(Απρίλιος 2002)
Γενικά σχόλια
Θα ήθελα να χαϊδέψω τα αυτιά των συνέδρων με επαίνους για το παρελθόν και με ελπίδες για το μέλλον. Δυστυχώς όμως το μόνο που μπορώ να κάνω είναι το δεύτερο, δεδομένου ότι το παρελθόν μονάχα αρνητικές αναμνήσεις φέρνει από την επαφή μου (και συχνότερα από τη μη επαφή μου) με Δημάρχους και άλλους τοπικούς άρχοντες. Δεν υπάρχει βέβαια καμιά αμφιβολία ότι υπάρχουν Δήμαρχοι που έχουν κατανοήσει το μέγεθος τής πολιτιστικής τους δυνατότητας και ευθύνης και λειτουργούν άψογα, τουλάχιστον όσο τους το επιτρέπουν οι συνθήκες τής δημόσιας μηχανής. Φαίνεται όμως πως η δική μου τύχη δεν το έφερε να τους συναντήσω. Συνήθως όμως στο μυαλό τού πολίτη δημιουργείται μια γενικευμένη εντύπωση που κυριαρχείται από τις αρνητικές πλευρές, ίσως γιατί αυτές καταγράφονται με πιο έντονο τρόπο και για να ανατραπούν χρειάζεται πολύς χρόνος και μεγάλη επιμονή.
Για να εξετάσουμε το πώς αντιμετωπίζει, και πώς πρέπει να αντιμετωπίζει, η τοπική αυτοδιοίκηση τη φωτογραφία, πρέπει πριν από όλα να δούμε πώς αντιμετωπίζει τον πολιτισμό γενικώς. Αλλά και λίγο πριν από αυτό πρέπει να εξετάσουμε τη δυνατότητά της να αντιμετωπίζει γενικώς τις προκλήσεις που θέτει ο ρόλος της. Ας επιχειρήσουμε να το κάνουμε πολύ βιαστικά με τον κίνδυνο βέβαια που κάθε τέτοια σχηματική προσέγγιση περικλείει, δηλαδή την εξαφάνιση των λεπτών αποχρώσεων.
Επιθυμώ να τονίσω και πάλι, όπως είπα στην αρχή τής ομιλίας, ότι οι απόψεις που ακολουθούν δεν εκφράζουν μιαν απόλυτη και χωρίς εξαιρέσεις εικόνα, όπως επίσης ότι δεν στηρίζονται σε επιστημονική ανάλυση και στατιστική δειγματοληψία και κατά συνέπεια μπορούν να περιέχουν μεγάλο ποσοστό σφάλματος. Αποτελούν όμως το προϊόν τής διαίσθησής μου και τής μικρής μου πείρας μέσα από συγκεκριμένα περιστατικά που γνώρισα είτε παλιότερα σαν δικηγόρος είτε αργότερα σαν δάσκαλος τής φωτογραφίας.
Οι εμπειρίες μου ειδικά με την ελληνική επαρχία, με τους κατοίκους της και τους άρχοντές της στηρίζονται στην επί δεκαετία περίπου ενασχόλησή μου με την σχεδίαση και οργάνωση των πρότυπων τμημάτων φωτογραφίας για λογαριασμό τής Λαϊκής Επιμόρφωσης, αλλά και των προσκλήσεων που δέχτηκα από ιδιωτικές ομάδες για διδασκαλία τής φωτογραφίας σε πολλές ελληνικές πόλεις. Τέλος, η αγάπη μου προς τις μικρές κοινότητες αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια επέλεξα τη Σύρο (από την οποία δεν κατάγομαι) σαν τόπο μόνιμης κατοικίας μου και ει δυνατόν και μόνιμης ή σχεδόν μόνιμης εργασίας μου, και πάντως όχι απλώς τόπο θερινής διαμονής. Και για την ώρα δεν περνάει μέρα που να μην ανανεώνω με ενθουσιασμό την εμπιστοσύνη στην επιλογή μου αυτή.
Αναστολές τής αυτοδιοίκησης
Τη σημασία τής τοπικής αυτοδιοίκησης κανείς δεν την αμφισβητεί και όλοι χαιρετίζουμε την ενίσχυσή της. Τουλάχιστον όμως σε ένα σημείο διέψευσε τις προσδοκίες πολλών. Και αναφέρομαι στο γεγονός ότι όχι μόνον δεν μετρίασε αλλά μετέφερε διογκωμένες πολλές από τις αδυναμίες τής κεντρικής πολιτικής σκηνής σε τοπικό επίπεδο. Στην περίπτωση τής κεντρικής διοίκησης και των αιρετών υπουργών η έντονη κομματική και πελατειακή τους εξάρτηση μετριάζεται πρώτον από την αίσθηση που έχουν ότι είναι αενάως μετακλητοί και δεύτερον από την δαιδαλώδη οργάνωση κάθε υπουργείου την οποία εκείνοι συνήθως αγνοούν. Στις μικρές κοινότητες η εν λόγω εξάρτηση υπερτονίζεται και τα αποτελέσματά της διογκώνονται αφενός λόγω τού προσωπικού και οικογενειακού χαρακτήρα των σχέσεων και αφετέρου λόγω τής παντοδυναμίας τού τοπικού άρχοντα που συγκεντρώνει όλο το μηχανισμό κάτω από την εξουσία του.
