fbpx

Οι φωτογραφίες τού Ανδρέα Σχοινά ή ο κόσμος σαν Αυλή των Θαυμάτων *

* Πρόλογος στη μονογραφία
Ανδρέας Σχοινάς – Φωτογραφίες
που κυκλοφόρησε το 2011
από τις εκδόσεις Φωτοχώρος

Με τον Ανδρέα Σχοινά γνωριζόμαστε στενά τα εικοσιπέντε τελευταία χρόνια. Υπήρξε μαθητής μου. Ήταν και είναι ο μονιμότερος συνεργάτης μου. Τον εκτιμώ και τον θαυμάζω. Και όμως, ακόμα και για μένα τον ίδιο, παραμένει ένα αίνιγμα. Έχω καταλήξει επομένως ότι το μυστήριο τής προσωπικότητάς του είναι εν μέρει υπεύθυνο για την εξαιρετικά πολύπλευρη - και μόνο φαινομενικά απλή - φωτογραφία που κάνει.

Ο Ανδρέας μού έχει δώσει συχνά την εντύπωση ότι κινείται σε έναν ερμητικά δικό του κόσμο σαν να είναι απλός προσκεκλημένος στον κόσμο των υπολοίπων. Υιοθετεί με επιτυχία τις κοινωνικές συμπεριφορές τού περίγυρου, αλλά τελικά υπακούει πάντοτε στον δικό του ηθικό και κοινωνικό κώδικα. Αυτό τον κάνει να φαίνεται μερικές φορές σαν να έρχεται από άλλη εποχή ή περιοχή. Προσαρμόζεται πάντοτε και δεν αφομοιώνεται ποτέ.

Οι αντιφάσεις που τον χαρακτηρίζουν είναι άπειρες. Και πριν από όλα η εικόνα του. Σαν μερικούς ήρωες κινούμενων σχεδίων ο Ανδρέας είναι εκτός ηλικίας. Είναι σήμερα εξήντα ετών, αλλά θαυμάσια θα μπορούσε κανείς να παρασυρθεί από τη συμπεριφορά του και να τον θεωρήσει κατά πάρα πολλά χρόνια νεότερο. Μπορεί να νιώσει το ίδιο άνετα σε ένα νηπιαγωγείο και σε ένα γηροκομείο. Να παίξει με μωρά και να συζητήσει με υπέργηρους. Δεν ανήκει κατά βάθος πουθενά. Ούτε στη Νίκαια (τού Πειραιά, όπως ο ίδιος προσδιορίζει), όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, ούτε στο Κολωνάκι, όπου από τριάντα χρόνια εργάζεται, ούτε στην αριστερά, κυρίαρχη παράταξη τής γειτονιάς του και μάλλον και των εκεί φίλων του, ούτε στη δεξιά, την οποία ψήφιζε η οικογένειά του. Ίσως να ανήκει μόνον στον Ολυμπιακό, μεγάλο πάθος τής ζωής του, τον οποίο όμως αποφεύγει να παρακολουθεί στα γήπεδα, από φόβο μήπως τον δει να χάνει. Ακριβώς όπως λατρεύει τη ροκ μουσική και είναι μεγάλος συλλέκτης δίσκων βινυλίου, τους οποίους όμως διατηρεί ανέγγιχτους στις πλαστικές τους θήκες από φόβο μήπως τους γρατζουνίσει. Ή όπως ακούει κατ’ επανάληψη και με συγκίνηση τα Κατά Ματθαίον Πάθη τού Bach, αλλά αρνείται να ακούσει οποιαδήποτε ανάλυση ή συζήτηση σχετικά με αυτά.

Αναμφίβολα όμως ο Ανδρέας Σχοινάς ανήκει στη φωτογραφία. Αλλά και αυτό, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο, ο ίδιος μοιάζει να το αμφισβητεί. Έτσι όταν κάποιος μπήκε πριν από χρόνια στον «Φωτογραφικό Κύκλο» και τον ρώτησε αν είναι φωτογράφος, εκείνος βιάστηκε να το αρνηθεί. Παρόλο που ήδη είχε έργο προσωπικό, είχε κάνει λίγες εκθέσεις, είχε βγάλει δύο μικρά βιβλία, εργαζόταν στο φωτογραφικό μας σωματείο και παράλληλα κέρδιζε τη ζωή του φωτογραφίζοντας γάμους. Ίσως γιατί γι’ αυτόν η φωτογραφία ήταν κάτι τόσο σπουδαίο που δεν ένιωθε νομιμοποιημένος να την επικαλείται.

