Οι μεταπολεμικές δυτικές κοινωνίες, σίγουρες για τις οικονομικές και πολιτικές τους επιλογές, έχουν από καιρό στραφεί και επίσημα προς τις τέχνες. Η πολιτική εξουσία ενέταξε τις τέχνες στον χώρο των ενδιαφερόντων της, άλλοτε για να τις χαλιναγωγήσει κι άλλοτε σαν άλλοθι για την ουσιαστική της προς αυτήν αδιαφορία. Μόνο που με την τέχνη δύσκολα συμβιβάζεται η τέχνη της πολιτικής. Η τελευταία έχει ανάγκη από διερευνήσεις και ισορροπίες συμφερόντων, από χάραξη στρατηγικής και από στόχους. Διαστάσεις άγνωστες, αν όχι επιβλαβείς, για την τέχνη. Είναι αλήθεια βέβαια πως η τέχνη είχε πάντοτε σχέσεις εξάρτησης και ταυτόχρονα αντιδικίας με την εκάστοτε εξουσία. Ο καλλιτέχνης ήταν ο χειραφετημένος γελωτοποιός, που έλεγε τις αλήθειες στις οποίες πίστευε ο ίδιος και όχι αυτές που ήθελε να ακούσει ο άρχοντας. Υπήρχαν όμως εποχές που οι άρχοντες κατανοούσαν τις αλήθειες των καλλιτεχνών, ακόμα κι αν δεν τους βόλευαν. Κι ακόμα καλύτερα, που ήταν σε θέση να εκτιμήσουν και το έργο τους και μάλιστα να το εμπνεύσουν και να το προκαλέσουν. Πρόκληση αναγκαία για τον καλλιτέχνη, ο οποίος αντίθετα από ό,τι πιστεύεται, έχει ανάγκη την παραγγελία, μια και ο τρόμος μπροστά στην αβεβαιότητα του καλλιτεχνικού αποτελέσματος τον απομακρύνει από τη δημιουργία και του προσφέρει δικαιολογίες και όχι κίνητρα.
Ο φωτισμένος άρχοντας των αλλοτινών χρόνων ήξερε πως για να αφήσει στον χρόνο ένδοξη μνήμη ήταν αναγκαίο να συνδέσει το όνομά του με έργα τέχνης. Ο καλλιτέχνης εύρισκε στη σκιά της κάθε εξουσίας, πολιτικής ή θρησκευτικής, την οικονομική αλλά και ηθική υποστήριξη, χωρίς τις οποίες δεν θα μπορούσε να επιβιώσει. Η σχέση όμως αυτή αφαιρούσε συχνά από τον καλλιτέχνη την κριτική του διαύγεια, μια και η ανάγκη του για οικονομική, αλλά και ηθική, επιβεβαίωση τον καθιστούσε τυφλό σύμμαχο επικίνδυνων εξουσιών. Κάτι που είδαμε συχνά, ακόμα και στα τελευταία ζοφερά μεσοπολεμικά χρόνια, να συμβαίνει με διάσημα ονόματα, και που η ιστορία φρόντισε (και ίσως σωστά) να ξεχάσει. Στο τέλος βέβαια από τη σχέση αυτή ο μόνος κερδισμένος παρέμενε πάντοτε η εξουσία.
Κατά την μεταπολεμική εποχή η εξουσία υποτάχτηκε στα κελεύσματα της προπαγάνδας και στα επιχειρήματα του διαφημιστικού λόγου. Οι κυβερνήσεις εντυπωσιασμένες από τη φιλοσοφία και την αποτελεσματικότητα της πολιτικής των ιδιωτικών επιχειρήσεων σχεδόν αυτόματα υιοθέτησαν τις μεθόδους και τις εκτιμήσεις των πετυχημένων του εμπορικού χώρου. Η προστασία της τέχνης έγινε μέρος της πολιτικής για την καλλιέργεια μιας εικόνας κατά το πρότυπο των επιταγών της διαφήμισης. Σύμφωνα όμως με αυτή τη λογική εκείνο που ενδιαφέρει είναι το άμεσο και το προφανές και όχι το ουσιαστικό και διαρκές. Αν άλλωστε συνέβαινε το αντίθετο, η εξουσία θα έδειχνε πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την καλλιτεχνική παιδεία, η οποία εξασφαλίζει διάρκεια και βάθος στην παραγωγή καλλιτεχνικού έργου, χωρίς όμως να μπορεί να υπόσχεται και άμεσα οφέλη που απαιτεί να εισπράξει η συγκεκριμένη εκείνη τη στιγμή εξουσία.
΄Ενα γεγονός που επηρέασε σημαντικά τη σχέση του καλλιτέχνη με την εξουσία είναι η διάσταση, που πρωτοφάνηκε στο μέσον του περασμένου αιώνα και κορυφώθηκε στα τελευταία χρόνια, ανάμεσα στην καλλιτεχνική δημιουργία και την αποδοχή της από τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Η διάσταση αυτή οδήγησε πολλούς άξιους δημιουργούς είτε σε πρακτική αδυναμία δημιουργίας, όπως συνέβη με τέχνες που απαιτούσαν υψηλό κόστος παραγωγής (π.χ. τέχνες του θεάματος), είτε σε ουσιαστική καλλιτεχνική απομόνωση και απραγία. Ταυτόχρονα όμως γέννησε και τη διάκριση ανάμεσα στην τέχνη των εμπόρων και στην τέχνη των δημιουργών. Η πρώτη, αν και όχι εξ ορισμού κακή, άρχισε να καθοδηγείται από τις απαιτήσεις και τον μέσο όρο του ευρύτερου κοινού και όχι από το όραμα και τη δημιουργική άποψη του καλλιτέχνη, με συνέπεια να καταλήξει να προσδιορίζεται περισσότερο από τους νόμους της αγοράς παρά από καλλιτεχνικούς προβληματισμούς. Ακραία μορφή της συνιστά η παντοδύναμη βιομηχανία του θεάματος, της οποίας τα καλαίσθητα συχνά αποτελέσματα δεν αρκούν για να αφαιρέσουν την ετικέτα του εμπορικού προϊόντος και να την αντικαταστήσουν με εκείνην του έργου τέχνης.