Πέραν τούτων παρατηρείται το φαινόμενο οι Δήμαρχοι των μεν μικρών πόλεων να μετατρέπουν το αξίωμά τους σε ένα σχεδόν μόνιμο επάγγελμα (δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να διανύουν οι δήμαρχοι υπερεικοσαετείς θητείες), των δε μεγάλων πόλεων να αντιμετωπίζουν τον δημαρχιακό θώκο σαν εφαλτήριο για σημαντικότερα πολιτικά αξιώματα στην κεντρική διοίκηση, με συνέπεια άπαντες να υποκύπτουν στη λογική τού πολιτικού κόστους, αντί να επιλέγουν το πολιτικό θάρρος. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να κυριαρχεί στις επιλογές των προσώπων η αναξιοκρατία και στις επιλογές των αποφάσεων ο λαϊκισμός. Κι αυτό είναι το βασικότερο εμπόδιο τής τοπικής αυτοδιοίκησης για τη σωστή αντιμετώπιση τού πολιτιστικού της, ή οποιουδήποτε άλλου, ρόλου. Το περίεργο είναι πως τα τελευταία χρόνια στην κεντρική διοίκηση έχει βελτιωθεί ο ορθολογισμός των αποφάσεων και μειωθεί η αναξιοκρατία, ίσως επειδή η πολιτική αλλά και η οικονομική διαπλοκή ασχολούνται με τα θεωρούμενα μεγάλα θέματα αφήνοντας τα μικρότερα, και τις περισσότερες φορές όχι λιγότερα σημαντικά, στην πρωτοβουλία λίγων αλλά άξιων δημοσίων υπαλλήλων που τιμούν τη θέση τους και κάνουν τον κρατικό μηχανισμό να κινείται συχνά προς τη σωστή κατεύθυνση.
Επαναλαμβάνω για τρίτη φορά ότι σε ένα τόσο μεγάλο αριθμό δημάρχων που διαθέτει η χώρα μας η παραπάνω γενίκευση είναι επικίνδυνη και ότι οι εξαιρέσεις είναι πολλές,
Υπάρχει όμως και ένα άλλο μειονέκτημα τής τοπικής πολιτικής σκηνής και συγκεκριμένα το γεγονός ότι οι τοπικοί αιρετοί άρχοντες θεωρούν ότι ο λαός τους εξέλεξε όχι ως διαχειριστές αλλά ως ειδικούς των πάντων. Και, ανάμεσα στα άλλα, ειδικούς τής αισθητικής, τής τέχνης και τού πολιτισμού. Αντί επομένως να απευθύνονται σε έναν ή περισσότερους συμβούλους που ξέρουν τον κάθε τομέα, προτιμούν συνήθως να σχεδιάζουν και να επιλέγουν τις πολιτιστικές τους κατευθύνσεις μόνοι τους. Οι σύμβουλοι αυτοί θα ήταν καλό να είναι και πολίτες τής κοινότητας, αλλά και αν κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, δεν πειράζει. Στο κάτω-κάτω η ποιότητα δεν έχει εντοπιότητα. Οι γνώμες των συμβούλων ή των επιτροπών αυτών δεν θα ήταν βέβαια δεσμευτικές για τον Δήμαρχο, αν όμως αυτός ήθελε να ενεργήσει με αντίθετο τρόπο θα έπρεπε επαρκέστατα να δικαιολογήσει την πράξη του. Τα ίδια ισχύουν για τις πολεοδομικές μεταβολές και για τις αισθητικές και διακοσμητικές παρεμβάσεις και για οτιδήποτε τελοσπάντων απαιτεί γνώσεις και ειδικότητα τις οποίες δεν είναι λογικό να διαθέτει ο Δήμαρχος, ο Αντιδήμαρχος ή οι άλλο αιρετοί σύμβουλοι.
Ο πολιτισμός και η αυτοδιοίκηση
Ο πολιτισμός, έννοια λάστιχο, περικλείει την τέχνη αλλά και πολλά άλλα, τα οποία όμως επηρεάζουν την τέχνη και επηρεάζονται από αυτήν. Η αντίληψη των τοπικών αρχόντων για τον πολιτισμό κινείται συνήθως σε τρεις κατευθύνσεις.
Πρώτον, στην κατεύθυνση τής διατήρησης μιας παράδοσης, παράδοση η οποία, ξεκομμένη συνήθως από την ταυτόχρονη παραγωγή σύγχρονου πολιτισμού, καταλήγει στις καλύτερες περιπτώσεις σε μια λαογραφική απλοϊκότητα και στις χειρότερες σε έναν υπόγειο συντηρητισμό.
Δεύτερον, στην κατεύθυνση τής διαφημιστικής προβολής τού Δήμου μέσα από πρωτοβουλίες βιτρίνας, που προσφέρουν άμεσο και μετρήσιμο αντίκρισμα.
Τρίτον, στην κατεύθυνση για την εκμετάλλευση των κονδυλίων που η κεντρική διοίκηση ή η Ευρωπαϊκή Κοινότητα (πολύ συχνότερα η δεύτερη από την πρώτη) διαθέτει για καλλιτεχνική εκπαίδευση και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Κονδύλια άλλωστε που είτε διοχετεύονται προς άλλες κατευθύνσεις ή ανάγκες είτε εξυπηρετούν και πάλι τους παραπάνω σκοπούς τής προβολής και τής βιτρίνας.