Θαύμαζε πάντοτε τους μεγάλους φωτογράφους με σεβασμό και ταπεινότητα. Γι αυτό και ζήτησε κάποτε από τον Josef Koudelka, επισκέπτη τότε στον «Κύκλο», την άδεια να τον φωτογραφίσει. Άδεια που εκείνος τού αρνήθηκε γιατί προφανώς δεν κατάλαβε ότι η πρόθεση τού Ανδρέα δεν ήταν εμπορική, παρά μονάχα ένας τρόπος να εκδηλώσει τον θαυμασμό του. Γιατί, πράγματι, ποιον άλλον τρόπο έχει ένας φωτογράφος από αυτόν; Ακριβώς όπως λίγα χρόνια πριν, ενώ παρακολουθούσαμε παρέα στο Λονδίνο μια θαυμάσια συναυλία με τον «Saul» τού Haendel και μαέστρο τον John Elliott Gardiner, ο Ανδρέας σήκωσε από ψηλά που καθόμαστε τη μηχανή του και πήρε μόνο μια φωτογραφία τής σκηνής, την οποία και κρέμασε στο δωμάτιό του. Ή πάλι όταν επισκέφτηκε τον «Κύκλο» ο Bernard Plossu και ο Ανδρέας τού πρόσφερε ένα δερματόδετο χειροποίητο κόκκινο λεύκωμα, το οποίος ο καλός γάλλος φωτογράφος εξέλαβε αρχικά σαν δώρο που περιείχε φωτογραφίες τού ίδιου τού Ανδρέα. Ήταν όμως τεράστια η έκπληξη και η απορία του όταν διαπίστωσε ότι επρόκειτο για ένα λεύκωμα που περιείχε όλες τις φωτογραφίες τού ίδιου τού Plossu που ο Ανδρέας αγαπούσε, μαζί με φωτογραφίες και βιογραφικό τού φωτογράφου. Ένας φωτογραφικός φόρος τιμής.

Τελευταία, αλλά όχι έσχατη, αντίφαση το γεγονός ότι ο Ανδρέας Σχοινάς από τότε που ξεκίνησε να φωτογραφίζει έχει σχεδόν από ένστικτο κατακτήσει ένα προσωπικό ύφος και μια ευρεία μεν αλλά συγκεκριμένη σε κατεύθυνση θεματολογία, ενώ πάντα ονειρευόταν να φωτογραφίσει γυμνό και μόδα, χωρίς ποτέ βέβαια να το κάνει.

Η φωτογραφική αφετηρία τού Ανδρέα ήταν κοινότοπη. Αγαπούσε τη φωτογραφία ως ερασιτέχνης και θέλησε να πάρει μερικά μαθήματα για να βελτιωθεί. Η ξαφνική επαφή που είχε μέσα από τα σεμινάρια τού «Φωτογραφικού Κύκλου» με το έργο των μεγάλων φωτογράφων υπήρξε καθοριστική γι’ αυτόν. Ο θαυμασμός που από την αρχή είχα και εγώ για τη δουλειά του και η εκτίμησή μου για τον ίδιο με έκανε να του προτείνω μια θέση υπαλλήλου, αρχικά στο κατάστημα τού «Φωτοχώρου» και στη συνέχεια στο νεοσυσταθέν σωματείο μας, τον «Φωτογραφικό Κύκλο», τού οποίου άλλωστε ο Ανδρέας υπήρξε από την ίδρυσή του το 1988 μέλος τού Διοικητικού Συμβουλίου με τα καθήκοντα τού ταμία. Η θέση αυτή θα τού εξασφάλιζε μια συνεχή επαφή με την καλή φωτογραφία, χωρίς όμως ποτέ να φτάσει, έστω και από μακριά, τις απολαβές οποιουδήποτε γνωστού επαγγελματία φωτογράφου.;

Ο Ανδρέας ανέλαβε στον «Φωτογραφικό Κύκλο» την ευθύνη τού σκοτεινού θαλάμου, με αποτέλεσμα να βρίσκεται καθημερινά σε επαφή με το έργο νέων φωτογράφων, τους οποίους συμβούλευε και καθοδηγούσε. Παράλληλα, μέσα από τη συνεχή τακτοποίηση των βιβλίων τής πλουσιότατης βιβλιοθήκης τού «Κύκλου», ο Ανδρέας ήταν διαρκώς σε επαφή με το έργο των διάσημων φωτογράφων.

