fbpx

 Η νέα ελληνική φωτογραφία

Φωτογράφος-Καθημερινή

Νοέμβριος 2005

Μεταπτυχιακοί τίτλοι - Πολιτιστικοί διαχειριστές -  Επαγγελματική καριέρα

Η φωτογραφία δεν έχει καθιερωμένο καλλιτεχνικό παρελθόν στη χώρα μας. Οι σποραδικές εξαιρέσεις δεν ήταν αρκετές για να συγκροτήσουν ένα αξιόλογο δείγμα καλλιτεχνικής φωτογραφικής παραγωγής. Εξάλλου και η μεγάλη άνθηση τής φωτογραφίας στο εξωτερικό κατά τον μεσοπόλεμο και μετά δεν φαινόταν να ενδιαφέρει τους συμπατριώτες μας και ακόμα λιγότερο τους φωτογράφους-συμπατριώτες μας, αφού τα σημαντικότερα ονόματα των διάσημων φωτογράφων τούς ήταν άγνωστα.

Διδάσκω τη φωτογραφία, και κυρίως το καλλιτεχνικό της μέρος, εδώ και 25 σχεδόν χρόνια. Όταν ξεκίνησα, η λεγόμενη νέα ελληνική φωτογραφία ήταν στα σπάργανα και οι λίγοι παλαιοί και καλοί έλληνες φωτογράφοι ήταν ελάχιστα γνωστοί. Στα χρόνια που πέρασαν δίδαξα την καλλιτεχνική φωτογραφία σε μερικές χιλιάδες ανθρώπους ηλικίας 15 έως 65 ετών. Ανάμεσά τους υπήρξαν και πάρα πολλοί από τους μετέπειτα γνωστούς και καλούς νέους έλληνες φωτογράφους.

Αν συγκρίνει κανείς τα παλαιότερα χρόνια με τα σημερινά, θα διαπιστώσει χωρίς ίχνος αμφιβολίας ότι η φωτογραφία στη χώρα μας βρίσκεται σήμερα στην καλύτερη περίοδό της, ότι υπάρχει μια πληθώρα νέων φωτογράφων, περισσότερο ή λιγότερο γνωστών, που έχουν και γνώσεις και ικανότητες και ότι ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων ενδιαφέρεται για την καλλιτεχνική φωτογραφία και γνωρίζει την ιστορία της και τους εκπροσώπους της. Εν τούτοις, η παραπάνω ρόδινη εικόνα δεν με ικανοποιεί πλήρως, έστω και αν εν μέρει συνέβαλα (και ελπίζω πως εξακολουθώ να συμβάλω) και εγώ στη διαμόρφωσή της.

Η άνθηση τής ελληνικής φωτογραφίας συνέπεσε χρονικά με τον εναγκαλισμό τής φωτογραφίας από τις Καλές Τέχνες, ένα γεγονός που ενώ ερμηνεύεται σαν αναβάθμιση και αναγνώριση, στην ουσία συνιστά άρνηση των ιδιαίτερων στοιχείων τού νέου αυτού μέσου. Συνέπεσε με την ταυτόχρονη επικράτηση στον διεθνή χώρο ενός συγκεκριμένου καλλιτεχνικού προσανατολισμού, που (με μεγάλο ποσοστό αυθαιρεσίας) θα ορίζαμε με τους όρους «μεταμοντέρνο» και «εννοιακό». Συνέπεσε με την πάνδημη αποδοχή μιας νέας αξίας που φέρει το όνομα «επαγγελματική καλλιτεχνική καριέρα», κάτι που μέχρι σήμερα όχι μόνον αυτονόητο δεν ήταν, αλλά εθεωρείτο ότι περιείχε και μιαν εξ ορισμού αντίφαση. Συνέπεσε με την εμφάνιση τής νεοπαγούς τάξης των «cultural managers», των «πολιτιστικών διαχειριστών», κάτι που φέρνει και σημειολογικά κοντά τις μεγάλες επιχειρήσεις με την καλλιτεχνική δημιουργία. Συνέπεσε τέλος με τη συνδυασμένη παντοδυναμία διαφόρων περί την τέχνη παραγόντων που είναι οι δάσκαλοι, οι επιμελητές, οι γκαλερίστες και οι θεωρητικοί τής τέχνης. Το γεγονός ότι ανήκω σε μερικές από τις κατηγορίες αυτές δεν με κάνει πιο επιεική στις κρίσεις μου.