Η δεύτερη, η τέχνη δηλαδή της οποίας πρώτιστο μέλημα είναι ο διάλογος του καλλιτέχνη με τον δικό του εσωτερικό κόσμο και με τη γλώσσα του μέσου που χρησιμοποιεί, βρέθηκε περισσότερο από ποτέ εξαρτημένη από την εξουσία, μια και μόνον αυτή μπορεί να επιτρέψει την γέννηση και ενδεχομένως τη διάδοση ενός έργου τέχνης, και ακόμα περισσότερο εκείνου που απαιτεί υψηλά ποσά για την παραγωγή του. Έτσι, βέβαια, μια τέχνη που της αρέσει να διεκδικεί τα εύσημα της ιδιαιτερότητας βρέθηκε να εξαρτάται από την κατεξοχήν συντήρηση που εκφράζει η εκάστοτε εξουσία.
Υπάρχει όμως μια βασική διαφορά ανάμεσα στην εποχή των φωτισμένων, αν και απολυταρχικών εξουσιών, και των σημερινών πολιτικών κυβερνήσεων. Η δημοκρατική διαχείριση της εξουσίας δεν επιτρέπει την ύπαρξη κρατικών αξιωματούχων που να λειτουργούν όπως οι παλαιοί μαικήνες. Οι προσωπικές επιλογές υπουργών ή υπαλλήλων δεν μπορούν να αποτελούν ασφαλή γνώμονα συμπεριφοράς και μάλιστα τέτοιον που να εξασφαλίζει και την έξωθεν καλή μαρτυρία. Άλλωστε, αν είναι ελαφρώς επικίνδυνο να κατευθύνεται η τέχνη από τις προσωπικές προτιμήσεις ενός ανθρώπου, είναι απείρως πιο απευκταίο να εξαρτάται από τις προτιμήσεις ενός κρατικού οργάνου, που καλύπτεται αναγκαστικά κάτω από το βάρος των δημοκρατικών διαδικασιών και θεσμών. Οι σύγχρονες δημοκρατικές εξουσίες δεν μπορεί, ούτε πρέπει, να μετατρέπονται σε τεχνοκρίτες, ούτε ρόλος τους είναι να δίνουν κατευθύνσεις καλλιτεχνικής πολιτικής. Δεν μπορεί να καλύπτονται πίσω από την απρόσωπη ουδετερότητα των αδέκαστων και ακριβοδικαίων δημοκρατικών διαδικασιών και ταυτοχρόνως να γοητεύονται από την άσκηση μιας αυθαίρετης πολιτικής προσωπικών επιλογών.
Τα ερωτήματα (και οι αντίστοιχες παγίδες) που η εξουσία θα είχε να αντιμετωπίσει κατά την άσκηση μιας πολιτιστικής πολιτικής είναι περίπου αυτά που ακολουθούν, χωρίς βέβαια η απαρίθμησή τους να είναι περιοριστική: α) Υπάρχει ανάγκη ύπαρξης Υπουργείου Πολιτισμού; β) Αν η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι θετική, τότε από πού αρχίζει και πού τελειώνει η έννοια «πολιτισμός»; γ) Η εξουσία θα επιχειρήσει να “δώσει καλλιτεχνική γραμμή” σύμφωνα με τους δικούς της στόχους ή με τις προσωπικές αντιλήψεις των οργάνων της; δ) Θα ασκήσει μέσω της πολιτιστικής της πολιτικής και πολιτική άλλων χώρων π.χ. εξωτερική, κοινωνική κλπ.; ε) Θα δημιουργήσει παρέες “κρατικών” καλλιτεχνών ή θα ακολουθήσει δημοκρατικές διαδικασίες και αντιλήψεις; στ) Θα ευνοήσει και ενισχύσει όσους έχουν ήδη δείξει αξιόλογα «δείγματα γραφής» ή θα ρίξει το βάρος της στους νέους και άσημους; ζ) Θα συνδράμει απλώς ή θα καλύψει πλήρως κάθε παραγωγή; η) Με ποιους τρόπους θα επιλέξει και με ποιους θα κρίνει το έργο και τους καλλιτέχνες;
Στα ερωτήματα αυτά οι απαντήσεις δεν είναι ούτε εύκολες, ούτε απόλυτες. Και πολύ φυσικά επηρεάζονται και από τις ιδιαιτερότητες κάθε μορφής τέχνης. Οι λύσεις όμως που φαίνονται πιο λογικές, ή που τουλάχιστον αποτελούν πιο λογικές αφετηρίες για προβληματισμό, είναι οι ακόλουθες: Η δημιουργία ενός ειδικού Υπουργείου Πολιτισμού δεν μοιάζει απαραίτητη. Άλλωστε μάλλον ως εξαίρεση απαντάται παρά ως κανόνας. Θα μπορούσαν οι διάφορες δραστηριότητές του να υπάγονται σε διάφορα αρμόδια υπουργεία. Ούτε είναι αναγκαίο για κάθε δραστηριότητα που κατά εποχές παίρνει μεγαλύτερη σημασία να συστήνεται ένα υπουργείο, το οποίο πιθανώς αργότερα να συγχωνεύεται με άλλο, να αλλάζει ονομασία ή και να καταργείται. Κάτι τέτοιο μπορεί να βολεύει πολιτικά μια κυβέρνηση, αλλά δεν δημιουργεί σταθερότητα και θεσμούς.