Η εργασία τού Ανδρέα στον «Κύκλο» ουδέποτε τον απομάκρυνε από την προσωπική του φωτογραφία, παρόλο που τέτοιος κίνδυνος ήταν υπαρκτός, δεδομένου ότι όταν υπάρχει η τροφή και η ικανοποίηση από την επαφή με τη φωτογραφία των διάσημων και των νέων, μπορεί κανείς να βρει δικαιολογίες για να αποφύγει την αναμέτρηση με τη δική του φωτογραφία και τον εαυτό του. Για τον Ανδρέα όμως η διαδικασία αυτή ήταν χαρά ζωής. Κάθε μέρα από το σπίτι στη δουλειά οι φωτογραφίες πέφτανε βροχή. Σε επιλεγμένες εθνικές και θρησκευτικές επετείους οι δρόμοι, οι εκκλησίες και τα πανηγύρια δέχονταν την επίσκεψη τού Ανδρέα. Αλλά και στη διάρκεια των θερινών σεμιναρίων τού «Κύκλου» στα νησιά ο Ανδρέας, παρά τον φόρτο εργασίας, φωτογράφιζε συχνότερα και περισσότερο από τους συμμετέχοντες. Και καθημερινά η γειτονιά του αποτελούσε το συνεχές και προσφιλές του θέμα. Αν και, εκτός από τους φωτογραφιζόμενους στους οποίους ο Ανδρέας πάντα προσέφερε φωτογραφίες για να τους ευχαριστήσει, οι γείτονες και οι φίλοι του μάλλον αγνοούσαν το πάθος και τις φωτογραφικές επιδόσεις τού Ανδρέα. Για τον Ανδρέα οι διάφοροι χώροι πρέπει να έχουν τα δικά τους στεγανά.

Εδώ και αρκετά χρόνια ο Ανδρέας για να συμπληρώσει τον βιοπορισμό του άρχισε να ασχολείται με την καθόλου glamorous (και από πολλούς περιφρονημένη) επαγγελματική φωτογράφιση γάμων και βαφτίσεων. Και σε αυτόν όμως τον τομέα ο Ανδρέας κατάφερε πολύ γρήγορα να διαμορφώσει και να επιβάλει ένα προσωπικό ύφος, που ταιριάζει και στη φωτογραφία του και στον χαρακτήρα του. Πρέπει να είναι ένας από τους ελάχιστους φωτογράφους γάμων που πηγαίνει δώρο στον γάμο. Ο Ανδρέας δεν παύει να θεωρεί τον εαυτό του καλεσμένο σε ένα μυστήριο. Πρέπει επίσης να είναι από τους λίγους που δεν φωτογραφίζει στη διάρκεια τού Ευαγγελίου. Και που γνωρίζει τις εκκλησιαστικές διαδικασίες και τη νοοτροπία των ιερέων σε βάθος. Ξέρει, τέλος, να διαχωρίζει το επαγγελματικό κομμάτι τής φωτογραφίας γάμου από εκείνο που αφορά τον ίδιο. Γιατί, βέβαια δεν θα ήταν δυνατόν για τον Ανδρέα να παραμείνει ανενεργός στο μέσον τέτοιου πανηγυριού που είναι ο κάθε γάμος. Έτσι, μόλις ολοκληρωθεί το μυστήριο και οι επιβεβλημένες φωτογραφίες τής οικογένειας, και αφού όλοι αρχίσουν να χαλαρώνουν στη διάρκεια τού γλεντιού που ακολουθεί, ο Ανδρέας αλλάζει μάσκα και βάζει εκείνη τής δικής του φωτογραφίας, που συμπληρώνει όλα όσα έχει δει στους δρόμους τής Νίκαιας, στις παρελάσεις και στις εκκλησίες.

