fbpx

Ο φτωχός συγγενής

Περιοδικό Art Time (2004)

Η παρουσία μου στις στήλες ενός περιοδικού με κύριο περιεχόμενο τις εικαστικές τέχνες δεν παύει να με προβληματίζει. Από τη μια δεν θεωρώ ότι η εικαστική μου παιδεία ξεπερνάει το επίπεδο τού μέσου φιλότεχνου και από την άλλη δεν είμαι καθόλου, μα καθόλου, σίγουρος ότι η Φωτογραφία, την οποία γνωρίζω πολύ καλύτερα, δικαιούται αυτονόητα μια θέση μέσα στον εικαστικό χώρο. Είμαι όμως έτοιμος να δεχτώ, γι’ αυτό και συμμετέχω, ότι οι άτακτες σκέψεις μου, οι μόνιμες αμφιβολίες μου και οι σπάνιες βεβαιότητές μου μπορεί να συμβάλουν γενικότερα στην ανάπτυξη προβληματισμών και την επεξεργασία ιδεών γύρω από τις τέχνες.

Δεν υπάρχει τίποτα που να με ενοχλεί περισσότερο από την κυριαρχία τής μόδας, μόδας με την έννοια τού συρμού και των κυρίαρχων τάσεων. Η γοητεία τής τέχνης ήταν για μένα πάντα η αυτόνομη και δυναμική πρόταση. Κάθε τέχνης ειδικά και κάθε καλλιτέχνη ειδικότερα. Θεωρούσα ότι οι πιο σημαντικές λέξεις στην τέχνη ήταν οι λέξεις αντίσταση, αντοχή και πολλές άλλες με το ίδιο πρώτο συνθετικό, λέξεις που υποδήλωναν τη λύσσα τού δημιουργού να αποδείξει, πριν από όλα στον εαυτό του και ύστερα στους άλλους, ότι επιχειρεί κάτι μοναδικό.

Με την έννοια αυτή νοσταλγώ την εποχή που η φωτογραφία όχι μόνον δεν ήταν τής μόδας, αλλά ήταν αντίθετα η περιφρονημένη των τεχνών. Και ζηλεύω εκείνους τους φωτογράφους που με πεποίθηση στην ιδιαιτερότητα τού μέσου και με πάθος για τη δική τους πρόταση συνέχιζαν τη φωτογραφική τους εξερεύνηση στο πλαίσιο ενός μοντερνισμού που δεν τους εξανάγκαζε στην παραίτηση, αλλά και δεν τους ωθούσε στην υποταγή.

Πολλοί είναι οι λόγοι που έριξαν τη φωτογραφία, ή τουλάχιστον ένα σοβαρό μέρος της, στην αγκαλιά των καλών τεχνών. Η κοινωνική επιτυχία τής pop art, η ιδεολογική τρομοκρατία τής conceptual art, η ισοπεδωτική επικράτηση τής διαφήμισης και η αποπνικτική παντοδυναμία τής τηλεόρασης ήταν πάντως ανάμεσα στους πιο σημαντικούς. Η φωτογραφία ταίριαζε γάντι σε όλες αυτές τις κυρίαρχες μόδες. Ήταν «εύκολη», «γρήγορη», «επιφανειακή», «προσιτή», «ερμηνεύσιμη», «συναισθηματική», «συνθηματολογική», «ευπροσάρμοστη». Έτσι η φωτογραφία βγήκε από την κοινωνική της απομόνωση, δανείστηκε τίτλους ευγενείας και μπήκε στα σαλόνια βάζοντας τέλος σε πολλά χρόνια καλλιτεχνικής της αμφισβήτησης.

Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που άξιοι ζωγράφοι χρησιμοποιούν τη φωτογραφία σαν εικαστικό εργαλείο, ούτε η μοναδική εποχή που σημαντικοί καλλιτέχνες βάζουν μια παρένθεση στην εικαστική τους παραγωγή ασχολούμενοι με τη φωτογραφία. Μερικοί μάλιστα, όπως ο Rauschenberg, έκαναν κατά καιρούς και τα δύο. Οι φωτογραφίες του πότε έπαιζαν τον ρόλο τού λαδιού στα ζωγραφικά του κολάζ, και πότε διεκδικούσαν τον πρώτο και μοναδικό ρόλο και οδηγούσαν σε αμιγώς φωτογραφικά έργα. Και δεν είναι η πρώτη φορά που η φωτογραφία αποζητάει την αποδοχή τής ζωγραφικής και μιμείται, ή μαϊμουδίζει, τη συμπεριφορά της, αφού φυσικά είναι εξ ορισμού αδύνατον να μιμηθεί κανείς την ουσία. Και όταν η συμπεριφορά κυριαρχεί πάνω στην ουσία, τότε η μετριότητα πανηγυρίζει. Η ιστορία τής φωτογραφίας είναι γεμάτη από λογιών-λογιών συναντήσεις με τη ζωγραφική. Τώρα όμως είναι η πρώτη φορά που ο αγνοημένος συγγενής έγινε ο φτωχός συγγενής. Αντί η φωτογραφία να διεκδικήσει την ιδιαιτερότητά της, προτίμησε να απορροφηθεί και να ανταλλάξει το πάθος της και την ελευθερία της με την (πρόσκαιρη) κοινωνική της καθιέρωση.

Η ζωγραφική, όσο κι αν έχουν διευρυνθεί και πληθύνει οι τρόποι με τους οποίους την εννοούμε σήμερα, αντέχει, μέσα από τα πολλά χρόνια τής ιστορίας της, τόσο τους κακούς ζωγράφους όσο και τις ανόητες συμπεριφορές. Άλλωστε το παρελθόν και η παράδοση συνιστούσαν πάντοτε τη δύναμη κάθε αριστοκρατίας απέναντι στον δυναμισμό και το πάθος των νεοφερμένων. Οι οποίο πάλι δεν είχαν τίποτε άλλο να αντιτάξουν από τη διαφορά τους. Η φωτογραφία, ένα φτωχό, φτηνό και άυλο μέσο τής εικόνας, έχει κάθε λόγο να βρίσκεται σε διάλογο με τη ζωγραφική και σε συχνή ερωτοτροπία με αυτήν. Αλλά και άλλο τόσο πρέπει να βρίσκεται σε διάλογο με την ποίηση, το φτωχό, φτηνό και άυλο αντίστοιχο τού λόγου. Και με αυτές τις διαδοχικές επιμιξίες και ανταλλαγές να διαμορφώνει μια δική της καινούρια πρόταση.