Αν όμως υπάρχει ένα τέτοιο υπουργείο, ευλόγως τίθεται το ερώτημα ποιο είναι το αντικείμενό του. Διότι πράγματι ο όρος πολιτισμός είναι ευρύτερος από την τέχνη ή την κουλτούρα. Οι λατινικής ρίζας όροι civilisation και culture αποδίδουν ακριβέστερα το πρόβλημα και τη διάκριση. Αν επομένως δεχτούμε ότι ο πολιτισμός περικλείει και άλλους πέραν της τέχνης τομείς, τότε ο αθλητισμός δικαίως αποτελεί τμήμα του εν λόγω υπουργείου. Αλλά τότε γιατί να μην συμπεριληφθούν και πολλές άλλες περιοχές που εξίσου εκφράζουν ή αφορούν τον γενικότερο πολιτισμό και έχουν σχέση με τη διακόσμηση των κήπων, την συμπεριφορά των ταξιτζήδων, τα κολονάκια των δρόμων, ή τους φοίνικες των παραλιών; Και αν η συντήρηση των αρχαιοτήτων μας περιλαμβάνεται στις αρμοδιότητες του συγκεκριμένου υπουργείου, γιατί να μην αποτελούν τμήμα και του Υπουργείου Παιδείας, του ΥΠΕΧΩΔΕ ή ενδεχομένως ενός Υπουργείου Τουρισμού; Μια και υπάρχει όμως ένα τέτοιο υπουργείο, ας ασχοληθούμε μονάχα με το τμήμα του που έχει σχέση με την ενίσχυση, καλλιέργεια και υποστήριξη των τεχνών, θέμα που, τουλάχιστον, μας αφορά.
Ο ρόλος της εξουσίας απέναντι στην Τέχνη δεν είναι, φυσικά, ούτε να την γεννήσει, ούτε να την υποκαταστήσει, ούτε να την κατευθύνει. Πρέπει απλώς να της εξασφαλίσει ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης και επαρκή χώρο επιβίωσης. Πρόκειται δηλαδή για μια «τεχνοκρατική» και όχι καλλιτεχνική δραστηριότητα. Μια χώρα, δηλαδή, έχει το είδος, την έκταση και την ποιότητα της τέχνης που επιλέγουν και μπορούν να υπηρετήσουν οι καλλιτέχνες της και όχι αυτήν που επιλέγουν και ευνοούν οι εκάστοτε κρατούντες. Με άλλα λόγια η εξουσία δεν παρεμβαίνει, αλλά; βοηθάει.
Τον ρόλο της αυτόν τον εκπληρώνει σε γενικές γραμμές πρώτον με την οικονομική ενίσχυση καλλιτεχνών δραστηριοτήτων, δεύτερον με την εξασφάλιση κατάλληλων προϋποθέσεων και συνθηκών ανάπτυξης των τεχνών και τρίτον με την διευκόλυνση τής προβολής των έργων και τής επικοινωνίας τους με το ημεδαπό και αλλοδαπό κοινό. Πολύ μεγάλο ρόλο πρέπει να παίζει στην προσπάθεια αυτή η καλλιτεχνική παιδεία, η οποία θα συμβάλει στη δημιουργία μελλοντικών καλλιτεχνών αλλά και στη δημιουργία καταρτισμένου κοινού. Η Πολιτεία πρέπει εδώ να παίξει τον ανισταθμιστικό της ρόλο απέναντι στην - πολύ λογικά και δημοκρατικά - ελεύθερη ιδιωτική πρωτοβουλία, τής οποίας τα ελατήρια, είτε ευγενή είτε ταπεινά, υπηρετούν συνήθως άλλους πέραν της τέχνης - αν και όχι κατ’ ανάγκην αντιφατικούς με αυτήν - σκοπούς. Ακριβώς επειδή η Πολιτεία έχει τη γενικότερη εκπαιδευτική ευθύνη, αλλά και ταυτόχρονα την πολυτέλεια να αγνοεί την εμπορική λογική προσφοράς και ζήτησης, οφείλει να ρίξει ιδιαίτερο βάρος στην εισαγωγή του καλλιτεχνικού προβληματισμού, τής καλλιτεχνικής ιστορίας και του καλλιτεχνικού γεγονότος στα χρόνια της βασικής παιδείας και να ενισχύει ηθικά και οικονομικά κάθε προσπάθεια που στρέφεται προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ένα μεγάλο λάθος (λάθος που διαπράττεται και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης) είναι να κρίνεται το είδος και η ποιότητα των υποστηριζόμενων καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων από την ταυτόχρονη εξυπηρέτηση άλλων σκοπών και τομέων κυβερνητικής πολιτικής. Ακόμα κι αν αυτοί οι τομείς έχουν μεγάλη αξία και σημασία για το κοινωνικό σύνολο και για την καλώς εννοούμενη άσκηση πολιτικής χάριν αυτού του συνόλου, πρέπει να γίνει συνείδηση ότι τα ωφελήματα που προκύπτουν από την ανάπτυξη των τεχνών, αν και αναμφισβήτητα, είναι μακροπρόθεσμα και μετρούνται ποιοτικά και όχι ποσοτικά. Αν αυτό δεν γίνει δεκτό, τότε περιττεύει κάθε συζήτηση για κρατική υποστήριξη των τεχνών και θα είναι τιμιότερο και αποτελεσματικότερο να ακολουθείται και με την Πολιτεία μια διαδικασία ανάλογη με αυτήν που κυριαρχεί στις ιδιωτικές χορηγίες, όπου δηλαδή ζυγίζεται η ικανοποίηση μετρήσιμων και οικονομικών εν τέλει αποτελεσμάτων. Τα οφέλη που άμεσα ή έμμεσα, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, προκύπτουν για την γενικότερη κυβερνητική πολιτική από την υποστήριξη των τεχνών είναι παρεμπίπτοντα και ευπρόσδεκτα, αλλά δεν συνιστούν και τα κύρια κίνητρα για μια πολιτιστική πολιτική.
