fbpx

Σκέψεις και βλέμματα*

Πρόλογος Βιβλίου

*Πρόλογος στο βιβλίο του ΠΡ
«Φωτογραφίες και Σκέψεις»
Εκδόσεις Φωτοχώρος

Όταν στην εφηβεία μου σκεφτόμουν τι πανεπιστημιακές σπουδές να ακολουθήσω, και επειδή, όπως συνήθως συμβαίνει, δεν είχα κάποια ιδιαίτερη επιθυμία για μια συγκεκριμένη σχολή, αποφάσισα να γραφτώ στη Φιλοσοφική, μια και τα Γράμματα γενικώς πάντοτε με ενδιέφεραν. Πολλοί τότε με απέτρεψαν με το επιχείρημα: «Δάσκαλος θέλεις να γίνεις;», επιχείρημα το οποίο, άγνωστο γιατί, κατάφερε τελικά να με στρέψει στα παντελώς άγνωστα σε μένα Νομικά, τα οποία τουλάχιστον σεβάστηκα εγκαταλείποντάς τα σχετικά νωρίς. Η τύχη, όμως, έφερε έτσι τα πράγματα ώστε τελικά όχι μόνον έγινα δάσκαλος, αλλά είμαι και πολύ χαρούμενος γι' αυτό. Αν οι παραπάνω παλαιοί αντιρρησίες μάθαιναν όμως ότι τελικά έγινα δάσκαλος καλλιτεχνικής φωτογραφίας, ίσως θα μετάνιωναν που με απέτρεψαν από το ευγενέστερο λειτούργημα τού φιλόλογου καθηγητή, για να «καταλήξω» στο αδιευκρίνιστο και ενδεχομένως για τους περισσότερους άχρηστο αυτό εκπαιδευτικό επάγγελμα.

Η διδακτική μου αφετηρία ήταν οι τεχνικές γνώσεις που με πολύ διάβασμα και επιμέλεια είχα συγκεντρώσει, οι προσωπικές μου τεχνικές εμπειρίες από τη φωτογραφική διαδικασία και οι φωτογράφοι που με είχαν εμπνεύσει και πείσει για την καλλιτεχνική αξία τού μέσου. Ήταν και παραμένει σαφές για μένα ότι δεν μπορεί κανείς να διδάξει κάτι που δεν γνωρίζει και κυρίως που δεν τον ενδιαφέρει. Για τον λόγο αυτό μεγάλοι τομείς τής φωτογραφίας ήταν και παραμένουν έξω από τον διδακτικό μου ορίζοντα.

Στην πορεία, και ενώ επιχειρούσα να γίνω ένας καλύτερος δάσκαλος, συνειδητοποίησα δύο πράγματα. Το πρώτο και σημαντικότερο ήταν ότι στην οποιαδήποτε διδασκαλία τα πιο ουσιαστικά πράγματα τα μαθαίνει ο μαθητής από περιοχές που σχετίζονται ή γειτονεύουν με το κυρίως αντικείμενο τού ενδιαφέροντός του. Στη συγκεκριμένη επομένως περίπτωση δεν αρκούσε η μετάδοση γνώσεων περί τη φωτογραφία, αλλά χρειάζονταν πολλές παράπλευρες αναφορές σε ευρύτερα θέματα που αφορούν τις τέχνες, τη ζωή, ακόμα και τη φιλοσοφία, αναφορές που κινητοποιούν τη σκέψη και τής δίνουν τη δυνατότητα να εμβαθύνει στο φωτογραφικό φαινόμενο. Η διδασκαλία, δηλαδή, πρέπει να μεταδίδει τις γνώσεις γύρω από το κυρίως αντικείμενο, αλλά και τα εργαλεία και τη μέθοδο που θα βοηθήσουν στην αξιοποίηση των γνώσεων αυτών. Οι παράλληλες αυτές πληροφορίες δεν είναι κυρίως γνωστικές, όσο εμπειρικές, συναισθηματικές, συγκινησιακές, και καθόλου επιστημονικές. Πρέπει δηλαδή να περνούν μέσα από το προσωπικό φίλτρο τού μαθητή, και βεβαίως και τού δασκάλου, ώστε να ευαισθητοποιούν και να καλλιεργούν τα αισθητικά και νοητικά εργαλεία που θα κατευθύνουν τις τεχνικές και ιστορικές γνώσεις τού κυρίως αντικειμένου.

