fbpx

Σκέψεις περί φωτογραφικών εκθέσεων

Ή γιατί εκθέτω έτσι (κι όχι αλλιώς) τις φωτογραφίες μου

Πριν από μερικά χρόνια, με αφορμή την πρώτη και μόνη μέχρι σήμερα έκθεση φωτογραφιών μου σε γνωστή γκαλερί τής Αθήνας, είχα γράψει ένα κείμενο, όπου υποστήριζα τις απόψεις μου για τις φωτογραφικές εκθέσεις, σε σύγκριση και αντιδιαστολή με τις εικαστικές, ενώ εξέφραζα και τους φόβους και τις επιφυλάξεις που, χρόνια σε επαφή με τον χώρο αυτόν, είχα συγκεντρώσει. Από τότε μέχρι σήμερα δεν νομίζω ότι έχουν αλλάξει οι σχετικές τοποθετήσεις μου, αλλά διαπίστωσα ότι υπάρχει κάτι επιπλέον που εκπλήσσει πολλούς καλοπροαίρετους θεατές. Και αυτό είναι ο τρόπος με τον οποίο επιλέγω να εκθέτω φωτογραφίες.

Χωρίς αμφιβολία η προσέγγιση τής φωτογραφίας επηρεάζεται περισσότερο από όσο οι άλλες τέχνες από τις συνθήκες και τον τρόπο με τον οποίον παρουσιάζεται, λόγω κυρίως τής ασάφειας γύρω από την ταυτότητά της. Έτσι, θεωρώ λογικό, ο τρόπος με τον οποίο σε γενικές γραμμές συνηθίζω να εκθέτω τις φωτογραφίες μου και τις φωτογραφίες των εκθέσεων που επιμελούμαι, να προκαλεί τη διαφωνία πολλών ειδικών, και ιδιαίτερα αρχιτεκτόνων, γκαλεριστών και επιμελητών τέχνης.

Οι βασικές διαφωνίες έχουν σχέση με τα μεγέθη των φωτογραφιών, με τον αριθμό τους και με τις αποστάσεις μεταξύ τους. Διαφωνίες εύλογες και όχι αμελητέες. Πράγματι αποφεύγω τις τεράστιες εκτυπώσεις, οι οποίες για πολλούς (και όχι μόνον εκθεσιακούς) λόγους είναι εξαιρετικά της μόδας στις μέρες μας. Επιπλέον επιλέγω να δείχνω μεγαλύτερο αριθμό φωτογραφιών και σε πιο κοντινές μεταξύ τους αποστάσεις από όσο συνηθίζεται στις υπόλοιπες εκθέσεις. Χωρίς αμφιβολία βέβαια αυτές οι επιλογές μου καθορίζονται εν μέρει και από τις διαστάσεις τού εκθεσιακού χώρου, αν και αυτό δεν αρκεί από μόνο του για να απαντήσει στους διαφωνούντες. Αυτό, αντιθέτως, που επιθυμώ να υπογραμμίσω είναι ότι οι παραπάνω προτιμήσεις μου δεν είναι αυθαίρετες, αλλά πηγάζουν από τις απόψεις που υποστηρίζω σχετικά με την ταυτότητα και τη λειτουργία τής φωτογραφίας.

Ο θεατής μιας φωτογραφίας, τουλάχιστον κατά τη δική μου γνώμη, δεν αντικρίζει ένα «αντικείμενο», αλλά ένα «έργο τέχνης», και συγκεκριμένα μια ουσιαστικά άυλη εικόνα. Το υλικό της αποτύπωμα λειτουργεί απλώς ως όχημα μεταφοράς απόψεων και συγκινήσεων, χωρίς να τις ενσωματώνει με τον τρόπο που το κάνει ο ζωγραφικός πίνακας. Για να χρησιμοποιήσω μια προκλητική αναλογία, είναι μάλλον αυτονόητο ότι καμιά φωτογραφία δεν θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο λατρείας αν αποφάσιζαν να τη χρησιμοποιήσουν για θρησκευτικούς λόγους μέσα σε μια εκκλησία. Δεν προσκυνάει κανείς ένα αντίγραφο. Ο λόγος είναι ότι μπορείς να πιστεύεις σε κάτι άυλο, αλλά λατρεύεις κάτι υλικό. Και αυτό είναι κάτι που αντιλήφθηκαν με οξυδέρκεια οι παλαιοί εικονομάχοι. Και με ανάλογη οξυδέρκεια για αντιστρόφως ανάλογους στόχους καλλιεργήθηκε η ίδια άποψη από την καλλιτεχνική αγορά. Η εγωιστική επιθυμία πρέπει να έχει στόχο την απόκτηση ενός υλικού αντικειμένου, και μάλιστα μοναδικού. Η φωτογραφία όμως, έστω και τυπωμένη, δεν έχει «υλικότητα». Η υλική της μορφή συνιστά πάντα ένα αποτύπωμα, ένα ίχνος μιας εικόνας, τής οποίας παραμένει πάντοτε ένα υλικό αντίγραφο, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ένα υλικό πρωτότυπο.