Ο πειρασμός επίσης της εξουσίας να χρησιμοποιήσει τις τέχνες για άλλη μια ανταμοιβή των πάσης φύσεως φίλων της είναι μεγάλος, τοσούτω μάλλον στις μέρες μας όπου τα επενδυόμενα ποσά έχουν αυξητική πορεία. Και είναι μάλλον βέβαιο πως η ασθένεια αυτή, που κτυπάει πολλές κυβερνητικές δραστηριότητες πολλών διαφορετικών χωρών, δύσκολα μπορεί να εξαλειφθεί τελείως. Εντούτοις στον χώρο της τέχνης είναι ιδιαιτέρως αναγκαίο να λειτουργήσει η έξωθεν καλή μαρτυρία, ακριβώς επειδή τα κριτήρια είναι ποιοτικά και μη μετρήσιμα. Και είναι βέβαιο ότι όσο ανεβαίνει το επίπεδο καλλιτεχνικής παιδείας των πολιτών ακόμα και η κυβερνητική εύνοια αναγκαστικά θα εκδηλώνεται από ένα σημείο καλλιτεχνικής ποιότητας και πάνω. Με άλλα λόγια οι νεποτισμοί, τα ρουσφέτια και τα λαδώματα, στην πορεία τους προς την επιθυμητή εξαφάνιση πλησιάζουν όλο και περισσότερο προς την αξιοκρατία.
Δύο είναι οι τρόποι να πείσει η εξουσία για την αμεροληψία των επιλογών της και έτσι να διασφαλισθεί η ίδια αλλά και να προφυλάξει τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Πρώτον να υιοθετήσει και να τηρήσει με μεγάλο σεβασμό ευέλικτες, αλλά και δίκαιες, διαδικασίες και δεύτερον να ξεκινήσει από το έμψυχο υλικό που ήδη υπηρετεί τις τέχνες. Αυτούς δηλαδή που έχουν ήδη, και ασχέτως ενδιαφέροντος της Πολιτείας, εκφράσει την αφοσίωσή τους και τη θητεία τους στις τέχνες. Αυτά τα δύο προϋποθέτουν κρατικά όργανα, και δη υπουργούς, με υποβαθμισμένες, ή ακόμα καλύτερα ανύπαρκτες, προσωπικές καλλιτεχνικές φιλοδοξίες και με διακριτικά διατυπωμένες, ή ακόμα καλύτερα άγνωστες, καλλιτεχνικές θέσεις και απόψεις. Ο καλλιεργημένος τεχνοκράτης συνιστά εν τέλει μια πολύ καλύτερη επιλογή από τον ταλαντούχο και ιδιοφυή καλλιτέχνη για την πλήρωση κρατικής θέσης στον χώρο του πολιτισμού.
Μια άλλη πρόσφατη μανία πολλών ανά τον κόσμο κρατικών αρχόντων της πολιτιστικής πολιτικής είναι η δημιουργία θεσμών. Με τον τρόπο ίσως αυτόν καθησυχάζουν την καλλιτεχνική τους στειρότητα μέσα από την έμμεση οργανωτική εκτόνωση. Στην τέχνη όμως οι θεσμοί δημιουργούνται από την παρουσία των καλλιτεχνών και του έργου τους. Είναι άλλωστε τόσο πολλά τα παραδείγματα θεσμών που άνθησαν κάτω από την παρουσία ενός καλλιτέχνη (και συχνά και δάσκαλου και οργανωτή), ο οποίος μάλιστα συνήθως είναι και ο ιδρυτής τους, για να μαραθούν κάτω από τους διαδόχους του, που είναι ανώφελο να συνεχίσουμε να ελπίζουμε ότι μπορεί να συμβεί το αντίθετο. Οι οργανωμένοι ημικρατικοί «θεσμοί» είναι συνήθως χώροι για περίθαλψη αργόμισθων, αφορμές για διασπάθιση χρημάτων, ευκαιρίες για ικανοποίηση ρουσφετιών και αιτίες για γραφειοκρατικές εμπλοκές. Αν μάλιστα οι διοικούντες τους θεσμούς διορίζονται ή ελέγχονται (όπως συμβαίνει μάλλον κατά κανόνα) από την εποπτεύουσα κρατική αρχή, δεν υπηρετείται και καμιά ουσιαστική αυτονομία. Μια και όλα αυτά έχουν αποδειχτεί στην πρακτική των ξένων κρατών, γιατί άραγε να ελπίζουμε ότι στη χώρα μας, όπου τα ανωτέρω αρνητικά φαινόμενα έχουν βαθύτερες ρίζες, τα αποτελέσματα θα είναι ευτυχέστερα;
Για την άσκηση επομένως της κρατικής πολιτιστικής πολιτικής θα αρκούσε ένα αρμόδιο τμήμα στο αρμόδιο Υπουργείο, επανδρωμένο με λίγους και ικανούς πολιτιστικούς διαχειριστές, που ως έργο θα είχε την καταγραφή και ενίσχυση του υπάρχοντος καλλιτεχνικού δυναμικού της χώρας. Το δυναμικό αυτό, όπως είναι υπεύθυνο για την παραγωγή του καλλιτεχνικού του έργου, θα είναι και υπεύθυνο για τη δημιουργία των θεσμών που έχει ανάγκη και που μπορεί να στηρίξει το ίδιο. Η Πολιτεία θα έρχεται να καλύψει και να ενισχύσει αυτό που υπάρχει ήδη και έξω από αυτήν. Είναι άλλωστε αρκετά παράξενο και αντιφατικό σε μια εποχή ιδιωτικοποιήσεων στην οικονομία να επενδύεται τόση ελπίδα στην κρατικοποίηση των τεχνών.