Η δεύτερη διαπίστωση είχε σχέση με την προσωπική έκθεση τού δασκάλου. Η προσωπική όμως έκθεση, ένα είδος προσωπικής διαφάνειας, δεν είναι κάτι εύκολο ούτε ταιριαστό με όλους τους χαρακτήρες. Πώς όμως μπορείς να μεταφέρεις όλα όσα αφορούν το δεύτερο, και όχι αποκλειστικά γνωστικό, μέρος τής διδασκαλίας, αν δεν εκτεθείς ο ίδιος; Το παράδειγμά σου είναι ένα σημαντικό κομμάτι αυτής τής διδασκαλίας. Οι εμπειρίες σου άλλο ένα. Αλλά και οι αγάπες σου και τα μίση σου πρέπει να αποτελούν μέρος της. Οι δικοί σου δάσκαλοι. Οι πηγές σου, οι μέντορές σου, τα λάθη σου, οι αμφιβολίες σου, η ευαισθησία σου, η αδυναμία σου. Αφού όλα αυτά χρειάζονται για την καλλιέργεια και την ευαισθητοποίηση των αισθητικών εργαλείων τού μαθητή, πώς ο δάσκαλος θα παραμένει σε μια απυρόβλητη και θωρακισμένη θέση; Στην περίπτωση αυτή θα πάψει να είναι πειστικός. Ένας μη πειστικός δάσκαλος μπορεί να μεταφέρει γνώσεις. Δεν μπορεί όμως να ανοίξει δρόμους, ούτε να εμπνεύσει.

Το αποτέλεσμα αυτών των διαπιστώσεων ήταν για μένα διττό. Πριν από όλα σε σχέση με το μάθημά μου όπου οι αρχικές απλές αναφορές σε φωτογράφους και στο έργο τους, αναφορές σχεδόν εγκυκλοπαιδικές, έδωσαν σιγά και σταδιακά μέσα στα χρόνια το μεγαλύτερο μέρος τής θέσης τους σε συζητήσεις, εξομολογήσεις, αναγνώσματα, αναλύσεις και προβολές, που όλα μαζί διευκολύνουν την κριτική απόλαυση των φωτογραφιών, τόσο των διασήμων φωτογράφων όσο και των ίδιων των μαθητών. Άλλωστε η ευλογία τού διαδικτύου τώρα πλέον είναι σε θέση να καλύπτει αποτελεσματικότατα το επίπεδο των πληροφοριών και των γνώσεων, όταν μάλιστα πλήθος φωτογραφιών διάσημων και άσημων φωτογράφων συνωστίζονται στο internet. Δεν ήταν όμως λίγοι εκείνοι που απόρησαν με αυτές τις παρεκβάσεις, χωρίς να απουσιάζουν και εκείνοι που με λοιδόρησαν, ίσως παρεξηγώντας ότι οι αναφορές μου δεν γίνονταν από θέση γνωστικής αυθάδειας και κομπορρημοσύνης, αλλά από στάση ειλικρίνειας και ευαισθησίας. Μεταφέρει κανείς αλλιώς αυτά που πιστεύει και αγαπάει και αλλιώς αυτά που απλώς γνωρίζει. Τα περισσότερα και πιο σημαντικά από όσα μεταφέρω μάλλον δεν τα γνωρίζω καλά. Αλλά τα μαντεύω με αρκετή ακρίβεια, ελπίζω. Και κυρίως τα επιλέγω και τα αγαπώ. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι πιθανόν, κάποτε τουλάχιστον, να γνώριζα καλύτερα τα Νομικά. Τι κακός δάσκαλος όμως θα ήμουν αν επιχειρούσα να διδάξω κάτι τού οποίου το βάθος και η ουσία μού ήταν πάντοτε ξένα.