Αισθητική των πόλεων
Ένας χώρος στον οποίο εκφράζεται πανηγυρικά η αντίληψη των Δημάρχων για τον πολιτισμό είναι η αισθητική των πόλεων, αλλά εμμέσως και των σπιτιών, για τα οποία βέβαια η ευθύνη βαρύνει κυρίως την πολεοδομία. Η αισθητική αυτή προσέγγιση χαρακτηρίζεται από τρεις κατευθύνσεις.
Πρώτον, από την αυθαιρεσία των περισσοτέρων δημάρχων να κάνουν προσωπικές αισθητικές παρεμβάσεις γεμίζοντας με πλάκες λουτροκαμπινέ τις λεωφόρους, με επιθεωρησιακούς φανοστάτες τις πλατείες, με φερφορζεδένια παγκάκια τα λιμάνια και με προσβλητικής ασχήμιας καγκελάκια όλα τα πεζοδρόμια, αυθαιρεσία που πιθανόν επηρεάζεται από την τάση μίμησης παλαιών ευρωπαίων ηγεμόνων και την ανάλογη επιθυμία να αφήσουν για την ιστορία το ορατό σημάδι τού περάσματός τους από την πόλη τους μέσα από «καλλωπιστικές» και όχι αναγκαίες παρεμβάσεις.
Δεύτερον, από την τάση μιας λαογραφικής ομοιομορφίας. Πρόκειται για μια μυστηριώδη επιλογή που στην περίπτωση λόγου χάριν τού Αιγαίου θέλει όλα τα νησιά να γεμίζουν με τραγικής ακαλαισθησίας και πλήξης ομοιόμορφα λευκά σπιτάκια με μπλε σκούρα παράθυρα και «μυκονιάτικες» καμάρες (το όλον μπογιατισμένο με πλαστικά χρώματα), επειδή για ανεξήγητους λόγους επελέγη μια ψευδής παράδοση στο πνεύμα τής γαλανόλευκης, επιλογή που κατήργησε όλες τις γοητευτικές ώχρες και άλλες γήινες αποχρώσεις, την πέτρα και τα υδροχρώματα και μαζί κάθε ιδιωτική αισθητική έκπληξη.
Τρίτον, από την τάση για μιμητισμό τού παρελθόντος με την γελοία αντιγραφή σπιτιών τού προπερασμένου αιώνα και την αναπαράσταση νεοκλασικών ή αρχοντόσπιτων με φουρούσια και κάγκελα, επειδή έτσι κάποτε γινόταν (αλήθεια, γιατί δεν πάμε πιο πίσω στην αρχαία κατοικία με κίονες και εστία;), τάση που αγνοεί την βασική αρχή ότι η αρχιτεκτονική πρέπει να φέρει το σημάδι τού χρόνου μαζί με το σημάδι τού χώρου και ότι επιβάλλεται η εικόνα τής πόλης να είναι ταυτόχρονα και εικόνα τής ιστορίας της, με τον σεβασμό ενός ιστορικού κέντρου και τη σταδιακή επέκταση με μια αισθητική πορεία και εξέλιξη μέσα στον χρόνο.
Οι τοπικοί άρχοντες και η τέχνη
Όσον αφορά τη σχέση των αιρετών αρχόντων με την τέχνη σημειώνουμε και πάλι μερικές συνήθεις προτιμήσεις.
Πρώτον, η τάση να προτιμώνται οι διοργανώσεις φεστιβάλ με συσσώρευση υπερβολικά πολυάριθμων και αμφίβολης ποιότητας εκδηλώσεων, με την σκέψη ότι τέτοιες εκδηλώσεις βρίσκουν ευκολότερα θέση στα ΜΜΕ, ώστε να εξασφαλιστεί η προβολή τής δημοτικής αρχής.
Δεύτερον, η τάση να προτιμάται το καλοκαίρι για τις οποιεσδήποτε εκδηλώσεις, τάση που και πάλι πριμοδοτεί την προβολή σε βάρος τής ουσίας.
Τρίτον, η τάση να μετακαλούνται συνήθως οι εμπορικοί «καλλιτέχνες» που προβάλλονται από τα Μέσα Ενημέρωσης και είναι αρεστοί στο κοινό. Το τελευταίο επιχείρημα δεν θα έπρεπε με κανένα τρόπο να αποτελεί κριτήριο. Αλλιώς σε κάθε περίπτωση θα κάναμε δημοψηφίσματα και θα καταλήγαμε να βάλουμε για κυβερνήτη τον διευθυντή μιας εταιρείας δημοσκοπήσεων. Όταν μια απόφαση δεν είναι δημοφιλής έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να είναι και σωστή.
Τέταρτον, η τάση να προβάλλεται η παραδοσιακή τέχνη και να μην δίδεται σημασία στην παραγωγή τέχνης.
Πέμπτον, η παντελής αδιαφορία σχετικά με την καλλιτεχνική και αισθητική παιδεία τού πληθυσμού.