Απαιτείται παρόλα αυτά, ακριβώς χάριν της αξιοκρατικής αμεροληψίας των διαχειριστών της πολιτιστικής εξουσίας, η παρουσία ενός γνωμοδοτικού οργάνου, το οποίο σε κάθε τέχνη θα συμβούλευε την εξουσία γνωμοδοτώντας για την καλλιτεχνική ποιότητα των ανθρώπων, των έργων και των σχεδίων. Το βάρος αυτών των γνωμοδοτήσεων θα μπορούσε να επενδυθεί με δεσμευτικό αποτέλεσμα, αν και το πιο σημαντικό θα ήταν η απλώς συμβουλευτική γνωμοδότηση να αποτελούσε ηθική δέσμευση, από την οποίαν η εξουσία να μην μπορούσε να απομακρυνθεί χωρίς επαρκείς και αιτιολογημένους λόγους. Η σύνθεση ενός τέτοιου γνωμοδοτικού οργάνου θα άλλαζε κατ’ έτος, είτε ολόκληρη είτε τμηματικά, αλλά και οι γνωμοδοτήσεις θα ήταν δημόσιες και αιτιολογημένες και αυτές.
Το πρώτο και βασικότερο έργο της εξουσίας πρέπει να είναι η καταγραφή του καλλιτεχνικού δυναμικού της χώρας. Οι καλλιτέχνες, οι δάσκαλοι των τεχνών, οι χώροι και οι δραστηριότητες, το καλλιτεχνικό παρελθόν και η καλλιτεχνική παρουσία όλων θα έπρεπε να αποτελεί την αφετηρία κάθε προγραμματισμού. Στο κάτω-κάτω η Πολιτεία θα ενισχύσει αυτό που υπάρχει. Δεν μπορεί ούτε πρέπει να δημιουργήσει κάτι για να το ενισχύσει. Αυτό άλλωστε συνδέεται με άλλες δύο παραμέτρους των παραπάνω ερωτημάτων. Το ποσοστό ενίσχυσης και το καλλιτεχνικό παρελθόν όσων επιδοτούνται. Σύμφωνα με τη λογική που υποστηρίχτηκε πιο πάνω, ο απόλυτα ιδιωτικός χαρακτήρας της τέχνης δεν θα συμβιβαζόταν με την πλήρη και πατερναλιστική υιοθεσία του καλλιτέχνη και του έργου του από την Πολιτεία. Για να είναι βιώσιμος ένας καλλιτεχνικός θεσμός ή για να παρέχεται η ελπίδα της ευτυχούς κατάληξης ενός καλλιτεχνικού σχεδίου, θα πρέπει ο δημιουργός να διακινδυνεύει και να επενδύει ο ίδιος και απλώς να ενισχύεται ηθικά και υλικά από την εξουσία. Όχι όμως η τελευταία να αναλαμβάνει και την πλήρη κάλυψη του έργου, μια και έτσι θα είχαμε τα αντίστοιχα προβλήματα των κρατικοποιημένων οικονομικών μονάδων. Η ιδιωτική καλλιτεχνική πρωτοβουλία δεν θα αποτελεί τότε πρωτοβουλία, αφού δεν θα συνδυάζεται με τον προσωπικό καλλιτεχνικό κίνδυνο. Αλλιώς το κράτος γίνεται παραγωγός έργων και ο καλλιτέχνης υπάλληλός του. Ο καλλιτέχνης θέλει και πρέπει να δημιουργεί με ή χωρίς το κράτος και με κάθε δυνατή θυσία. Θέλει και πρέπει να επικοινωνεί με το κοινό του, όσο περιορισμένο κι αν είναι αυτό. Το κράτος θα είναι αρωγός σ’ αυτήν την τρέλα, ή θα την κάνει να φαίνεται λιγότερο τρέλα από όσο πράγματι είναι, αλλά δεν θα πρέπει ποτέ να την μετατρέψει σε κρατικό έργο τέχνης. Ο καλλιτέχνης θα πρέπει να μπορεί να υπολογίζει στην κρατική χορηγία, αλλά να υπάρχει και ερήμην αυτής. Γι αυτό η Πολιτεία θα είναι πάντα συμπαραγωγός του έργου καλύπτοντας το μεγαλύτερο ίσως, αλλά όχι όλο το κόστος της παραγωγής και προβολής του. Αυτό άλλωστε θα της δώσει την ευκαιρία να ενισχύσει περισσότερους καλλιτέχνες μειώνοντας τις πιθανότητες αδικιών. Γιατί είναι καλύτερα να ενισχυθεί ένας παραπάνω ατάλαντος δημιουργός, παρά να αγνοηθεί ένας παραπάνω ταλαντούχος.