Η δεύτερη συνέπεια των παραπάνω συνειδητοποιήσεων έχει να κάνει με τις παράλληλες δραστηριότητές μου, παράλληλες προς την κυρίως απασχόλησή μου, που είναι η διδασκαλία, και προς το κυρίως ενδιαφέρον μου, που είναι η φωτογραφία. Με στόχο επομένως την προσωπική μου έκθεση αποφάσισα, και σχετικά νωρίς μάλιστα, να καταγράφω και να δημοσιοποιώ σε βιβλία και σε άρθρα όσα πιστεύω και διδάσκω. Και παράλληλα να συνεχίσω τις σποραδικές φωτογραφικές μου απόπειρες με στόχο από τη μια μεριά να προβληματίζομαι πάνω στο φωτογραφικό φαινόμενο και γεγονός και από την άλλη (αραιά και πού είναι αλήθεια) να εκθέτω και να δημοσιεύω αυτές τις απόπειρες για να πείθω τους μαθητές μου, πολλοί από τους οποίους είναι αναμφισβήτητα καλύτεροι από εμένα, ότι βράζουμε στο ίδιο καζάνι. Για να τονιστεί μάλιστα η έννοια τής διαρκούς και εξελικτικής έκθεσής μου επισημαίνω τη χαρακτηριστική λεπτομέρεια ότι σε επανεκδόσεις ορισμένων θεωρητικών μου βιβλίων δεν διόρθωσα τις απόψεις μου πάνω σε μερικά ζητήματα, τα οποία σήμερα θα αντιμετώπιζα με κάπως διαφορετικό τρόπο. Προτίμησα να φανεί η εξέλιξη ή και η μεταβολή των σκέψεών μου. Αλλιώς ένας θεωρητικός ή ένας καλλιτέχνης θα έπρεπε να περιμένει την (δυστυχώς άγνωστη) τελευταία δεκαετία τής ζωής του για να δημοσιοποιήσει τις τελικές (στην κυριολεξία) απόψεις ή δημιουργίες του.

Εκεί όπου έπεσα εν μέρει έξω στις προβλέψεις μου είναι ότι περίμενα πως όταν κάποιος εκθέτει πλήρως τις απόψεις του και το έργο του οι αντιρρήσεις που τυχόν θα προκαλέσει, ακόμα και οι επιθέσεις ή οι εκδηλώσεις εχθρότητας, θα σχετίζονται με την έκθεσή του αυτή. Παραδόξως οι οποιεσδήποτε αρνητικές εκδηλώσεις εναντίον μου προήλθαν τις περισσότερες φορές από ανθρώπους που δεν είχαν καταλάβει τις απόψεις μου, ή, ακόμα πιο λυπηρό, που δεν είχαν καν λάβει γνώση αυτών.

Η άλλη παράλληλη δραστηριότητά μου, που μπορεί να θεωρηθεί και σαν ερωτικό λοξοκοίταγμα ή σαν παρασπονδία προς τη φωτογραφία, είναι η εδώ και δέκα χρόνια συστηματική ενασχόλησή μου με τον κινηματογράφο. Ο νέος αυτός έρωτας ήταν ίσως αναγκαίος για να αναζωογονήσει τον παλαιό. Η σχεδόν μονόχνωτη ενασχόληση με ένα πάθος, όπως είναι και παραμένει για μένα η φωτογραφία, κινδυνεύει να μετατρέψει τον εραστή (τής φωτογραφίας) σε καλόγερο (τής φωτογραφίας). Χρειάζεται να ξαναμπεί κανείς στη διαδικασία τής ανακάλυψης και τής εφηβικής απόλαυσης για να διατηρήσει ανέπαφο τον ενθουσιασμό του και για το προηγούμενο, σταθερό και αναλλοίωτο αντικείμενο τού πάθους του. Τα βιβλία μου για τον κινηματογράφο ήρθαν να συμπληρώσουν εκείνα τής φωτογραφίας και να αποδείξουν για άλλη μια φορά ότι μπορεί οι γνώσεις μου να είναι περιορισμένες αλλά ο ενθουσιασμός μου παραμένει πάντα απεριόριστος. Και ένας ενθουσιασμός επιζητεί πάντα το μοίρασμα και την ανταλλαγή.

