Εφημερίδα Ελευθεροτυπία
Τα Χριστούγεννα ξεκινούσαν από τις αρχές τού Δεκέμβρη. Ήταν τότε που η μητέρα μου έβαζε λίγες φακές σε δυο στενόμακρα γυάλινα βάζα, για να φυτρώσουν και να βγάλουν λεπτά ανοιχτόχρωμα φυλλαράκια. Λίγες μέρες μετά, ανάμεσα στην ψηλή και στη χαμηλή βιβλιοθήκη του χωλ, στηνόταν η Φάτνη. Μια κατασκευή από ζωγραφισμένο λεπτό χαρτόνι, η οποία με συμβολική αυθαιρεσία είχε στη μια της άκρη το Σπήλαιο και στην άλλη, σε πλήρως δυσανάλογο μέγεθος, το χωριουδάκι της Βηθλεέμ. Λίγα βοτσαλάκια μαζεμένα από την παραλία περίμεναν φυλαγμένα σε ένα κόκκινο κουτί να παίξουν κάθε χρόνο τον ρόλο τού μονοπατιού που συνέδεε τη Βηθλεέμ με το Σπήλαιο της Γέννησης. Οι φακές παίρνανε τη θέση τους πίσω από ένα ύψωμα της Φάτνης. Σπιτάκια σε αρχιτεκτονικό ύφος βορείων χωρών, εφοδιασμένα με μικροσκοπικές λαμπίτσες, υπαινίσσονταν το χωριουδάκι της Βηθλεέμ, ενώ ένα φωτεινό αστέρι φώτιζε τον βαμμένο χάρτινο ουρανό πάνω από το Σπήλαιο. Ζώα, βοσκοί και άλλοι άνθρωποι, μικρά αγαλματάκια, περίμεναν την εμφάνιση του μωρού-Χριστού που ο πατέρας μου φυλούσε σε κάποιο συρτάρι μέχρι την εικοστή πέμπτη του Δεκέμβρη.
Στο μεταξύ οι τρεις Μάγοι ξεκινούσαν από τις αρχές του μήνα την πορεία τους προς το Σπήλαιο. Φτιαγμένοι όμως, καθώς ήταν, για να στολίζουν τη Φάτνη, είχαν ο καθένας τους μια στατική και ευλαβική στάση προσκυνήματος μπροστά στο λίκνο του Χριστού, και μάλιστα ο ένας από αυτούς πρόσφερε τα δώρα του γονατισμένος. Αυτό βέβαια δεν εμπόδιζε την αδελφή μου και εμένα να τους τοποθετήσουμε στην αρχή του βοτσαλένιου μονοπατιού και κάθε μέρα το πρωί, λίγο πριν ο πατέρας μας ξεκινήσει για τη δουλειά του, να τους μετακινούμε λίγα εκατοστά πιο μπροστά, έτσι ώστε όταν θα έφτανε η μέρα των Χριστουγέννων, να βρίσκονταν στη θέση τους στην είσοδο του Σπηλαίου.
Ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, μικρό και ψεύτικο κι αυτό σαν τη Φάτνη, φυλαγόταν όλο τον χρόνο διπλωμένο στην αποθήκη, για να βγει στο τέλος του Δεκέμβρη μαζί με κάθε λογής παράταιρα στολίδια που δεν είχαν κατ’ ανάγκην σχέση με τις παραδόσεις των ημερών. Μικρά και μάλλον ασήμαντα μπιχλιμπίδια, που ο πατέρας μου συγκέντρωνε από πανηγύρια και φτωχικά παλιατζίδικα, βγαίνανε από τα κουτιά τους, για να στολίσουν το μικρό δεντράκι πάνω στον μπουφέ, αλλά και να επεκτείνουν τον γιορτινό χώρο σε όλη την επιφάνεια του επίπλου.