Και πάλι όμως δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε το υπάρχον δείγμα γραφής του καλλιτέχνη. Δεν έχει ίσως μεγάλο νόημα να βοηθάει η Πολιτεία καλλιτέχνες, που δεν την έχουν και τόση ανάγκη. Των οποίων η οικονομική επιφάνεια και η φήμη επαρκούν για την παραγωγή και προβολή του έργου τους. Η ηθική βέβαια αναγνώριση είναι ασφαλώς αναγκαία. Αντίθετα όμως δεν είναι και πολύ σωστό (και πάλι μέσα από τη λογική της προηγούμενης καταγραφής) να βοηθάει η Πολιτεία την γέννηση ανύπαρκτων, μέχρι τη δική της παρέμβαση, καλλιτεχνών. Η εξουσία διαμοιράζει την οικονομική και ηθική της δύναμη ανάμεσα σε όσους ήδη παλεύουν στον χώρο της τέχνης. Εξάλλου, αν δεν υπάρχει έστω ένα μικρό παρελθόν δεν θα είναι εφικτή και υποστηρίξιμη οποιαδήποτε αξιολογική κρίση.
Κάθε απόπειρα ακριβούς περιχάραξης των όρων ενίσχυσης και προβολής των καλλιτεχνών και του έργου τους, κάθε προσπάθεια περιβολής των κριτηρίων με όρους νομικούς ή νομικοφανείς, θα περιπλέκει το ουσιαστικό έργο των αρμοδίων διαχειριστών, χωρίς βέβαια να εξασφαλίζει την ακεραιότητα των αποφάσεών τους. Η τελευταία κατακτιέται με συνείδηση και όχι με νομικές διατάξεις. Δεν έχει επομένως νόημα να οριστούν με ακρίβεια τα ποσοστά, να περιοριστεί χρονικά το παρελθόν, να αποκλειστούν αριθμητικά οι επαναλήψεις και πάνω από όλα να επιχειρηθεί ο ορισμός της τέχνης και της ποιότητάς της. Αυτά θα κατακτηθούν με τον καιρό και με την άνοδο του επιπέδου και της συνείδησης των καλλιτεχνών και πάσης φύσεως θεραπόντων, διαχειριστών και οργάνων. Και τότε θα έχει κατακτηθεί και η εμπιστοσύνη του κοινού. Δεν έχει επίσης νόημα η διατύπωση κατευθύνσεων που υπηρετούν συγκεκριμένους στόχους και σκοπούς, όχι ασήμαντους, αλλά μικρότερου βεληνεκούς από τη διαχρονικότητα και παγκοσμιότητα της τέχνης. Ασφαλώς οι εκάστοτε κριτές θα παρασύρονται από τις προσωπικές τους τάσεις. Θα ήταν όμως ασφυκτικό και εγκληματικό για την ελευθερία του καλλιτέχνη να υπογραμμίσουμε και να επιβάλλουμε κατά τη διαδικασία των διαφόρων καλλιτεχνικών κρίσεων κριτήρια που σχετίζονται με έθνη, θρησκείες, φυλές, κοινωνικές ή πολιτικές απόψεις, ή ό,τι άλλο τέλος πάντων υπηρετεί ακόμα και ευγενείς σκοπούς πέραν της τέχνης. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και όσοι επέβαλαν ανάλογους, ακόμα και κατάπτυστους και επικίνδυνους, περιορισμούς στο παρελθόν είχαν και εκείνοι την πεποίθηση της υπέρτερης σημασίας ενός εξωκαλλιτεχνικού στόχου. Ας αφήσουμε ελεύθερο τον δημιουργό με μόνον περιορισμό τους νόμους της κοινωνίας.
Τέλος, ας τονιστεί ως εξωφρενικά προσβλητικός ο αποκλεισμός των φυσικών προσώπων από τις κρατικές επιδοτήσεις ως εκ προοιμίου υπόπτων καταχρήσεων. Είναι άκρως υποκριτική η ανάγκη δημιουργίας μη κερδοσκοπικών νομικών προσώπων για την αποδοχή και καταβολή των επιχορηγήσεων. Θα έπρεπε να επιχορηγούνται κάθε λογής φυσικά πρόσωπα (δηλ. ιδιώτες), ή και νομικά κερδοσκοπικού χαρακτήρα πρόσωπα (δηλ. εμπορικές εταιρείες), αφού είναι γνωστό ότι πολλά τυπικώς κερδοσκοπικά νομικά πρόσωπα έχουν προσφέρει πολλά και επί ζημία τους στην Τέχνη, ενώ αντιθέτως άλλα μη κερδοσκοπικά έχουν κερδίσει εις βάρος της. Η μόνη συνέπεια μιας αναξιοποίητης επιχορήγησης θα έπρεπε να είναι ο αποκλεισμός του δημιουργού από μελλοντικές ενισχύσεις.