Ο αποσπασματικός τρόπος με τον οποίο μπορώ να σκέφτομαι βρίσκεται πολύ μακριά από τη μεθοδική επιστημονική έρευνα και εξίσου μακριά από τον ακαδημαϊκό τρόπο γραφής. Για μένα, λόγου χάριν, οι υποσημειώσεις των συγγραμμάτων, ο αριθμός των οποίων είναι για τους ακαδημαϊκούς ευθέως ανάλογος τής αξίας τού συγγραφέα, παραμένουν εφιάλτης, είτε αντιμετωπίσω τον εαυτό μου σαν συγγραφέα είτε σαν αναγνώστη. Όποτε γράφω, ακόμα και όταν έγραψα το τεχνικό μου εγχειρίδιο, φροντίζω να ξεκινώ τη στιγμή κατά την οποία θεωρώ πως ό,τι χρειάζεται το έχω ήδη στο μυαλό μου και αφού έχω προ πολλού απομακρύνει όλα τα άλλα συγγράμματα αναφοράς. Μόνον έτσι πιστεύω πως αυτό που θα προκύψει μού ανήκει. Άλλωστε, όσα πιστεύουμε και υιοθετούμε πρέπει κάποια στιγμή να ξεκολλάνε από την πατρότητά τους και να γίνονται δικά μας. Στο κάτω-κάτω τι ακριβώς από όσα πιστεύουμε είναι απολύτως και πρωτογενώς δικό μας;

Τα θεωρητικά βιβλία που έχω γράψει δεν έχουν ούτε αρχή ούτε τέλος. Δεν πραγματεύονται ένα συγκεκριμένο θέμα (όπως αυτά των διδακτορικών διατριβών), ούτε φυσικά το εξαντλούν. Οι τίτλοι τους άλλωστε είναι αποκαλυπτικοί, και αν μη τι άλλο, ειλικρινείς. «Μονόλογος για τη φωτογραφία», «Σκέψεις για τη Φωτογραφία», «Εισαγωγή στη Φωτογραφία», «Κείμενα για τη Φωτογραφία», «50 φωτογραφίες 50 κείμενα» (αλήθεια, γιατί δεν τα 'κανα 100;), «Άνω Τελεία» (ούτε τελεία, ούτε κόμμα), «Χωρίς διάλειμμα», «Η φανερή γοητεία και η κρυφή συγκίνηση τού κινηματογράφου» κλπ. Επομένως η αποσπασματική μορφή και παράθεση -όπως συμβαίνει με το παρόν βιβλίο- των άρθρων, των συνεντεύξεων και των οποιασδήποτε μορφής παρεμβάσεων, όπως είναι οι πρόλογοι σε λευκώματα τρίτων, με εκφράζει σαν ύφος και συνιστά μια έκθεση των απόψεών μου και φυσικά όχι την εξάντληση ή την ολοκλήρωσή τους, αφού κάτι τέτοιο δεν έχει ακόμα γίνει και δεν νομίζω εξάλλου ότι θα γίνει ποτέ.

Η δημοσίευση φωτογραφιών μαζί με τα διάφορα κείμενα γίνεται και σε αυτό το βιβλίο, όπως και στο προηγούμενο («50 φωτογραφίες 50 κείμενα») με τη σκέψη ότι αυτές οι δύο πλευρές εκφράζουν τη φωτογραφική μου προσωπικότητα και το φωτογραφικό μου μάθημα. Οι φωτογραφίες που δημοσιεύονται στο βιβλίο αυτό είναι ανέκδοτες. Τουλάχιστον στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Δεν είναι όλες όμως πρόσφατες. Το ίδιο και τα κείμενα. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία είναι κείμενα τής τελευταίας τριετίας. Λίγα όμως είναι και παλαιότερα.

Τώρα που το σκέφτομαι, θα μπορούσα όλα τα βιβλία μου να τα ονομάζω «Άνω τελείες». Στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από μικρές στάσεις. Ίσως αυθαίρετες. Ίσως μάλιστα να επιβάλλονται από εσωτερικούς και αδιευκρίνιστους λόγους. Ίσως, πάλι, τα κόμματα να τα παραβλέπω και τις τελείες να τις φοβάμαι. Όπως διστάζω μπροστά στο τέλος ενός κειμένου, ενός έργου ή ενός οποιουδήποτε τέλους.