fbpx

Η απεικόνιση τής «Κόλασης»

Ιούλιος 2004

Με μεγάλο ενδιαφέρον διάβασα , όπως πάντοτε άλλωστε, τη γειτονική με τη δική μου στήλη τού εκλεκτού Ηρακλή Παπαϊωάννου, όπου στον προηγούμενο «Φωτογράφο» ανέφερε μια σκέψη τού μεγάλου νορβηγού ζωγράφου Edvard Munch, την οποία υιοθέτησε και επανέλαβε ο σύγχρονος ζωγράφος και φωτογράφος David Hockney. Σύμφωνα με την άποψη αυτή «η φωτογραφία δεν μπορεί να απεικονίσει την κόλαση». Μεγάλη στάθηκε η χαρά μου που ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες τού εικοστού αιώνα διατύπωσε μια παρατήρηση, που κατά σύμπτωση αγωνίζομαι να υποστηρίξω και να εξηγήσω στους μαθητές μου εδώ και χρόνια. Η αντίδραση τού συναδέλφου αρθρογράφου υπήρξε αυτονόητη και, πιστεύω, σύμφωνη με την πλειοψηφία των αναγνωστών μας. Πώς δηλαδή δεν μπορεί η φωτογραφία να απεικονίσει την κόλαση, όταν καθημερινά βομβαρδιζόμαστε από εικόνες καταστροφής και δυστυχίας, από χαροκαμένες μανάδες και ρημαγμένα σπίτια; Μόνο που ο Munch δεν μιλούσε για την περιγραφή τής κόλασης, αλλά για την μεταφορά τής κόλασης στο επίπεδο μιας καλλιτεχνικής αλληγορίας. Και δεν μπορούν όλες οι τέχνες να τα κάνουν όλα και με τον ίδιο τρόπο. Η καθεμία έχει τον δικό της προνομιακό χώρο. Αν λόγου χάριν προσπαθήσουμε να μεταφέρουμε την περιγραφή τής κόλασης σε μουσικές νότες θα διαπιστώσουμε ότι αυτό είναι αδύνατον, εκτός αν καταλήξουμε σε κάτι αντίστοιχα γελοίο με τα στρατιωτικά εμβατήρια. Αν πάλι προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τα φωτογραφημένα τραγικά γεγονότα με λεζάντες διαφορετικές από αυτές που αναφέρονται στις συνθήκες λήψης, θα διαπιστώσουμε ότι οι φωτογραφίες απλώς εικονογραφούν αυτό που ήδη αποφασίσαμε ότι βλέπουμε: η λυπημένη γυναίκα ή το καμένο σπίτι θα μπορούσαν να οφείλονται σε χίλιους άλλους λόγους. Η «Κραυγή» όμως τού Munch με το κόκκινο χρώμα που την σκεπάζει, όποια κι αν είναι η προσέγγισή μας, είναι η ίδια η Κόλαση. Είναι όλες οι κολάσεις μαζί, μέσα μας και έξω μας. Είναι η έννοια κόλαση. Η φωτογραφία πρέπει και μπορεί να κάνει το ίδιο, αν χρησιμοποιήσει τη μεγάλη της μεταφορική και αναφορική δύναμη. Όχι την αφηγηματική της αδυναμία. Η ζωγραφική «απεικονίζει» μια φανταστική εικόνα, την οποία ο ζωγράφος μετατρέπει σε μια πραγματική εικόνα, που δεν είναι όμως άλλη από τον ίδιο τον πίνακα. Ο ζωγράφος δηλαδή «απεικονίζει» τη φαντασία του. Ακόμα και όταν βρίσκεται μπροστά στο θέμα τού πίνακά του. Η φωτογραφία αντιθέτως απομονώνει ένα ίχνος (όχι μια εικόνα) τής πραγματικότητας για να «υπαινιχθεί» μια εικόνα τής φαντασίας. Άρα δεν μπορεί να απεικονίσει την κόλαση, ούτε καν την «κατά φαντασία» κόλαση. Μπορεί όμως να την υπαινιχθεί. Και επειδή ο υπαινιγμός λειτουργεί πάντοτε και κατ’ ανάγκην έμμεσα, μεταφορικά και αφαιρετικά, ο φωτογράφος δεν θα μπορούσε να «απεικονίσει» την κόλαση, ακόμα και αν βρισκόταν μπροστά της. Μπορεί όμως να παραπέμψει σε αυτήν και να τη μετατρέψει σε ίχνος τής φαντασίας του.