Στην προσέγγιση αυτή αρμόζει η ακόλουθη κριτική.
Πρώτον, η καλλιτεχνική και αισθητική παιδεία εξασφαλίζεται μέσα σε βάθος χρόνου και μέσα από εξοικείωση των κατοίκων με την καλλιτεχνική πρακτική. Πρόκειται δηλαδή για ένα έργο που δεν αποδίδει άμεσους καρπούς προβολής ούτε είναι δημοφιλές στην πλειοψηφία τού πληθυσμού. Το έργο αυτής τής αισθητικής παιδείας δεν μπόρεσε να επιτελέσει η ελληνική οικογένεια η οποία ασχολήθηκε όλα τα τελευταία χρόνια (και δικαίως) με την μετάβασή της σε άλλη οικονομική και κοινωνική κατηγορία. Δεν μπορεί να το επιτελέσει το σχολείο, αφενός γιατί αποτελείται από διδάσκοντες με τις ίδιες ελλείψεις και αδυναμίες που χαρακτηρίζουν τους μαθητές και αφετέρου γιατί η κρατική εκπαίδευση έχει στραφεί (καλώς ή κακώς, δεν είναι τής παρούσης να το εξετάσουμε) προς την οικονομική και επαγγελματική κατοχύρωση. Είναι όμως κατεξοχήν έργο των μικρών κοινοτήτων και των αρχόντων τους μια και ο μόνος τρόπος να επιτελεσθεί είναι μέσα από την λεγόμενη δια βίου εκπαίδευση, αυτή που τελικά υπηρετεί τις βαθύτερες και πιο ώριμες ανάγκες, που συνοδεύουν τον άνθρωπο στη διάρκεια όλης τής ζωής του και όχι μόνον στα ανώριμα μαθητικά του χρόνια.
Η πολιτιστική αυτή παιδεία προσφέρεται, διεκδικείται, ανακαλύπτεται. Είναι υποκρισία να ισχυριστούμε ότι ο κόσμος θα ζητήσει αυτό που έχει ανάγκη και τότε θα του το προσφέρουμε. Για να το ζητήσει πρέπει να το γνωρίσει. Και είναι ευθύνη των αρχόντων να τον τραβήξουν μπροστά. Οι άρχοντες εκλέγονται για να ηγούνται και όχι για να ακολουθούν. Και είναι φυσικό στην ηγετική τους αυτή πορεία να υφίστανται μειωτικό κόστος, πολιτικό ή άλλο.
Δεύτερον, οι τοπικοί μας άρχοντες πρέπει να κατανοήσουν ότι ο ρόλος τους δεν είναι να διασκεδάζουν τους πολίτες. Αυτό το αναλαμβάνει η τηλεόραση και όλη η (καλή ή κακή) εμπορική διασκέδαση. Αν ένας εμπορικός θίασος, ή μια φίρμα τού τραγουδιού θέλει να παρουσιαστεί στη μικρή πόλη, ας το κάνει με το εμπορικό ρίσκο που συνεπάγεται οποιαδήποτε τέτοια εκδήλωση. Ρόλος των αρχών είναι να φέρνουν κοντά στον πολίτη εκείνο που δεν θα έρθει χωρίς αυτούς. Ρόλος τους είναι να δώσουν την ευκαιρία στον πολίτη να δει την ταινία που δεν θα του δείξουν η τηλεόραση, το εμπορικό σινεμά ή το βιντεοκλάμπ και τη θεατρική παράσταση που δεν θα σπάσει τα ταμεία. Ρόλος τους είναι να γεφυρώσουν την κοινωνική και εντεύθεν πολιτιστική και μορφωτική ανισότητα προσφέροντας ίσες πολιτιστικές ευκαιρίες παιδείας και απόλαυσης. Ρόλος τους είναι να ασχολούνται περισσότερο με υποδομή και λιγότερο με εκδηλώσεις.
Τρίτον, η μέγιστη πολιτιστική προσφορά στον τόπο, στη δημοκρατία και (τελευταία από όλα) στην τέχνη, είναι ένα πολίτης που δημιουργεί. Κατά συνέπεια ένας πολίτης σκεπτόμενος, δηλαδή ελεύθερος. Ας αφήσουν λοιπόν οι άρχοντες τα πασίγνωστα πλέον (και συχνά άχρηστα) ΚΕΚ (με τους επιδοτούμενους μαθητές), που δεν είναι λογικό να συνιστούν εκπαιδευτικό μονόδρομο, να διαχειρίζονται τα τελευταία κονδύλια που απομένουν και ας δημιουργήσουν μικρές ομάδες διδασκαλίας και επικοινωνίας με την τέχνη. Όχι με στόχο την επαγγελματική αποκατάσταση, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν υποκρισία, αλλά με στόχο την επαφή των πολιτών με το καλλιτεχνικό γεγονός. Η Δημοτική Πινακοθήκη, το Δημοτικό Θέατρο, τα Δημοτικά Εργαστήρια ας γίνουν χώροι επικοινωνίας και επαφής με την τέχνη.