Ο ελληνικός μιμητισμός προς τα καλλιτεχνικά προϊόντα τής Δύσης ήταν και είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο και εν μέρει λογικό. Έτσι λοιπόν και η σημερινή ελληνική φωτογραφία έχει να επιδείξει ένα πλήρες δειγματολόγιο που αντιστοιχεί σε όσα παράγονται από αλλοδαπούς φωτογράφους και προβάλλονται μέσα από εκθέσεις και εκδόσεις. Μια βασική όμως διαφορά είναι πως η Δύση έχει ένα πλούσιο και ασφαλές πνευματικό και καλλιτεχνικό παρελθόν ικανό να αντέξει κάθε είδους εποχιακή υπερβολή και να κλείσει την οποιαδήποτε εμπορική παρένθεση όποτε χρειαστεί. Αντίθετα εμείς, παρασυρμένοι από τον έκδηλο επαρχιωτισμό που διαδέχτηκε τη γνωστή και εν πολλοίς αιτιολογημένη «μιζέρια» μας, επενδύουμε με άκριτο φανατισμό πάνω σε οτιδήποτε μας δώσει την ψευδαίσθηση ότι ανήκουμε στην οποιαδήποτε πρωτοπορία, έστω και αν μια πρωτοπορία προϋποθέτει μετόπισθεν που εμείς δεν διαθέτουμε.

Οι νέοι φωτογράφοι μας ξέρουν πολλά περισσότερα από τους παλαιούς, έχουν ίσως και μεγαλύτερο ταλέντο (αν και αυτό είναι κάτι τόσο ασαφές και ασταθές, ώστε είναι καλύτερα να μην το θίγουμε), αλλά δυστυχώς στην πλειοψηφία τους κινούνται συνήθως από μη καλλιτεχνικά κίνητρα. Το πάθος για τη φωτογραφία και η ανάγκη για τη δημιουργία που συνόδευαν μερικούς από τους σκαπανείς τής ελληνικής φωτογραφίας, έχουν δώσει τη θέση τους στο πάθος για την καριέρα και στην ανάγκη για κάθε είδους διάκριση και προβολή. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότεροι νέοι φωτογράφοι μας δίνουν μεγαλύτερη σημασία στην επαγγελματική αποκατάσταση, στις απολαβές, στη φήμη και στην κοινωνική προβολή, από όσο στην προσωπική τους ενασχόληση με την καλλιτεχνική πράξη και στη βελτίωσή τους μέσα από αυτήν. Αν όμως κάποιος διάλεξε αρχικά τον καλλιτεχνικό χώρο, δεν θα έπρεπε να το έχει κάνει έχοντας στο μυαλό του τους παραπάνω στόχους. Διότι οι στόχοι αυτοί αφενός εξυπηρετούνται πολύ αποτελεσματικότερα από άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες και αφετέρου μπορεί να είναι και στην περίπτωση τής τέχνης αναγκαίοι, αλλά πάντως δευτερεύοντες.