Ο υδροκεφαλισμός της Ελλάδας είναι ένα αναμφισβήτητο πρόβλημα, το οποίο όμως συχνά αντιμετωπίζεται με παράλογες και σπασμωδικές υπερβολές. Πάντως, όταν ο μισός πληθυσμός της χώρας βρίσκεται σε ένα λεκανοπέδιο, είναι προφανές ότι εκεί συγκεντρώνεται και το μέγιστο κοινό της τέχνης και κατά συνέπεια εκεί θα πρέπει να επιδιώκει σε μεγαλύτερο βαθμό να αναζητά η τέχνη την επικοινωνία της με αυτό. Η διασπορά σημαντικών καλλιτεχνικών εκδηλώσεων σε όλη την επικράτεια είναι συχνά εις βάρος της επικοινωνίας. Η καλλιτεχνική αποκέντρωση πρέπει σαφώς να τονωθεί και να δοθεί απόλυτη προτεραιότητα στις καλλιτεχνικές παρουσίες που ξεπηδούν στην επαρχία. Αποκέντρωση όμως σημαίνει εκπαίδευση της επαρχίας, δημιουργία καλλιτεχνικού κοινού στην επαρχία, ενίσχυση και της παραμικρής καλλιτεχνικής δραστηριότητας που εμφανίζεται στην περιφέρεια, τόνωση του καλλιτεχνικού της δυναμικού και όχι απλή μεταφορά εκδηλώσεων των οποίων ο φυσικός χώρος παρουσίας είναι η πρωτεύουσα.
Όλα τα παραπάνω ισχύουν με πολύ μικρές προσαρμογές για κάθε είδος τέχνης. Η Πολιτεία ενεργώντας ως δημόσιος χορηγός διαμοιράζει τις αναλογούσες στον Πολιτισμό (εν προκειμένω στις Τέχνες) δαπάνες κρίνοντας το καλλιτεχνικό παρελθόν των δημιουργών, τη σοβαρότητα των προτάσεων, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις αποφάσεις των γνωμοδοτικών επιτροπών. Οι επιδοτήσεις βέβαια αυτές είναι δυσανάλογες σε όγκο και αναγκαιότητα ανάμεσα στις τέχνες του θεάματος και στις υπόλοιπες. Οι πρώτες - κινηματογράφος, θέατρο, χορός, μουσική - έχουν να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των εμπορικών συγγενών τους, απαιτούν την πλήρη απασχόληση των δημιουργών τους οξύνοντας το βιοποριστικό τους πρόβλημα, και απορροφούν μεγάλα κονδύλια λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής τους. Οι άλλες, αυτές δηλαδή στις οποίες ο δημιουργός είναι μόνος με το έργο του - ζωγραφική, φωτογραφία, ποίηση - επιτρέπουν ευκολότερα στον δημιουργό την παράλληλη άσκηση άλλου βιοπορισμού, δικαιολογούν μια πιο περιστασιακή ενασχόληση με την τέχνη τους και απαιτούν μικρότερο κόστος παραγωγής. Εντούτοις όλοι οι δημιουργοί έχουν ανάγκη από την οικονομική στήριξη (άσχετα από το κόστος παραγωγής των έργων τους) δεδομένου ότι η σημαντική σε φροντίδα και ώρες ενασχόληση με την τέχνη τους απομακρύνει από την αντίστοιχη επένδυση σε βιοποριστικά παραγωγικές δραστηριότητες. Έτσι έστω και αν τα ποσά διαφέρουν πρέπει να θεωρείται εξίσου αυτονόητη η ενίσχυση των τεχνών του θεάματος με την ενίσχυση των υπολοίπων.
Η φωτογραφία, με την οποία μπορούμε να ασχοληθούμε ειδικότερα μια και αποτελεί το αντικείμενο του καλλιτεχνικού μας ενδιαφέροντος, βρίσκεται πιο κοντά σε μια οπτική ποίηση, παρά στον εικαστικό χώρο. Και τούτο διότι το ποσοστό των φωτογράφων που παράγουν εικαστικά φωτογραφικά και μοναδικά αντικείμενα κατά το πρότυπο της ζωγραφικής είναι συντριπτικά μικρότερο σε σύγκριση με εκείνους που γεννούν όλη την υπόλοιπη φωτογραφική παραγωγή. Είναι επίσης πολύ σπανιότερο να πωλούνται φωτογραφίες και μάλιστα σε αντίστοιχες με της ζωγραφικής υψηλές τιμές. Η φωτογραφική παραγωγή βιβλίων αποτελεί εξάλλου μια φυσιολογική διέξοδο για την προβολή τής φωτογραφικής δουλειάς, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την ποίηση, ενώ για τη ζωγραφική η έκδοση λευκωμάτων συνοδεύει συνήθως την κορύφωση της καριέρας διάσημων εικαστικών και πάλι χωρίς να αποτελεί το σώμα του καλλιτεχνικού έργου, παρά μόνον το ίχνος του. Εξάλλου η διάθεση των φωτογραφικών αυτών λευκωμάτων συμβαδίζει περισσότερο με τον ρυθμό πώλησης των ποιητικών συλλογών παρά με αυτόν των μυθιστορημάτων.
Η φωτογραφία είναι λογικό και αυτονόητο να απασχολήσει ένα πολύ μικρό ποσοστό κονδυλίων και κρατικών λειτουργών. Στα ήδη υπάρχοντα μουσεία μπορούν να δημιουργηθούν τμήματα φωτογραφίας. Σε μερικά άλλωστε ήδη υπάρχουν. Ανάλογα με το γενικότερο αντικείμενο των μουσείων και με τις προτιμήσεις των επιμελητών και διευθυντών τους το κάθε μουσείο μπορεί να στραφεί κατά προτίμηση σε ένα είδος καλλιτεχνικής φωτογραφίας. Δεν είναι σαφής η ανάγκη ύπαρξης ενός αυτόνομου μουσείου φωτογραφίας. Άλλωστε το πρώτο και σημαντικότερο μουσείο φωτογραφίας στον κόσμο δεν είναι παρά παράρτημα μέσα σε ένα μεγαλύτερο (Museum of Modern Art της Νέας Υόρκης).