Τέταρτον, οι περισσότερες εκδηλώσεις στα μικρά μέρη και δη στα νησιά πρέπει να γίνονται κατά τη διάρκεια τού χειμώνα, όταν οι ντόπιοι είναι ανεπηρέαστοι από τις τουριστικές τους απασχολήσεις. Οι εκδηλώσεις πρέπει να αφορούν πρωτίστως αυτούς και όχι τους τουρίστες. Για το καλοκαίρι ας φυλάξουν για κράχτη μια δυο γυαλιστερές εκδηλώσεις, ο κύριος όμως κορμός πρέπει να αφορά τον χειμώνα.
Πέμπτον να ευνοείται η ουσιαστική αποκέντρωση, αυτή δηλαδή που φέρνει στα μικρότερα μέρη, κυρίως με τη μορφή μόνιμης εγκατάστασης, αλλά έστω και με τη μορφή χειμερινής επίσκεψης, ανθρώπους τής τέχνης, δημιουργούς, δασκάλους και θεωρητικούς που θα συμβάλουν έτσι στην καλλιέργεια των κατοίκων. Στο σημείο αυτό η τοπική εξουσία πρέπει να αποτελέσει αντίρροπη δύναμη στην έμφυτη άμυνα και περιχαράκωση που παρατηρείται στις μικρές κοινότητες απέναντι σε οποιαδήποτε έξωθεν παρουσία. Πόσω μάλλον σε μια χώρα σαν τη δική μας, όπου η φιλυποψία έχει αναχθεί σε εθνικό χαρακτηριστικό.
Η φωτογραφία ως μέσον πολιτιστική πολιτικής
Μέσα στο εύρος των πολιτιστικών προβλημάτων με τα διλήμματα των σχετικών επιλογών θα ήταν λίγο αστείο να δώσει κανείς ιδιαίτερη βαρύτητα στη φωτογραφία, αν η ίδια δεν είχε μερικά χαρακτηριστικά που την καθιστούν σήμερα ιδιαιτέρως σημαντική.
Πρώτον, (δυστυχώς και ευτυχώς) η φωτογραφία είναι τής μόδας. Λέγω δυστυχώς διότι οτιδήποτε είναι τής μόδας τείνει να επιβάλλεται μέσα από την πιο επιφανειακή και απλοϊκή πλευρά του. Λέγω όμως και ευτυχώς διότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την έλξη που η φωτογραφία ασκεί ώστε να κινήσουμε το αρχικό ενδιαφέρον των πολιτών για την δημιουργία.
Δεύτερον (δυστυχώς) η φωτογραφία τείνει να καταλάβει το κέντρο τού πολιτισμού μας. Λέγω δυστυχώς διότι ο πολιτισμός μας είναι και παραμένει πολιτισμός τού λόγου. Η μετατροπή του τείνει να μειώσει τη σημασία (και τη γνώση) τού λόγου χωρίς να την αντικαθιστά με την εικόνα, μια και λόγος και εικόνα δεν είναι έννοιες εναλλάξιμες. Αυτό που συμβαίνει είναι η χρήση τής εικόνας σαν εικονογράφηση ενός λόγου που ολοένα και περισσότερο υποχωρεί. Αυτό όμως που μας χρειάζεται πλέον είναι η αντιμετώπιση τού οπτικού αναλφαβητισμού. Μια και η εικόνα δείχνει να κυριαρχεί πρέπει οι πολίτες να την γνωρίσουν και να μάθουν τόσο να την διαβάζουν όσο και να την εφαρμόζουν.
Τρίτον, (δυστυχώς και ευτυχώς) η φωτογραφία είναι εύκολη. Λέγω δυστυχώς διότι και η φωτογραφία, όπως και κάθε άλλη δημιουργική διαδικασία, είναι δύσκολη όταν τής ζητούμε ποιότητα. Κάτι όμως που φαίνεται εύκολο δεν επιβάλλει σ’ αυτόν που το εφαρμόζει πειθαρχία και σοβαρότητα με αποτέλεσμα να απομακρύνεται η ποιότητα. Λέγω όμως και ευτυχώς διότι η αναμφισβήτητα εύκολη τεχνική της συμβάλλει ώστε η εφαρμογή της να είναι εφικτή με σύντομη εκπαίδευση και τα αποτελέσματα χειροπιαστά.
Ο τρόπος που οι αιρετές τοπικές ηγεσίες αντιμετωπίζουν τον πολιτισμό, και ειδικότερα την τέχνη, επηρεάζει απολύτως την θέση τους απέναντι στη φωτογραφία. Θα ήταν κωμικό να περιμένουμε μια θετική καλλιτεχνική παρέμβαση στον χώρο τής φωτογραφίας, αν κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε και στις υπόλοιπες δημοτικές πολιτιστικές παρεμβάσεις. Είναι επομένως πρόβλημα γενικότερης αντιμετώπισης και όχι αποκλειστικά τοποθέτησης απέναντι στη φωτογραφία.
Προσωπικές εμπειρίες
Οι παρατηρήσεις που προηγήθηκαν εκφράζουν μια μάλλον απαισιόδοξη άποψη, αλλά είναι γεγονός ότι οι αναμνήσεις μου, όπως προανέφερα, δεν έχουν πολλά θετικά να μου φέρουν. Θα αναφέρω πρόχειρα μερικές προσωπικές μου εμπειρίες, έτσι ώστε η παραπάνω θεωρητική προσέγγιση να αποκτήσει και μια πρακτική πλευρά.