Μια επιμέρους συνέπεια των ανωτέρω είναι ότι η φωτογραφική εικόνα πρέπει να προσλαμβάνεται από τον θεατή της όλη μαζί, ως ενιαίο σύνολο, αποκομμένη από την υπόλοιπη πραγματικότητα. Όπως ακριβώς θα λειτουργούσε η ανύπαρκτη πρωτότυπη εικόνα αν προβαλλόταν μέσω ενός φανταστικού μηχανήματος απευθείας στον εγκέφαλό μας, σαν τις εικόνες των ονείρων μας.

Για τον ίδιο λόγο (και πολύ σωστά) δεν συνηθίζεται σε φωτογραφικά λευκώματα ο τεμαχισμός μιας φωτογραφίας και η προβολή αποσπασμάτων της (fragments), όπως ευρύτατα παρατηρείται σε λευκώματα ζωγραφικής. Η φωτογραφία δεν αποτελείται από πολλές μικρές επιμέρους εικόνες, ούτε από πολλά επιμέρους στοιχεία. Όλα ενοποιούνται και ενσωματώνονται στο ένα και μοναδικό στοιχείο που πρωτογέννησε ο συγκεκριμένος κάθε φορά φωτογράφος και που έγινε η δική του φωτογραφία. Γι' αυτό και είναι κεφαλαιώδους σημασίας να συλλαμβάνει ο θεατής το σύνολο μιας φωτογραφίας με ένα ενιαίο βλέμμα, σε ένα αντίστοιχο κλάσμα δευτερολέπτου με αυτό που τη γέννησε.

Σπρώχνοντας τον συλλογισμό αυτόν πιο πέρα είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς γιατί όχι απλώς δεν έχει νόημα, αλλά και δεν ενδείκνυται η επί μακρόν περισυλλογή μπροστά σε μια φωτογραφία, όπως συνήθως γίνεται μπροστά σε πίνακες, αλλά αντιθέτως είναι αναγκαία η επιστροφή περισσότερο από μία φορά στην ίδια φωτογραφία, για να ανανεώσουμε το βλέμμα μας επάνω της. Όσο περισσότερο ατενίζει κανείς με επιμονή μια φωτογραφία, τόσο αυξάνει ο κίνδυνος αποδόμησής της και κατακρήμνισης του ενιαίου συνόλου της. Γι' αυτό και μια φωτογραφία δεν μπορεί να έχει επιμέρους καλά στοιχεία. Ή όλη μαζί διασώζεται ή ολόκληρη απορρίπτεται. Ακόμα πιο σκληρά: ή υπάρχει, ή δεν υπάρχει.

Ένα άλλο σημείο που συνδέεται έμμεσα με τη μη υλικότητα τής φωτογραφίας είναι η ανάγκη που νιώθει το ευρύ κοινό να τη συνδέει με το θέμα της. Κάτι πολύ λογικό, αφού ο θεατής αντικαθιστά την υλικότητα που διαισθάνεται πως δεν υπάρχει, με την υλικότητα τού θέματος που αναγνωρίζει. Για τον κοινό θεατή, που αντιδρά συνήθως πολύ πιο σωστά από τον φωτογραφικά απαίδευτο φιλότεχνο, η φωτογραφία αποτελεί πράγματι ένα αποτύπωμα και σαν τέτοιο δεν μπορεί να αντλεί σημασία παρά από την πραγματική παρουσία αυτού που αποτυπώνει. Σχεδόν ποτέ μπροστά σε έναν πίνακα δεν θα αναρωτηθεί για τον ακριβή τόπο που απεικονίζει, ενώ ακόμα και αν τον αναγνωρίσει, δεν θα του αποδώσει ιδιάζουσα σημασία.

