fbpx

Η διεύρυνση των ορίων τής τέχνης

Φωτογράφος-Καθημερινή

Ιούλιος 2008

Ή όταν τα όρια οδηγούν σε επαναδιατύπωση των όρων

Η επικοινωνιακή προβολή και η εμπορευματοποίηση είναι αναμφισβήτητα δύο κυρίαρχες αξίες τής εποχής μας, οι οποίες δεν θα ήταν λογικό να αφήσουν ανεπηρέαστες και τις τέχνες, με όσα (λίγα) καλά και (πολλά) κακά συνεπάγεται αυτός ο εναγκαλισμός. Είναι βέβαια προφανές ότι τη μεγαλύτερη προβολή και τη μεγαλύτερη οικονομική ανταμοιβή την έχουν εξασφαλίσει οι εικαστικές τέχνες, δεδομένου ότι το εικαστικό δημιούργημα μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε εμπορεύσιμο αγαθό, και μάλιστα χωρίς μέτρο σύγκρισης.

Γι’ αυτό, εδώ και λίγα χρόνια είμαστε μάρτυρες μιας συνεχούς διεύρυνσης των συνόρων τής τέχνης, τα οποία τείνουν να συμπεριλάβουν όλο και μεγαλύτερες περιοχές επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Μετά τη μόδα και τη διαφήμιση, ήρθαν τα κόμικς και το design, καθώς και η διακόσμηση και τόσα άλλα, να ενταχθούν στον κόσμο τής τέχνης.

Αλλά σα να μην αρκούσε η πολιτογράφηση νέων τεχνών, παρατηρήθηκε όλο και συχνότερα το φαινόμενο πολλών δημιουργών με θητεία σε αναγνωρισμένες μορφές κλασικών τεχνών, να επιχειρούν έναν αναπροσανατολισμό τού έργου τους με στόχο να μπορέσουν να ενταχθούν στην προβεβλημένη και προσοδοφόρα περιοχή τού εικαστικού χώρου. Αρχιτέκτονες που ασχολούνται πλέον κυρίως με «εγκαταστάσεις» και κινηματογραφικοί σκηνοθέτες που αντί για ταινίες μικρού μήκους παράγουν «βιντεοτέχνη». Χωρίς αμφιβολία πολλοί θα συμβούλευαν σήμερα τον Luis Buñuel να παρουσιάσει τον «Ανδαλουσιανό σκύλο» του, ένα αμιγώς κινηματογραφικό αριστούργημα, σε μια έκθεση video art, κάτι άλλωστε που θα μπορούσε να είχε κάνει και ο Andrei Tarkovsky με πολλά δεκάλεπτα από τις θαυμάσιες ταινίες του.

Πέραν όμως από αυτά ακόμα και οι τέχνες τού θεάματος επιχειρούν μια ερωτοτροπία με την εικαστική πρακτική, έτσι ώστε να ωφεληθούν από τη διευρυνόμενη φήμη και την επιρροή τού εικαστικού χώρου. Είναι πολλοί πλέον οι σκηνοθέτες και οι χορογράφοι των οποίων η φήμη οφείλεται περισσότερο στα εικαστικά τους σκηνικά ευρήματα από όσο στις θεατρικές και χορογραφικές τους ικανότητες.

Δεν μπορεί βέβαια να αγνοηθεί και μία άλλη πολύ σημαντική κοινωνική διάσταση, όπως είναι η διεύρυνση τού αριθμού των ιδιωτών συλλεκτών, οι οποίοι κινούνται, τις περισσότερες φορές, όχι τόσο από αγάπη και γνώση για τις τέχνες, ούτε τόσο χάριν τής όχι αμελητέας κερδοσκοπίας, αλλά περισσότερο από τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν την τέχνη σαν ένα είδος διακοσμητικού και προβεβλημένου εργαλείου κοινωνικής ανόδου και διάκρισης. Τα ρούχα δεν κάνουν πλέον τον παπά, αλλά μια εικαστική συλλογή μπορεί.

Σ’ αυτή την νέα τακτική είναι φυσικό να πρωτοστατούν οι γκαλερί, αφού έτσι εξασφαλίζουν διεύρυνση τού κύκλου των προϊόντων, αλλά και τού αγοραστικού κοινού, το οποίο αισθάνεται μεγαλύτερη συνάφεια με «αντικείμενα» και «ονόματα» που αναγνωρίζει μέσα από τις πιο βατές και εφαρμοσμένες δραστηριότητές τους. Αλλά δεν είναι εξίσου φυσικό να συμβαίνει το ίδιο με τα μεγάλα μουσεία, τα οποία όλο και περισσότερο «σέρνονται» πίσω από μια εμπορική και επικοινωνιακή πρακτική που δεν είναι τής αρμοδιότητάς τους.

Πόσο μακριά είμαστε αλήθεια από την άποψη που εξέφραζε πριν από τριάντα πέντε μόλις χρόνια ο André Malraux, ότι: «Τα έργα τέχνης είναι τα μόνα αντικείμενα πάνω στα οποία πραγματοποιείται η μεταμόρφωση. Όχι τα έπιπλα, όχι τα κοσμήματα, όχι τα εργαλεία. Είναι ίσως και ένας από τους ορισμούς τους: Η παρουσία μέσα στη ζωή αυτού που θα ‘πρεπε να ανήκει στον θάνατο».

Οι αλλαγές αυτές ήρθαν μάλλον για να μείνουν. Και δεν υπάρχει λόγος να αναστραφούν. Μάλλον όμως σύντομα θα παραστεί ανάγκη να βρεθεί ένας άλλος όρος, μία άλλη λέξη, που να προσδιορίζει μέσα στον ευρύτερο καλλιτεχνικό κύκλο αυτά που είναι παρόντα στη ζωή αλλά θα έπρεπε να ανήκουν στον θάνατο.

Πλάτων Ριβέλλης