Ο Ανδρέας έχει ένα μεγάλο χάρισμα που δεν έχει σχέση με τη φωτογραφική του δεινότητα αλλά με την προσωπικότητά του. Δεν τρομάζει τους ανθρώπους με την παρουσία του. Και έτσι όλοι αφήνονται με εμπιστοσύνη και ηρεμία στον φακό του. Είτε είναι παιδιά, είτε γέροι, πλούσιοι ή φτωχοί, Έλληνες ή αλλοδαποί, ωραίοι, αδιάφοροι, ή άσχημοι. Έχει επίσης την ικανότητα και ευφυΐα - και αυτή τη φορά αναφέρομαι σε φωτογραφικές αρετές – να δημιουργεί πάντοτε (ακόμα και στις σχετικά πιο ασήμαντες φωτογραφίες του) ένα ενδιαφέρον κάδρο και μια στιβαρή αλλά – το υπογραμμίζω – διακριτική φόρμα. Μια φόρμα που ουδέποτε παρεμβαίνει για να ταράξει το περιεχόμενο, αλλά που είναι πάντοτε παρούσα. Η πληθώρα των μικρογεγονότων που περιλαμβάνουν οι φωτογραφίες εξαφανίζονται κάτω από το κυρίαρχο φωτογραφικό γεγονός που γεννιέται από την παρέμβαση τού κάδρου του. Και ο θεατής έχει πάντοτε την αίσθηση ότι καθοδηγείται από τον φωτογράφο στο καίριο σημείο που συνιστά αυτό το φωτογραφικό γεγονός. Εντούτοις, πρόκειται για μια αίσθηση απατηλή, διότι οι λεπτομέρειες που συνθέτουν τη φωτογραφία ήταν και είναι συνεχώς παρούσες, με τη μόνη διαφορά ότι ουδέποτε κραυγάζουν. Έτσι μια πολυσύνθετη φωτογραφία παρουσιάζεται πάντοτε σαν μια πολύ απλή καταγραφή. Ό,τι συμβαίνει όμως στη φόρμα, έχει το αντίστοιχό του στο περιεχόμενο. Το γέλιο που συνήθως προκαλούν οι φωτογραφίες τού Ανδρέα Σχοινά δεν είναι παρά η πόρτα εισόδου τής φωτογραφίας. Μια πιο επίμονη θεώρησή της αποκαλύπτει παράλληλα - ή σε δεύτερο επίπεδο - πότε μια θλίψη, πότε μια συμπόνια, πότε μια ειρωνεία. Τα παιδιά των φωτογραφιών τού Ανδρέα είναι πάντοτε μόνα. Τα ζευγάρια πάντοτε αγκαλιασμένα. Οι γέροι ουδέποτε αποκρουστικοί ή τραγικοί, αλλά μάλλον τρυφεροί. Οι καθωσπρέπει συχνά αχαλίνωτοι και οι φουκαράδες ή οι τρελοί απρόσμενα σοβαροί.

Ο κόσμος τού Ανδρέα είναι ο πιο συνηθισμένος κόσμος τής σημερινής ελληνικής πραγματικότητας. Παπάδες, γλέντια και γάμοι, ποδόσφαιρο, λιτανείες και τελετές. Εντούτοις, έχουμε συνεχώς την εντύπωση ότι ο Ανδρέας βλέπει πράγματα που δεν υπάρχουν και παρουσιάζει γεγονότα που δεν συμβαίνουν. Το βλέμμα του όμως έχει μάθει να διαπερνά το προφανές και το κάδρο του να αναδεικνύει το κοινότοπο. Ο φακός του είναι ένας θεατρικός προβολέας που απλώς επισημαίνει και υπογραμμίζει εκείνα που το βλέμμα τού κοινού θεατή αδυνατεί πλέον να διακρίνει.

Ο Ανδρέας είναι πιστός στο ασπρόμαυρο. Και μόνον οι επαγγελματικές φωτογραφίες του από τους γάμους και τα βαφτίσια είναι έγχρωμες, κάτι που εξασφαλίζει άλλη μια διάκριση ανάμεσα στη δουλειά και στην προσωπική δημιουργία. Το ασπρόμαυρο όμως του Ανδρέα ουδέποτε γίνεται εικαστικό. Είναι περισσότερο θέμα χαρακτήρα παρά αισθητική επιλογή. Ο Ανδρέας δεν αγαπάει τον θόρυβο, τη βουή, την ακαταστασία, τις εντάσεις. Έτσι και το τύπωμα των φωτογραφιών του αποφεύγει κάθε υπερβολή στις αντιθέσεις. Δεν είναι ούτε υπερβολικά σκληρό, ούτε μαλακό. Ακόμα και το φλάς που συχνά αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει δεν δημιουργεί τις συνηθισμένες έντονες σκιές του. Η φωτογραφία για τον Ανδρέα πρέπει να περιγράφει με τη μεγαλύτερη δυνατή διακριτικότητα και τη μέγιστη εφικτή πιστότητα. Έτσι ώστε τελικά η έκπληξη και η συγκίνηση που στην καλύτερη περίπτωση θα προκαλέσει να μην οφείλονται στις οφθαλμοφανείς παρεμβάσεις πάνω στο χαρτί, αλλά στην υπαινικτική διαμεσολάβηση τού κάδρου.

Μέχρι σήμερα η χειροκίνητη Nikon και ο τριανταπεντάρης φακός είχαν γίνει προέκταση τού βλέμματός του. Εύχομαι η αναπόφευκτη μεταπήδηση στις ψηφιακές Nikon και στους επίσης αναπόφευκτους φακούς ζουμ να μην παρασύρουν με τη γοητεία και τις ευκολίες τους τη ματιά τού Ανδρέα, εκτός πάλι και αν ταρακουνώντας τον δώσουν αφορμή για κάτι νέο που αποκλείεται έτσι κι αλλιώς να είναι αδιάφορο.