Από την άλλη πλευρά απαιτείται μια φωτογραφική καλλιέργεια και εξοικείωση με τους αντίστοιχους προβληματισμούς, ώστε ο καλοπροαίρετος και, κυρίως, «ανοιχτός» θεατής να μπορέσει να αντιληφθεί την μη υλικότητα, να την υπερβεί και να αντιληφθεί τη φωτογραφική στιγμή και το φωτογραφικό γεγονός που του προτείνει ο φωτογράφος.

Θεωρώ επομένως ότι οφείλω να βοηθήσω τον θεατή (χωρίς να τον εξαπατήσω) να εκτιμήσει τις φωτογραφίες για αυτό που πράγματι είναι και όχι για αυτό που ενδεχομένως υποδύονται ούτε για αυτό που δείχνουν. Για να αποφύγω το πρώτο προσπαθώ να διευκολύνω το βλέμμα του να συγκεντρωθεί στην κάθε φωτογραφία συλλαμβάνοντάς την στο σύνολό της. Αποφεύγω τα αφύσικα για τη φωτογραφία τεράστια μεγέθη που απαιτούν μια εξίσου αφύσικη απόσταση ανάμεσα σε αυτήν και στη θέση τού θεατή, ή τα πάρα πολύ μικρά μεγέθη που εξαναγκάζουν τον θεατή να μελετάει τη φωτογραφία από κοντά σαν εντομολόγος. Αποφεύγω επίσης οτιδήποτε τείνει να μετατρέψει τη φωτογραφία σε πολύτιμο αντικείμενο, όπως τα υπερβολικά κάδρα-κουτιά ή τα τεράστια πασπαρτού που «συμπληρώνουν» και «υποκαθιστούν» τα μικρά φωτογραφικά μεγέθη, ή τις μεταλλικές ή άλλες επιφάνειες που γίνονται οι ίδιες το αντικείμενο που δεν είναι η φωτογραφία. Αποφεύγω επίσης την ταυτόχρονη έκθεση φωτογραφιών διαφορετικών μεγεθών, διότι αυτό και πάλι οδηγεί προς μια υλικότητα, ενώ παράλληλα δημιουργεί σύγχυση στον θεατή για τους λόγους ποικιλίας των μεγεθών και για την πιθανή διαφορά ερμηνείας ή και αξίας μεταξύ τους.

Η απόσταση ανάμεσα στις φωτογραφίες πρέπει, σύμφωνα με την παραπάνω λογική, να βοηθάει τη συγκέντρωση πάνω στην κάθε φωτογραφία, αλλά ταυτόχρονα να σπρώχνει και προς την απαγκίστρωση από αυτήν. Πρέπει δηλαδή το βλέμμα να μπορεί να φεύγει και πολύ γρήγορα και εύκολα να επανέρχεται στην ίδια φωτογραφία. Οι περισσότεροι άλλωστε φωτογράφοι συμφωνούμε ότι αυτό που έχει σημασία είναι η φωτογραφική πρόταση, το κάθε ιδιαίτερο φωτογραφικό βλέμμα, και όχι η καθεμία μεμονωμένη φωτογραφία. Γι' αυτό ακόμα και αν αναγκαστικά αποδεχτούμε την πραγματικότητα των φωτογραφικών διαγωνισμών (που θεωρούμε κατ' αρχήν απορριπτέους όπως θα έπρεπε να θεωρείται κάθε καλλιτεχνικός ανταγωνισμός), υποστηρίζουμε τη βράβευση φωτογράφων και όχι φωτογραφιών.

