fbpx

Οι πολλοί και οι λίγοι

Φωτογράφος-Καθημερινή

Απρίλιος 2004

Στο περασμένο τεύχος τού περιοδικού «Φωτογράφος» φιλοξενήθηκε μια μακρά επιστολή αναγνώστη, ο οποίος διαμαρτυρόταν για τη χαμηλή ποιότητα τού περιοδικού, ενώ παράλληλα δημοσιεύθηκε και η απάντηση τού διευθυντή τού «Φωτογράφου», ο οποίος αμυνόμενος των επιλογών του δήλωνε ότι το περιοδικό απευθύνεται στους πολλούς και όχι στους λίγους. Επειδή κατά σύμπτωση και οι δύο αναφέρθηκαν στο όνομά μου και επειδή η γνώμη μου είναι ότι και οι δύο εν μέρει σφάλλουν, και μάλιστα κυρίως στο είδος των επιχειρημάτων τους, θα προσπαθήσω να παρεμβληθώ στη διαφωνία τους.

Ένα από τα προβλήματα τής φωτογραφίας είναι ότι υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη φωτογραφίας, πολλές και ποικίλες εφαρμογές της και άλλες τόσες κατευθύνσεις της, με συνέπεια να περιπλέκονται και οι στόχοι των ειδικευμένων εντύπων.Μία λύση είναι το κάθε περιοδικό να επιλέξει ένα ορισμένο περιεχόμενο για ένα ορισμένο κοινό, έτσι ώστε να είναι συνεπέστερο και εγκυρότερο, αλλά συνήθως και φτωχότερο σε αναγνώστες και σε διαφημίσεις. Μία άλλη λύση, αυτή που φαίνεται να έχει υιοθετήσει και ο «Φωτογράφος», αλλά και η πλειοψηφία των ανά τον κόσμο φωτογραφικών περιοδικών, είναι η σύμπτωση στο ίδιο έντυπο πολλών και διαφορετικών κατευθύνσεων καλύπτοντας έστω εν μέρει τις απαιτήσεις όλων. Κάτι για τους ερασιτέχνες, αλλά και κάτι για τους επαγγελματίες. Αρκετή ψηφιακή, αλλά και ολίγη αναλογική. Οπωσδήποτε έγχρωμη, χωρίς να λησμονείται και η ασπρόμαυρη. Τεχνικά θέματα, αλλά και καλλιτεχνικοί προβληματισμοί. Τα νέα τού εμπορίου, αλλά και τα νέα τής τέχνης.

Η συνταγή αυτή δεν είναι με κανένα τρόπο αναγκαίος προάγγελος κακής ποιότητας και χαμηλού επιπέδου. Και πιθανόν πράγματι να εξασφαλίζει μεγαλύτερο αριθμό αναγνωστών και διαφημίσεων. Τα πράγματα αρχίζουν να χαλάνε όταν μέσα στο πλαίσιο αυτής τής ποικιλίας διακρίνεται ένας χαμηλός ποιοτικός μέσος όρος, ο οποίος όμως τις περισσότερες φορές δεν οφείλεται σε σκόπιμο λαϊκισμό, αλλά στην κατ’ αρχήν χαμηλή ποιότητα των συντελεστών και συνεργατών των εντύπων. Και αυτό ισχύει για όλα τα περιοδικά και όχι μόνον για τα φωτογραφικά. Προτού δηλαδή σκεφτεί κανείς ότι τα περιοδικά έχουν χαμηλό επίπεδο διότι απευθύνονται σε ευρύ κοινό, είναι πιο λογικό και αληθοφανές να προηγηθεί η σκέψη ότι τα περιοδικά έχουν χαμηλό επίπεδο επειδή αντικατοπτρίζουν το επίπεδο και την αισθητική των δημιουργών τους. Συνήθως δεν υπάρχει ένας σκοτεινών προθέσεων σατανικός και άπληστος εκδότης που εκβιάζει μια πλειάδα αγνών και αξιόλογων συνεργατών, αλλά μάλλον ένας εκδότης και μερικοί δημοσιογράφοι των οποίων οι αισθητικές απόψεις και επιλογές δεν αφίστανται, τουλάχιστον δραματικά, από το εκδοτικό αποτέλεσμα.