1. Έχω προσκληθεί για παράδοση σεμιναρίων φωτογραφίας και τελευταία και κινηματογράφου, συχνά περισσότερες από μία φορές, σε πολλές ελληνικές πόλεις. Στην Πάτρα, στη Θεσσαλονίκη, στο Ηράκλειο, στη Ρόδο, στον Άγιο Νικόλαο, στη Φλώρινα, στην Αλεξανδρούπολη, στην Ορεστιάδα, στο Ναύπλιο, στην Καρδίτσα, στα Γρεβενά, στη Ναύπακτο, στη Σκόπελο, στην Καλαμάτα, στο Μέτσοβο, στο Ρέθυμνο, στη Λαμία και αλλού και αν εξαιρέσουμε τις φορές που υπήρξα απεσταλμένος τής Γενικής Γραμματείας Λαϊκής Επιμόρφωσης, όλες τις άλλες ήμουν καλεσμένος τοπικών φωτογραφικών ομάδων, που με είχαν φέρει με δικά τους έξοδα. Ουδέποτε υπήρξα προσκεκλημένος κάποιου Δήμου.
2. Ήμουν προ ετών μέλος τής εικαστικής επιτροπής τού Δήμου Αθηναίων μαζί με αξιόλογους συναδέλφους και όλοι προσπαθήσαμε να αναβαθμίσουμε το επίπεδο των εκθεσιακών χώρων τού Δήμου με επιλογές που θα αναδείκνυαν μια υψηλή ποιότητα και ένα διαφορετικό επίπεδο. Σχεδόν καμία από τις προτάσεις μας δεν έγινε δεκτή και σιγά-σιγά η επιτροπή περιέπεσε σε αχρηστία. Να σημειωθεί ότι σιωπηρώς παύσαμε να συνεδριάζουμε και ουδέποτε μου κοινοποιήθηκε μια παύση. Έκτοτε μέσω των εκθεσιακών αυτών χώρων ασκείται προσωπική προβολή και πολιτική με αποτέλεσμα τουλάχιστον όταν εγώ λαμβάνω σχεδόν καθημερινές προσκλήσεις για τις αίθουσες τού Δήμου Αθηναίων να τις κατευθύνω στον κάλαθο των αχρήστων μια και γνωρίζω ότι θα στερούνται ενδιαφέροντος.
3. Σε μια από τις πολλές μου επισκέψεις για διδασκαλία γνώρισα σε μιαν απομακρυσμένη ελληνική πόλη έναν εξαίρετο, μορφωμένο και ταλαντούχο νέο, και όταν συνέστησα να τον χρησιμοποιήσουν σαν επιμορφωτή έλαβα την απάντηση από την Γενική Γραμματεία πως δεν μπορούν πλέον να επέμβουν γιατί είναι αρμοδιότητα των τοπικών οργάνων και πως ουδέποτε από όσο έμαθαν θα προσλαμβανόταν ο εν λόγω νέος διότι αυτός που κατείχε τη θέση μέχρι τότε ήταν εκλεκτός τής τοπικής αρχής.
4. Όταν εγκαταστάθηκα στη Σύρο όπου με αποκλειστικώς δικά μου έξοδα έφτιαξα έναν χώρο σεμιναρίων με πλήρως εξοπλισμένη αίθουσα προβολών 120 τ.μ. με πλήρως εξοπλισμένο σκοτεινό θάλαμο 50 τ.μ., με τέσσερα δωμάτια φιλοξενίας και με πάρα πολλούς βοηθητικούς χώρους, προσκάλεσα τον Δήμαρχο και τον υπεύθυνο πολιτιστικών τού Δήμου, καθώς και εκπροσώπους άλλων τοπικών εξουσιών να τον επισκεφθούν. Μετά από έναν χρόνο και ενώ πολλά σεμινάρια έχουν ήδη διεξαχθεί με μαθητές που έρχονται μέσα στον χειμώνα από την Αθήνα, κανείς ακόμα από τους παραπάνω επισήμους δεν με έχει επισκεφτεί. Μια επίσκεψη που δεν θα είχε πρακτικές συνέπειες αλλά μοναχά συμβολική σημασία για το πώς ο Δήμος αντιμετωπίζει την ιδιωτική πρωτοβουλία και τον πολιτισμό.
5. Όταν και πάλι στη Σύρο διοργάνωσα ένα πολύωρο εισαγωγικό σεμινάριο φωτογραφίας πανομοιότυπο με αυτό που εδώ και δεκαπέντε χρόνια διδάσκω στην Αθήνα, αποφάσισα να πριμοδοτήσω τον τόπο τής νέας μου κατοικίας κοστολογώντας τα μαθήματα στο ύψος τού 50% αυτών τής Αθήνας. Ζήτησα παράλληλα από τον Δήμο να καλύψει ένα μέρος των εξόδων των συριανών υποψηφίων που θα εκδήλωναν ενδιαφέρον και ίσως όλο το κόστος των δασκάλων και καθηγητών, έτσι ώστε να τονωθεί ένα ενδιαφέρον για τη φωτογραφία και στο νησί. Ο Δήμος αρνήθηκε. Το σεμινάριο διεξάγεται και πλησιάζει στο τέλος του με μαθητές κυρίως εργαζόμενους στο νησί που προέρχονται από άλλες πόλεις και που είχαν ένα ενδιαφέρον για τη φωτογραφία.