Η επιλογή των φωτογραφιών που θα γειτνιάζουν ή που θα αποτελούν ενδεχομένως μικρές ομάδες που όλες μαζί θα συναποτελούν την έκθεση είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Διότι τα στοιχεία που τις συνδέουν είναι αυτά που θα καθορίσουν και το είδος τής προσέγγισης. Αν, λόγου χάριν, τυχαίνει να υπάρχουν πολλές φωτογραφίες με παρόμοιο και αναγνωρίσιμο θέμα, μπορεί να είναι καλύτερα να μην εκτεθούν πλάι-πλάι αλλά να προτιμηθούν άλλες των οποίων το συγγενικό στοιχείο είναι περισσότερο φωτογραφικό -ενδεχομένως εκφραστικό- και λιγότερο θεματικό. Αν αντιθέτως ένα έντονο φορμαλιστικό στοιχείο μπορεί να υπερκεράσει το κοινό θεματικό περιεχόμενο, μπορεί να είναι πιο σωστή η συμπαράταξη των φωτογραφιών.

Με λίγα λόγια, όσο λιγότερες, όσο μεγαλύτερες και όσο αραιότερες φωτογραφίες δείχνουμε, τόσο περισσότερο δίνουμε το μήνυμα στον θεατή ότι η υλική τους παρουσία είναι σημαντική και ότι το «τι» δείχνουν μετράει πιο πολύ από το «πώς» το δείχνουν. Επειδή όμως η φωτογραφία, σε αντίθεση με τη ζωγραφική, δυναστεύεται από το «τι» που αποτυπώνει, πρέπει κάθε φορά να ενοποιεί το «πώς» με το «τι». Και επειδή το φαινομενικό «τι» τής φωτογραφίας είναι πιο δυνατό από αυτό τής ζωγραφικής, οφείλουμε να βοηθούμε τον θεατή στην κατεύθυνση που μετράει περισσότερο για μας.

Στο πλαίσιο των παραπάνω παίζει κάποιο ρόλο και ο χώρος και ο φωτισμός του. Ένας υπερβολικά υποβλητικός χώρος (είτε γι’ αυτό φταίνε οι διαστάσεις, είτε ο διάκοσμος) είναι πάντα εχθρικός για τη φωτογραφία. Και πρέπει ο φωτογράφος να βρει τρόπο να τον εξισορροπήσει ή να τον ανατρέψει. Άλλοτε με ομαδοποίηση των φωτογραφιών ώστε η συμπαγής ενότητά τους να αντέχει τη σύγκριση, άλλοτε με τη χρήση διαχωριστικών που θα δημιουργούν υπο-χώρο μέσα στον χώρο και άλλοτε με έναν φωτισμό που εστιασμένος σε αυτές θα καθιστά τον περίγυρο απλό φόντο. Αντίθετα, ένας λειτουργικός και εναλλακτικός χώρος, όχι δηλαδή αμιγώς εκθεσιακός, μπορεί να βοηθάει τις φωτογραφίες απαλλάσσοντάς τες από το βάρος μιας καλλιτεχνικής υλικής παρουσίας. Τότε οι «νησίδες» των φωτογραφικών προτάσεων μπορεί να χρησιμοποιήσουν σε όφελός τους τον ετερόκλητο χώρο και να εκπλήξουν περισσότερο τον θεατή σαν αναπάντεχα «βλέμματα».

Δεν είμαι παρ’ όλα αυτά δογματικός ως προς τον τρόπο παρουσίασης των φωτογραφιών. Δικών μου ή άλλων. Και θα υποκλινόμουν μπροστά σε κάθε προτίμηση κάθε φωτογράφου. Αλλά και από την άλλη πλευρά, για εντελώς πρακτικούς και ωφελιμιστικούς λόγους, όσοι πραγματικά αγαπάμε (και δεν βαριόμαστε) να βλέπουμε φωτογραφίες, θα θέλαμε να βλέπουμε περισσότερες και όχι λιγότερες. Κάτι που δυστυχώς δεν μπορεί να συμβεί όταν οι εκτυπώσεις είναι τεράστιες και οι αποστάσεις μεγάλες. Αρκεί βέβαια οι φωτογραφίες να είναι καλές, αλλιώς κανένας τρόπος έκθεσης δεν είναι σε θέση να τις διασώσει.