Κάθε χρόνο πρέπει να ενισχύονται όσο γίνεται περισσότεροι φωτογράφοι, άνευ προσδιορισμού ηλικίας ή χρόνων ενασχόλησης με τη φωτογραφία, αρκεί το παρελθόν τους και η πρότασή τους να παρέχουν την ελπίδα (όχι φυσικά την εγγύηση) ότι μπορούν να παραγάγουν σοβαρό έργο. Η σύνθεση του φακέλου της πρότασής τους να είναι απολύτως ελεύθερη, χωρίς συγκεκριμένες προδιαγραφές. Ακόμα και ο τρόπος που παρουσιάζει ένας καλλιτέχνης την πρότασή του παρέχει πληροφορίες για τον ίδιον και το έργο του. Η οικονομική ενίσχυση πρέπει να αποτελεί μέρος του εικαζόμενου κόστους και μέρος της κάλυψης του απαραίτητου βιοπορισμού του καλλιτέχνη. Και το ποσόν να δίδεται ενδεχομένως σε δόσεις, αλλά όχι με βάση την ποιοτική κρίση του παραγόμενου έργου. Αλλιώς ο καλλιτέχνης θα προσπαθεί να προσαρμοσθεί στις καλλιτεχνικές απόψεις της αρμόδιας γνωμοδοτικής επιτροπής.
Το Υπουργείο θα πρέπει επίσης να επιδοτεί τις καλλιτεχνικές φωτογραφικές εκδόσεις είτε αγοράζοντας απευθείας αντίτυπα των βιβλίων, είτε μεσολαβώντας ώστε να αγορασθούν και να διατεθούν στις σχολικές βιβλιοθήκες. Και πάλι το ποσόν αυτό θα πρέπει να αντιστοιχεί σε μέρος μόνον του συνολικού κόστους και η αγορά των βιβλίων να γίνεται σε τιμή λιανική και όχι υπερχονδρική μια και πρόκειται για ενίσχυση και όχι για εμπορική εκμετάλλευση.
Ενίσχυση θα πρέπει να δέχονται και οι εκθέσεις που προγραμματίζονται για την επαρχία ή πόλεις του εξωτερικού, εφόσον και πάλι η αρμόδια γνωμοδοτική επιτροπή κρίνει ότι τόσο το περιεχόμενο της έκθεσης όσο και η πόλη στην οποίαν απευθύνεται καλύπτουν ορισμένες στοιχειώδεις προϋποθέσεις ποιότητας και σωστής προβολής.
Τα διάφορα κέντρα φωτογραφίας που αναπτύσσονται στην επαρχία προσφέρουν μεγάλες υπηρεσίες στην ουσιαστική αποκέντρωση και πρέπει να ενισχύονται κατά προτεραιότητα. Ενίσχυση που πρέπει να καλύπτει ένα ελάχιστο ποσόν λειτουργικών δαπανών (απαράδεκτη κάθε ιδέα κάλυψης όλων των λειτουργικών δαπανών) και ποσοστό κάλυψης συγκεκριμένων εκδηλώσεων. Κατά προτίμηση επίσης πρέπει να καλύπτονται οι εκδηλώσεις επικοινωνίας φωτογραφικών σωματείων ή μεμονωμένων φωτογράφων από την Αθήνα προς την επαρχία και αντίστροφα. Όπως επίσης κάθε παρόμοια ενέργεια επικοινωνίας με το εξωτερικό και ιδιαίτερα με την Ευρώπη και με τις γειτονικές μας χώρες.
Πρέπει να αποφεύγονται (αντιλαμβάνομαι ότι αυτό θα γίνει, αν γίνει, προς μεγάλη απογοήτευση της πολιτικής εξουσίας) εκδηλώσεις μεγαλόσχημες, πομπώδεις και πολυέξοδες. Η δύναμη της φωτογραφικής τέχνης βρίσκεται στην δυνατότητα εξάπλωσής της, στη δελεαστική της προσέγγιση προς μεγαλύτερα στρώματα του πληθυσμού, που έτσι ίσως και για πρώτη φορά θα έρθουν σε επαφή με το καλλιτεχνικό γεγονός καθ’ εαυτό, και στην εν γένει «φτώχεια» της που δεν έχει τίποτα να κάνει με ογκώδεις και εντυπωσιακές εκδηλώσεις.
Με λίγα λόγια οι ιδιώτες (φωτογράφοι, δάσκαλοι, οργανωτές, εκδότες) αναλαμβάνουν πάντα πρώτοι πρωτοβουλίες, προτείνουν και η Πολιτεία ενισχύει και υποστηρίζει τους θεσμούς και τις καλλιτεχνικές παραγωγικές δραστηριότητες (έργου, εκπαίδευσης, εκδόσεων, εκθέσεων και κάθε είδους επικοινωνίας), που κρίνει ότι παρουσιάζουν (βάσει ουσιαστικών και όχι τυπικών κριτηρίων) ενδιαφέρον και ποιότητα. Η γενική δηλαδή αντίληψη και πρόταση είναι λιγότερο και διακριτικότερο κράτος σε συνδυασμό με βαθύτερες και διαρκέστερες επιλογές.