Το δέντρο στηνόταν με αποκλειστική ευθύνη του πατέρα μου τη νύχτα τής παραμονής και ενώ εμείς οι υπόλοιποι βρισκόμασταν στην καθολική εκκλησία για τη μεσονύχτια λειτουργία. Το εκκλησιαστικό όργανο, η φωνή της υψιφώνου (μια σπουδαία τής Λυρικής Σκηνής, όπως είχαμε πληροφορηθεί), οι τρυφερά αφελείς ψαλμοί, το ασυνήθιστο της ώρας, η συρροή του κόσμου, οι ευχές, ακόμα και το γεγονός ότι είχαμε πέσει νωρίτερα για ύπνο και είχαμε ξυπνήσει ειδικά για την εκκλησία, όλα συνέβαλαν ώστε η ακολουθία να ισοδυναμεί περισσότερο με μια μοναδική γιορτινή παράσταση παρά με θρησκευτική τελετουργία. Στην επιστροφή μας βρίσκαμε το δέντρο έτοιμο, ακριβώς το ίδιο κάθε χρόνο, με τα ίδια σχεδόν στολίδια – οι προσθήκες ήταν σπάνιες – και στην ίδια ακριβώς θέση. Αλλά και στη Φάτνη ο Χριστός και οι Μάγοι είχαν πάρει τις οριστικές τους θέσεις. Ένα στρωμένο τραπέζι γεμάτο γλυκά ήταν η ολοκλήρωση της νύχτας των Χριστουγέννων.
Αυτή η εξοικείωση με το «ψέμα» του παραμυθιού στάθηκε η πιο σημαντική προετοιμασία μου για την επικοινωνία με τον κόσμο του παράλογου, για την αποδοχή των μη φαινομένων και τελικά για τη σχέση μου με την τέχνη. Ο συνδυασμός της ιεροτελεστίας, της τελετουργικής επανάληψης, της μαγείας των μύθων και του χρόνου, της σκηνικής παράστασης, που ξεκινούσε από τις αρχές του μήνα στο σπίτι για να κορυφωθεί στην εκκλησία και να επιστρέψει στο σπίτι, από αναμνηστική αναφορά της παιδικής μου ηλικίας έγινε στοιχείο του χαρακτήρα μου και της παιδείας μου.
Η υπερρεαλιστική πορεία των Μάγων ήταν η πρώτη μου μύηση στην έννοια τής τελετής, αλλά και έμπρακτη μεταμόρφωση του μύθου σε καθημερινό βίωμα. Η παράλογη καθημερινή μετακίνηση του γονατιστού αγάλματος, η οποία όχι απλώς δεν με εξέπληττε, αλλά μου φαινόταν απολύτως φυσική και αναγκαία, με έμαθε να συμμετέχω στη ζωή σαν να πρόκειται για ένα παραμύθι που το πλάθω καθώς ξετυλίγεται. Ένα παραμύθι το οποίο παρακολουθούμε με περιέργεια, αν και γνωρίζουμε το τέλος του. Ακριβώς όπως κάθε χρόνο επαναλάμβανα τις ίδιες μαγικές κινήσεις και κάθε χρόνο περίμενα τον επόμενο. Η επανάληψη είχε αφαιρέσει την έκπληξη και είχε καθιερώσει τη ζεστασιά. Ο χρόνος κυλάει πάντα πιο ήρεμα όταν σημαδεύεται από οικείες αναφορές.
Το ψεύτικο δεντράκι δεν όφειλε την παρουσία του σε οικολογικές ανησυχίες (μάλλον άγνωστες εκείνη την εποχή), αλλά περισσότερο στη διαίσθηση (ή μπορεί και στη συνείδηση) ότι το ψεύτικο προσεγγίζει περισσότερο την αλήθεια παραπέμποντας σε αυτήν, ενώ το πραγματικό δεν μπορεί να παραπέμψει παρά στον εαυτό του.
Η παιδική ηλικία τελειώνει όταν δεν θέλεις πια να είσαι παιδί. Τα δέντρα γίνονται τότε αληθινά και τα στολίδια διακόσμηση. Οι Μάγοι δεν πηγαίνουν πια στη Φάτνη. Έχουμε όμως ανάγκη και από το «ψέμα» και από τον μύθο. Γι’ αυτό και συνεχίζουμε να αναζητούμε, μέσα από την τέχνη αλλά και μέσα από τη ζωή, τον γονατισμένο μάγο της ωριμότητάς μας.