Αυτό που συνήθως παρατηρούμε σήμερα με τους νέους φωτογράφους είναι πως, μετά την πρώτη ή τη δεύτερη ποιοτική και υποσχόμενη παρουσία τους στον χώρο, είτε παραιτούνται από τη φωτογραφία είτε επιδίδονται στην αναζήτηση πτυχιακών και μεταπτυχιακών διπλωμάτων. Αναλώνουν επομένως μια γόνιμη περίοδο τής ζωής τους σε κυνήγι πτυχίων, όπως ακριβώς κάνουν τα στελέχη επιχειρήσεων. Αλλά η απόκτηση πτυχίου, η οποία έχει ήδη οδηγήσει σε κάτι που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε σαν «τέχνη των πανεπιστημίων» και «τέχνη των πανεπιστημιακών δασκάλων» (άλλη μια αντίφαση) συνεπάγεται πολλές αρνητικές διαστάσεις. Συνεπάγεται συγχρωτισμό με δασκάλους τους οποίους οι μαθητές-φωτογράφοι δεν εκτιμούν κατ’ ανάγκην, αφού τους είναι απλώς αναγκαίοι για την απόκτηση τού πτυχίου. Και αντιλαμβάνεται κανείς πόσο παράλογο είναι ένας καλλιτέχνης να διδάσκεται από κάποιον που δεν θαυμάζει και εκτιμά. Συνεπάγεται μια «πανεπιστημιακού επιπέδου» θεωρητική υποστήριξη των έργων τους, τα οποία αντιθέτως θα είχαν ανάγκη από μια ειλικρινή και αυστηρή καλλιτεχνική (και όχι «επιστημονική») κριτική. Συνεπάγεται πολύμηνη, αν όχι πολυετή, φθορά σε υποχρεωτικές υπερεξειδικευμένες θεωρητικές μελέτες, που δεν θα έπρεπε να απασχολούν έναν δημιουργό, αλλά μόνον έναν θεωρητικό, έστω και αν είναι γεγονός ότι η θεωρητική κατάρτιση είναι επωφελής στην άσκηση μιας τέχνης. Συνεπάγεται μιαν αντίληψη ανταγωνισμού σε επίπεδο βαθμών, εκθέσεων και προβολής. Και αν γινόντουσαν όλα αυτά μόνον για την εξεύρεση μιας διδακτικής θέσης, όπως πολλοί ισχυρίζονται, θα ήταν κατανοητό. Διαγράφεται όμως η υποψία ότι το κυνήγι των τίτλων έχει περισσότερο σχέση με την παρουσία και την ύπαρξή τους στο καλλιτεχνικό στερέωμα, μια και πολύ σύντομα χωρίς αυτούς τους τίτλους φοβούνται (και ίσως όχι άδικα) πως δεν θα γίνονται κοινωνικά και εμπορικά αποδεκτοί σαν καλλιτέχνες στον χώρο. Άλλωστε δεν πάνε πολλά χρόνια που ένας γνωστός καλλιτεχνικός οργανισμός προκήρυξε εικαστικό διαγωνισμό απαιτώντας από τους συμμετέχοντες να είναι απόφοιτοι Σχολών Καλών Τεχνών. Και επειδή πολύ σύντομα ο αριθμός των αποφοίτων θα έχει επικίνδυνα αυξηθεί, δεν είναι απίθανο να δούμε διαγωνισμούς μόνον για κατόχους μεταπτυχιακών τίτλων.

Αυτά λοιπόν τα νέα και ταλαντούχα παιδιά, οι νέοι μας φωτογράφοι, που υποθέτω πως ξεκινούν με ενθουσιασμό, και που γνωρίζω από πρώτο χέρι πως ξεκινούν με ποιότητα, συνθλίβονται από τις νέες αξίες. Δεν τους επιτρέπεται πλέον να ικανοποιούν νοητά τα καλλιτεχνικά τους ινδάλματα, αυτούς που θαύμασαν προτού ξεκινήσουν, ούτε να εκφράζουν το ένστικτο και τον αυθορμητισμό τους. Για να κερδίσουν την πολυπόθητη προβολή τους, πρέπει υποχρεωτικώς να αναζητούν το νέο και το εντυπωσιακό, που έτσι κι αλλιώς δεν είναι ποτέ τόσο νέο ή τόσο εντυπωσιακό όσο η νεαρή τους ηλικία τούς κάνει να νομίζουν. Πρέπει να αγωνιούν για το βιογραφικό τους περισσότερο από την ουσία τής δουλειάς τους (άλλωστε συνήθως αφιερώνουν περισσότερες ώρες σ’ αυτό παρά σ’ αυτήν) και να το εμπλουτίζουν με πτυχία και υποχρεωτικώς με κάποια κατ’ έτος νέα δραστηριότητα. Πρέπει να έχουν την υποστήριξη τουλάχιστον μιας τεχνοκριτικού και επιμελήτριας και ενός δημοσιογράφου (το μοίρασμα των φύλων εν προκειμένω ανταποκρίνεται στην συνήθη πραγματικότητα). Πρέπει να πείσουν μια γκαλερί, τής οποίας ο ιδιοκτήτης (ή συνηθέστερα η ιδιοκτήτρια) σπανίως γνωρίζει φωτογραφία και μονίμως τη συγχέει με τη ζωγραφική, την οποία συνήθως εκτιμάει περισσότερο, ότι αξίζει να τού ανοίξει τις πόρτες της.

Οι νέοι αυτοί φωτογράφοι έχουν βέβαια όλα τα δίκαια με το μέρος τους. Οι θεωρητικοί, οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, οι διεθνείς γκαλερί, οι παντοδύναμες μόδες τούς έχουν πείσει (ή και τους έχουν επιβάλει) ότι αυτός και μόνον είναι ο σωστός δρόμος. Και μέσα σε όλα αυτά η φωτογραφία τους καταλαμβάνει τον μικρότερο χώρο και χρόνο. Η σύλληψη ενός θέματος, η θεωρητική του υποστήριξη, η αναζήτηση κατάλληλων εκθεσιακών χώρων, η προβολή του, και όλα τα συμπαρομαρτούντα απασχολούν τον νεαρό δημιουργό για χρόνο σημαντικά πολλαπλάσιο από αυτόν που αφιερώνει στην πραγματοποίηση τού καλλιτεχνικού του έργου.