Η περιέργεια τού Ανδρέα τον έκανε συχνά να στραφεί και σε άλλα φωτογραφικά θέματα, διαφορετικά από αυτά στα οποία διακρίνεται η ποιότητα και το ύφος του. Έκανε έτσι πολλά πορτρέτα, ακόμα και τοπία και αντικείμενα. Πάντα με ποιότητα, αλλά κατά τη γνώμη μου χωρίς εκείνη την προσωπική σφραγίδα που ξεπερνάει τις φωτογραφικές του γνώσεις και ικανότητες και αγγίζει τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά του.

Έτσι στο βιβλίο αυτό συγκεντρώσαμε εκείνες τις φωτογραφίες που μέσα στα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια προέρχονται είτε από τα γλέντια των γάμων, είτε από τον κλειστό κόσμο τής γειτονιάς του, ή από μωρά, παπάδες και γέρους, με λίγες λέξεις από τον δικό του κόσμο. Και ήταν δύσκολη η επιλογή, και ίσως να αποδειχθεί ενδεχομένως εσφαλμένη και οπωσδήποτε ελλιπής, αν αναλογιστεί κανείς ότι δεν πέρασε όλα αυτά τα χρόνια ούτε μία βδομάδα χωρίς να μου παρουσιάσει ο Ανδρέας ένα ακόμα πακετάκι φωτογραφιών για επιλογή.

Δεν ξέρω αν θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει με μια λέξη το περιεχόμενο αυτών των φωτογραφιών. Είναι άραγε ουμανιστικές; Αποπνέουν την αγάπη τού Ανδρέα για τους ανθρώπους και τη χαρά του για τη ζωή; Εκφράζουν τη σχέση τους με τους εικονιζόμενους; Τίποτα δεν είναι σίγουρο. Γιατί η δύναμη των φωτογραφιών βρίσκεται στις αντιφάσεις τους. Αυτός άλλωστε είναι και ένας από τους λόγους που θα τις έκανε ακατάλληλες για οποιαδήποτε επαγγελματική χρήση, η οποία απαιτεί μονοσήμαντες πληροφορίες.

Ο Ανδρέας προσεγγίζει χωρίς καμία αμφιβολία με αγάπη τους φωτογραφιζόμενους. Ταυτόχρονα όμως αποκαλύπτει τις αδυναμίες τους, έτσι ώστε η χαρά τής επιφάνειας να συμπληρώνεται, χωρίς όμως να σκιάζεται, από τη λύπη που κρύβεται στο υπόβαθρο. Ο κόσμος τού Ανδρέα, από όπου και αν προέρχεται, έχει αποχρώσεις μιας ιδιότυπης Αυλής των Θαυμάτων. Τα παιδάκια είναι πιο σοβαρά από όσο θα περίμενε κανείς και πάντοτε απελπιστικά μόνα τους. Οι παπάδες έχουν σημαντικότερο ρόλο σαν σύμβολα και πρόσωπα μιας κοινωνίας και λιγότερο ως θρησκευτικοί λειτουργοί. Οι πτωχοί τω πνεύματι και οι πτωχοί κατά το βαλάντιο είναι αδελφοί όλων των άλλων, αστών ή εύπορων. Αλλά τίποτα δεν θα ήταν τόσο σύνθετο και πυκνό αν έλλειπε το ιδιότυπο χιούμορ τού Ανδρέα, ένα χιούμορ όχι σαρκαστικό, σαν τού Winogrand, ούτε σκληρό σαν της Arbus. Πρόκειται για το γέλιο τού Ανδρέα, ο οποίος αγαπάει τελικά, ίσως όχι τόσο τους μεμονωμένους ανθρώπους, όσο την τρέλα τους, την ιδιορρυθμία τους, ακόμα και τη μιζέρια τους. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι τού δείχνουν εμπιστοσύνη, γιατί στο βλέμμα του αναγνωρίζουν την ανοχή, την κατανόηση και την τρυφερότητα που ο ίδιος νιώθει για αυτόν τον κόσμο, που για εκείνον είναι όλοι, όλος ο κόσμος.

Και όπως πάντα ο Ανδρέας δεν έχει άλλον τρόπο να δείξει τον ενδιαφέρον του, τη ζεστασιά του και το χιούμορ του απέναντι σε όλους αυτούς, παρά μόνο με τη φωτογραφία, την οποία τόσο αγαπάει και στην οποία, είτε το ξέρει είτε όχι, ανήκει ολοκληρωτικά.