fbpx

Ο Sergio Larrain (1931-2012) και το πρακτορείο Magnum

Αύγουστος 2013

Ο θάνατος, τον περασμένο χρόνο, τού μεγάλου χιλιανού φωτογράφου Sergio Larrain οδήγησε στην αναδρομική του έκθεση αυτό το καλοκαίρι στην  Arles και στο εξαιρετικό συνοδευτικό λεύκωμα που επιμελήθηκε η Agnès Sire.

Ο θαυμασμός μου για τον σπουδαίο αυτόν φωτογράφο ξεκίνησε από τα τέλη τής δεκαετίας τού 1980, από την πρώτη δηλαδή στιγμή που είδα το μοναδικό τότε βιβλιαράκι του με θέμα τη γενέτειρά του, την πόλη τού Valparaiso. Έκτοτε, με κάθε ευκαιρία παρουσίαζα στα μαθήματά μου τις φωτογραφίες του, εκθειάζοντας ιδιαίτερα μια φωτογραφία του που, όχι τυχαία, παρουσιάζεται στο εξώφυλλο τού ανωτέρω post mortem λευκώματος και συνοδεύει και το παρόν άρθρο.

Ο Larrain ήταν μέλος τού πρακτορείου Magnum, ενός πρακτορείου τού οποίου η φήμη ήταν πάντοτε υψηλότερη τής ουσιαστικής ποιότητας των φωτογράφων του. Προφανώς στο γεγονός αυτό συνέβαλε το διάσημο όνομα τού -εκ των ιδρυτών του- Henri Cartier-Bresson, ο οποίος όμως αρκετά πριν από τον θάνατό του αποχώρησε από το πρακτορείο διαφωνώντας με τις κατευθύνσεις του. Όταν όλα αυτά τα χρόνια που ασχολούμαι με τη φωτογραφία με ρωτούσαν ποιούς από τους φωτογράφους τού πρακτορείου θαύμαζα, απαντούσα, χωρίς ενδοιασμό, τον Bruce Davidson και τον Sergio Larrain. Προσθέτοντας βέβαια ότι ακολουθούσε μια ολιγομελέστατη κατηγορία, ανάμεσα στους πενήντα περίπου φωτογράφους τού Magnum, που κέρδιζε επίσης την εκτίμησή μου, η οποία περιλάμβανε και τους δύο ελληνικής καταγωγής φωτογράφους, τον Κωνσταντίνο Μάνο και τον Νίκο Οικονομόπουλο, μαζί με τον Koudelka, τον Scianna και πολύ λίγους ακόμα.

Πιστεύω ότι ο βασικός λόγος που το πρακτορείο Magnum επηρέασε υπερβολικά και -κατ’ εμέ- αρνητικά τις φωτογραφικές αντιλήψεις είναι η ανάμιξη τού επαγγελματισμού με την καλλιτεχνία. Κάτι δηλαδή που πάντοτε άγγιζε τον ευαίσθητο συμπλεγματισμό των φωτογράφων που ήθελαν να είναι ταυτόχρονα πετυχημένοι τόσο στον επαγγελματικό όσο και στον καλλιτεχνικό στίβο. Την εποχή τής ίδρυσης τού πρακτορείου η φωτοδημοσιογραφία ήταν η απόλυτη ταυτότητα για την αναγνώριση ενός φωτογράφου. Το είχε δηλώσει άλλωστε και ο ίδιος ο HCB λέγοντας ότι μπορεί ο ίδιος να νιώθει σουρεαλιστής, αλλά είναι αναγκασμένος, για να υπάρχει ως φωτογράφος, να δηλώνει φωτορεπόρτερ. Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή. Υπερευρυγώνιοι φακοί, τριτοκοσμικές χώρες, κοινωνικές συγκρούσεις και άφθονος συναισθηματισμός για να συμπληρώνει τον συνήθως αδικαιολόγητο φορμαλισμό.

Οι καιροί άλλαξαν όμως. Και στις μέρες μας δεν είναι το φωτορεπορτάζ που κερδίζει τον σεβασμό, αλλά η καλλιτεχνίζουσα ταυτότητα. Τώρα πλέον ο φωτογράφος γνωρίζει ότι την επιτυχία την εξασφαλίζει οποιαδήποτε ορολογία, θεματολογία ή δραστηριότητα τον φέρνει πιο κοντά στον εικαστικό στίβο. Έτσι προβάλλονται περιπτώσεις σαν τού D’Agata, αλλά και άλλων νέων σχετικά μελών τού πρακτορείου, που γνωρίζουν άριστα πώς να φαίνεται ότι κινούνται στον χώρο μιας φωτοδημοσιογραφίας, ενώ ο στόχος τους (για περιεχόμενο δύσκολα γίνεται λόγος) είναι πιο βαθιά (και πιο απλοϊκά) εννοιολογικός.

Στις μέρες μας τη σύγχυση δεν τη φέρνει πλέον το Magnum, ή άλλοι συναφείς θεσμοί. Τον ρόλο αυτόν τον έχει αναλάβει το διαδίκτυο και οι δικές του μόδες. Οι φωτογράφοι μιμούνται τους σταρ τής στιγμής. Πότε θα είναι ο D’Agata και πότε ο επόμενος. Εδώ όμως το κακό αυτοεξουδετερώνεται από την ταχύτητα εναλλαγής τής κάθε μόδας. Τίποτα δεν έχει διάρκεια. Ούτε καν το κακό.

Για να επιστρέψω όμως στον Larrain πρέπει να εκφράσω την έκπληξή μου διότι σχεδόν ουδείς, από εκείνους στους οποίους ομολογούσα επί τόσα χρόνια τον θαυμασμό μου για αυτόν, γνώριζε την ύπαρξή του και ακόμα λιγότερο τη συμμετοχή του στο συγκεκριμένο πρακτορείο. Κάποιοι λίγοι είχαν ακούσει για τη φιλία του με τον Pablo Neruda, αλλά κανένας δεν θυμόταν τις φωτογραφίες του. Ίσως λοιπόν να χρειάζεται ο θάνατος για να εξασφαλιστεί έστω η γνωριμία, αν όχι η φήμη. Δεν μένει παρά να ευχηθούμε το θαυμάσιο αυτό βιβλίο να βάλει τους φωτογράφους σε σκέψεις και να επαναφέρει τον προβληματισμό γύρω από την ουσιαστική καλλιτεχνική ταυτότητα τής φωτογραφίας. Γιατί μια παράξενη και επίμονη αισιοδοξία με κάνει να πιστεύω ότι πάντα το καλό έχει τον τελευταίο, κάθε φορά, λόγο.