Μερικοί από αυτούς τους νέους φωτογράφους είχαν τη δύναμη να στρέψουν την πλάτη τους στις παραπάνω μόδες και να συνεχίζουν σιωπηλά το έργο τους. Το τίμημα είναι συνήθως η ανωνυμία τους. Μερικοί (και μάλλον λίγοι) από τους υπόλοιπους ίσως να γίνουν κάποτε ολίγον εύποροι, όπως θα γίνουν και ολίγον γνωστοί. Θα έρθει όμως η ώρα (τουλάχιστον το ελπίζω) που θα κοιτάξουν με περιφρόνηση και απόγνωση τις ώρες που θυσίασαν για την ικανοποίηση τής αγοράς. Θα καταλάβουν ότι οι φαινομενικά περισπούδαστες σκέψεις τους δεν ήταν παρά απλοϊκές αμπελοφιλοσοφίες προορισμένες να ικανοποιήσουν την ημιμάθεια και την κενότητα των ολίγων αγοραστών, των ακόμα λιγότερων εμπόρων και των είτε αφελών είτε πονηρών τεχνοκριτικών, και πως καθ’ οδόν ξέχασαν τους λόγους που τους είχαν κάνει αρχικά να ξεκινήσουν την καλλιτεχνική τους πορεία. Θα είναι τότε αργά για να γίνουν μεσίτες, συμβολαιογράφοι ή έμποροι. Δεν θα είναι αργά όμως για να κάνουν έστω τότε την καλή φωτογραφία που μπορούν και την οποία η νιότη τους έδειχνε πως θα έκαναν.

Η σημερινή ισοπέδωση των καλλιτεχνικών αξιών δεν θα είναι αιώνια. Δεν θα εφευρίσκει πάντοτε ο κάθε νέος καλλιτέχνης τους νέους δικούς του κώδικες για να αποφύγει τη σύγκριση και τη σύγκρουση με το παρελθόν. Και η εμπορική καλλιτεχνική αγορά θα κορεσθεί και θα στραφεί σε άλλες κατευθύνσεις. Και τότε ο κάθε φωτογράφος θα θυμηθεί την προσωπική εξομολόγηση τού Picasso:

«Από τη στιγμή που η τέχνη δεν είναι τροφή των εκλεκτών, ο καλλιτέχνης μπορεί να εκδηλώνει το ταλέντο του με κάθε ιδιοτροπία, όπως τού σφυρίξει, με κάθε επινόηση τού πνευματικού τσαρλατανισμού. Αλλά οι εκλεπτυσμένοι, οι πλούσιοι, οι χασομέρηδες, οι διυλίζοντες την πεμπτουσία, ψάχνουν για το καινούργιο, το αλλόκοτο, το πρωτοφανές, το σκανδαλώδες. Κι εγώ από τον Κυβισμό κι ύστερα ικανοποίησα αυτούς τους κυρίους και τους κριτικούς με πάμπολλα παράξενα που πέρασαν από το νου μου και όσο λιγότερο τα καταλάβαιναν, τόσο τα θαύμαζαν. Με το να διασκεδάζω συνεχώς με όλα τούτα τα παιχνίδια, τις λοιδορίες, τους γρίφους, τις σπαζοκεφαλιές και τα αραβουργήματα έγινα διάσημος και μάλιστα πολύ γρήγορα. Και η διασημότητα για έναν ζωγράφο σημαίνει: πωλήσεις, κέρδη, περιουσία, πλούτο. Όπως γνωρίζετε, σήμερα είμαι διάσημος και πλούσιος, αλλά όταν μένω μόνος με τον εαυτό μου δεν έχω το θάρρος να με θεωρώ καλλιτέχνη με την αρχαία έννοια τής λέξης. Ήταν μεγάλοι ζωγράφοι ο Τζιόττο, ο Τισιανός, ο Ρέμπραντ, ο Γκόγια. Εγώ είμαι μόνον ένας δημόσιος ψυχαγωγός, που κατάλαβε την εποχή του, που καταπράυνε όσο μπορούσε την ηλιθιότητα, την κενοδοξία και την απληστία των συγχρόνων του. Είναι πικρή η δική μου εξομολόγηση, πιο οδυνηρή απ’ ό,τι μπορεί να φαίνεται, έχει όμως την αρετή να είναι ειλικρινής».