλείνεις τα μάτια σου για να δεις πιο καθαρά στο σκοτάδι, αν σηκώνεσαι ψηλά για να μελετήσεις τον χώρο σου, αν αγωνιάς να διακρίνεις την ουσία, τότε το χρώμα σε πολεμάει. Θωρακίζει τον κόσμο. Δημιουργεί γύρω από τα πράγματα μια λεπτή, αλλά ανθεκτική, επένδυση. Κι ο ρόλος σου μετατρέπεται από εκείνον που αποφασίζει σε εκείνον που υφίσταται.

Ο θεατής συνήθισε στο χρώμα γιατί έχει κολλήσει στην επιφάνεια της πραγματικότητας. Τον ενδιαφέρει ακριβώς αυτό που είναι, αυτό που κάνει κι αυτό που βλέπει. Και το χρώμα τού δίνει την ψευδαίσθηση τού καθρέφτη. Πιστεύει πως αντικρίζει την αλήθεια, ενώ δεν αντικρίζει παρά αυτό που έτσι και αλλιώς τον περιβάλλει και έχει μάθει να εκλαμβάνει ως αλήθεια. Διογκωμένο, υπογραμμισμένο, υποβαθμισμένο, δεν έχει σημασία. Αφορά μόνο τα φαινόμενα. Ο ιδιοφυής όμως φωτογράφος μπορεί διαπερνώντας το χρώμα να καταφέρει να επιστρέψει σ' αυτό χρησιμοποιώντας συνειδητά το ψεύδος του και να το μετατρέψει από επίθετο σε ουσιαστικό. Τότε θα μας δημιουργήσει τη φωτογραφική αναλογία τού χρυσού των εικόνων. Θα μας οδηγήσει στην αφαίρεση των χρωματικών αξιών. Τα μπλε μάτια κι ο γαλάζιος ουρανός θα γίνουν βλέμμα και αέρας. Τότε το χρώμα θα γίνει αόρατο.