6. Όταν ζήτησα από τη Νομαρχία να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία μιας κινηματογραφικής λέσχης στη Σύρο, μια και διαθέτω ταινιοθήκη με 600 ταινίες, άριστη αίθουσα προβολών και μπορώ να κάνω εβδομαδιαίες προβολές με εισήγηση και ανάλυση των ταινιών, η Νομαρχία αρνήθηκε. Οι σχετικές προβολές γίνονται για Αθηναίους που ταξιδεύουν μέσα στον χειμώνα για να παρακολουθήσουν τετραήμερα κινηματογραφικά αφιερώματα.
7. Όταν ζήτησα βοήθεια από την Περιφέρεια για τη συμπλήρωση τού τεχνικού εξοπλισμού στη Σύρο, η Περιφέρεια αρνήθηκε και με παρότρυνε να δημιουργήσω ένα ΚΕΚ. Σημειωτέον ότι το νησί διαθέτει έξι ΚΕΚ που, τουλάχιστον στα πολιτιστικά τμήματα, υπολειτουργούν.
8. Για μία και μόνη φορά δίδαξα ένα πολύωρο μάθημα φωτογραφίας σε ΚΕΚ μιας Νομαρχίας. Είχα έτσι την ευκαιρία να γνωρίσω τρεις νέες εμπειρίες. Για πρώτη φορά στην διδακτική μου καριέρα βρέθηκα μπροστά σε μαθητές που έδειχναν παντελή αδιαφορία, μια και προφανώς ερχόντουσαν μόνο για την είσπραξη τής επιδότησης. Για πρώτη φορά όλοι, μαθητές και διοργανωτές, εξεπλάγησαν και διαμαρτυρήθηκαν που τηρούσα το ωράριο που υπέγραφα. Και για πρώτη φορά έχουν περάσει περισσότερο από δύο χρόνια από την ολοκλήρωση μιας εργασίας μου χωρίς να έχω πληρωθεί.
9. Σε μια παλαιότερη συνάντηση τοπικών αρχόντων στη Μυτιλήνη επί υπουργίας Μπένου ο τότε υπουργός (που υπογραμμίζω πως υπήρξε από τους συμπαθέστερους που πέρασαν από υπουργικές καρέκλες) απαντώντας σε μια ομιλία μου με διαβεβαίωσε ότι όταν ήταν στο ΥΠΠΟ έκανε κάτι σημαντικό για τη φωτογραφία. Στην απορία μου διευκρίνισε ότι με δική του απόφαση η φωτογραφία κρίθηκε ισότιμη με τις άλλες τέχνες. Ο συμπαθής υπουργός λησμόνησε ότι η παιδεία είναι εκείνη που εξασφαλίζει τη ζωή και την αξία των τεχνών και όχι οι υπουργικές αποφάσεις. Και για την καλλιτεχνική παιδεία κανείς δεν φαίνεται να ζορίζεται, είτε στην κεντρική είτε στην τοπική εξουσία.
10. Πριν από τρία χρόνια, με τη σκέψη να εγκατασταθώ στη Σύρο, πρότεινα εγγράφως και με λεπτομερές υπόμνημα στο Υπουργείο Αιγαίου και σε πέντε-έξι δημάρχους νησιών να αναλάβω εγώ και οι μαθητές μου ένα πρόγραμμα κατά τη διάρκεια τού χειμώνα, που είχα ονομάσει «Φωτογραφία στο Αιγαίο». Σύμφωνα με αυτό θα παραδίδαμε ένα εβδομαδιαίο σεμινάριο καλλιτεχνικής φωτογραφίας σε όσους κατοίκους θέλανε (με ιδιαίτερη πρόσκληση στους δασκάλους και καθηγητές). Θα φωτογραφίζαμε με τελείως αντικαρτποσταλικό τρόπο το νησί, με στόχο την έκδοση ενός πολύ μικρού λευκώματος. Θα αναθέταμε στους μαθητές τού σεμιναρίου συγκεκριμένα θέματα φωτογράφησης τού νησιού, με στόχο ύστερα από ένα χρόνο να γίνει ομαδική έκθεσή τους σε όλα τα νησιά εκ περιτροπής. Θα ανιχνεύαμε τις δυνατότητες ίδρυσης και υποστήριξης τοπικών ομάδων φωτογραφίας. Θα προσκαλούσαμε τους άριστους των συμμετασχόντων σε ένα προχωρημένο σεμινάριο στη Σύρο. Από κανέναν δεν έλαβα την παραμικρή απάντηση. Ούτε ευγενική άρνηση.
11. Σε μια μικρή πόλη τού ελληνικού Βορρά, όπου μόλις είχα τελειώσει μια σειρά διαλέξεων, η τοπική καλλιτεχνική ομάδα ζήτησε από τον Δήμο 1.000.000 δρχ για να φτιάξει σκοτεινό θάλαμο. Ο Δήμος αρνήθηκε και την ίδια ακριβώς περίοδο προσκάλεσε τον Σαββόπουλο πληρώνοντας τη μεγάλη αμοιβή που ζητάει για μια συναυλία. Αυτή είναι η πολιτιστική λογική των περισσότερων Δήμων.
12. Όταν ο Jacques Lang ανέλαβε καθήκοντα Υπουργού Πολιτισμού επί Mitterand έστειλε υπαλλήλους τού Υπουργείου του στην επαρχία να βρουν ιδιώτες που διέδιδαν και καλλιεργούσαν επί τόπου τον Πολιτισμό. Τους βρήκε και τους ενίσχυσε στο έργο τους. Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι και στις μικρές ελληνικές πόλεις. Βρείτε τους και αξιοποιείστε τους. Εκτός και αν νομίζετε ότι η τέχνη παράγεται με δημοσίους υπαλλήλους και κρατικούς οργανισμούς και πως οι θεσμοί μπορεί να αντικαταστήσουν τα άτομα.
13. Όταν επί δεκαετία γυρνούσα την Ελλάδα διδάσκοντας τους επιμορφωτές φωτογραφίας για λογαριασμό τής Λαϊκής Επιμόρφωσης συνάντησα ανάμεσα στους μαθητές των τμημάτων τους (σχεδόν ποτέ ανάμεσα στους επιμορφωτές) ανθρώπους μεγάλης ευαισθησίας και αξίας. Είναι πολίτες των μικρών σας κοινοτήτων. Είναι ευθύνη όλων σας να μην τους κάνετε να νοιώθουν απομονωμένοι.
14. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, και κυρίως στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Ισπανία, υπάρχει η συνήθεια οι Δήμοι να προσκαλούν γνωστούς και καλούς φωτογράφους, (όχι κατ’ ανάγκην δημότες τους), να φωτογραφίζουν με απόλυτη ελευθερία και με καλλιτεχνική άποψη την πόλη τους και τη ζωή της. Ανάμεσα στα βιβλία που παρουσιάζω στα μαθήματά μου υπάρχει πάντα η θαυμάσια Βαρκελώνη τού γνωστού Άγγλου Craigie Horsfield και η εξαίρετη Βενετία τού νεαρού Moreno Gentili. Ο κατάλογος θα μπορούσε να είναι κυριολεκτικά ανεξάντλητος. Στην Ελλάδα φαίνεται πως όλοι οι επίσημοι ικανοποιούνται με τους καρτποσταλικούς τουριστικούς οδηγούς που εκδίδονται από φωτογράφους τής σειράς. Έτσι τουλάχιστον υπαινίχθηκε απάντηση τού Υπουργείου Αιγαίου σε σχετικό αίτημά μου να αναλάβω την επιμέλεια μιας τέτοιας εκστρατείας. Καταντάει πράγματι κωμικό να σκεφτεί κανείς ότι ο διάσημος γάλλος φωτογράφος Bernard Plossu φωτογράφησε τα Δωδεκάνησα με γαλλική επιχορήγηση.
15. Δήμος ακριτικού νησιού με προσκάλεσε να πάρω μέρος στην κριτική επιτροπή ενός διαγωνισμού φωτογραφίας που θα γινόταν στο μέσον τού καλοκαιριού. Απάντησα πως θεωρώ πιο σοβαρό και ωφέλιμο να διοργανωθεί ένα τετραήμερο σεμινάριο εισαγωγής στη φωτογραφία αφού έτσι κι αλλιώς θα πληρωνόντουσαν τα έξοδα μετάβασης και διαμονής μου. Ουδέποτε έλαβα απάντηση.
Αγαπητοί σύνεδροι, ο κατάλογος των αρνητικών εμπειριών μου δεν έχει τέλος. Εν τούτοις για κάποιο περίεργο λόγο ούτε το κέφι μου χάνω, ούτε την υπομονή μου, ούτε το χιούμορ μου. Και παραδόξως ούτε την αισιοδοξία μου. Και αν τα χάσω, θα είναι για λίγο.
Η χώρα μας φαίνεται να έχει λύσει το οικονομικό της πρόβλημα. Είναι ώρα να ασχοληθεί με το πνευματικό της έλλειμμα. Αυτό δεν είναι κάτι που γίνεται μέσα από μεγάλες οργανώσεις και συντεταγμένες ομάδες ή κόμματα. Είναι έργο μικρών ομάδων, λίγων ανθρώπων, μικρών κοινοτήτων. Τον πόλεμο κατά τής αντιπνευματικότητας δεν θα τον κερδίσουμε με μάχες εκ τού συστάδην, αλλά με πολιτιστικό αντάρτικο μέσα από υπομονή και διάρκεια χρόνου. Και ο πόλεμος αυτός είναι ιδιαίτερα σημαντικός γιατί η αισθητική είναι το άλλο πρόσωπο τής ηθικής. Η επαφή μου με την εξουσία με έχει κάνει απαισιόδοξο, αλλά η επαφή μου με τον κόσμο εξαιρετικά αισιόδοξο. Άλλωστε αρκεί να σκεφτούμε ότι και οι τοπικοί άρχοντες πριν από άρχοντες είναι και αυτοί άνθρωποι, πολίτες μια μικρής κοινωνίας. Ίσως αρκεί να ξυπνήσουν οι πνευματικές ανάγκες που είμαι σίγουρος πως έχουν.