Ο συμπαθής επιστολογράφος τού «Φωτογράφου» έχει κατ’ αρχήν δίκιο να απαιτεί ένα καλύτερο περιοδικό. Έχει όμως άδικο να θεωρεί το παρόν περιοδικό όσο κακό λέει. Η σχετική αξιολόγηση δεν μπορεί παρά να είναι συγκριτική. Και εκεί ο «Φωτογράφος» τα βγάζει μάλλον καλά πέρα. Ανάμεσα στα ευρωπαϊκά και αμερικανικά φωτογραφικά περιοδικά ποικίλης ύλης, τα οποία στη συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν τα χάλια τους, ο «Φωτογράφος» κρατάει μια από τις μάλλον καλές θέσεις. Αν αντιθέτως συγκρίνουμε γενικώς τα ελληνικά περιοδικά (πολιτικά, καλλιτεχνικά, γενικής ύλης κλπ) με τα αντίστοιχα τού εξωτερικού, τότε πρέπει δυστυχώς να ομολογήσουμε ότι διεκδικούμε μια από τις ποιοτικά χαμηλότερες θέσεις. Κάτι που όπως είπαμε δεν συμβαίνει με τον «Φωτογράφο». Η παρουσία μου άλλωστε στις σελίδες τού περιοδικού, άσχετα αν γίνεται μέσα από περισσότερες ή λιγότερες λέξεις, αποδεικνύει και την εμπιστοσύνη μου στο περιοδικό και την ελπίδα μου στη βελτίωσή του. Επίσης, δεν πιστεύω ότι το χοντρό, γυαλιστερό και ακριβό χαρτί είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την καλή ποιότητα ενός περιοδικού. Υπάρχουν θαυμάσια και πολύ λεπτά χαρτιά που επιτρέπουν την αναπαραγωγή των φωτογραφιών και στο κάτω-κάτω ένα περιοδικό δεν είναι μια μονογραφία ή μια καλλιτεχνική έκδοση, αλλά περισσότερο ένα «εργαλείο» ενημέρωσης. Αν το λεπτό χαρτί συμβάλει στην επιβίωσή του, καλώς το χρησιμοποιεί. Όσο για την γραφιστική αισθητική τού «Φωτογράφου», ακόμα και εγώ που έχω την τάση να απορρίπτω την πλειοψηφία των γραφιστικών προτάσεων στα περιοδικά έντυπα σαν ανώφελα ακροβατικές, κατατάσσω τις γραφιστικές επιλογές τού «Φωτογράφου» στις μάλλον ηπιότερες.

Εδώ όμως σταματάω την υπεράσπιση τού περιοδικού και την αντίκρουση τής απαισιοδοξίας τού καλού αναγνώστη, για να ασχοληθώ με την απάντηση τού αγαπητού μου διευθυντή τού «Φωτογράφου», απάντηση με την οποία διαφωνώ σε κάτι επουσιώδες, αλλά δυστυχώς και σε κάτι ουσιωδέστατο. Το επουσιώδες αναφέρεται στους λόγους διακοπής τής έκδοσης τού περιοδικού «Φωτοχώρος», τού οποίου είχα την πρωτοβουλία και την ευθύνη έκδοσης. Οι αναγνώστες του και οι λιγοστές διαφημίσεις αρκούσαν για να καλύπτεται οικονομικά η έκδοσή του. Ο αριθμός των αναγνωστών έφτανε περίπου στο ένα τέταρτο των αναγνωστών τού προ «Καθημερινής» «Φωτογράφου». Επίδοση όχι άσχημη για ένα περιοδικό που τυπωνόταν στο ένα πέμπτο των αντιτύπων τού «Φωτογράφου». Ο αριθμός πάλι των διαφημίσεων ήταν σταθερός, δεδομένου ότι βασιζόταν στην καλή διάθεση φίλων αντιπροσώπων. Και να σημειωθεί ότι ουδέποτε έγινε σοβαρή προσπάθεια για την αναζήτηση νέων διαφημίσεων ή για την επιδίωξη πληρέστερης διανομής. Η αιτία τής διακοπής ήταν κυρίως η προσωπική μου κούραση (μια και η έκδοση ήταν στηριγμένη πρωτίστως στη δική μου εργασία) και ενδεχομένως η σταδιακή μείωση τού αρχικού μου ενθουσιασμού.

Αυτό όμως που με εκπλήσσει, και ταυτόχρονα με βρίσκει ριζικά αντίθετο στην απάντηση τού φίλου διευθυντή, είναι ο σαφής μανιχαϊστικός (και να τολμήσω να πω και λίγο ειρωνικός;) διαχωρισμός ανάμεσα σε πεντακόσιους διανοούμενους («πατρικίους») αναγνώστες, τους οποίους αντιπαραθέτει σε ογδόντα χιλιάδες πιο απλοϊκούς, και λιγότερο απαιτητικούς («πληβείους») αναγνώστες, που κατά τα λεγόμενά του πρέπει να μονοπωλούν το ενδιαφέρον τού περιοδικού. Η διάκριση είναι άδικη και για τις δύο κατηγορίες. Και εν τέλει άδικη και για το ίδιο το περιοδικό, αφού οι παρατηρήσεις τού εκδότη για το ιδανικό έντυπο μοιάζουν σωστές παρατηρήσεις για οποιοδήποτε περιοδικό («αναλύσεις σε βάθος, γυμνό αλλά καλλιτεχνικό, λιτή σελιδοποίηση, αυστηρά τεστ, γλώσσα πολιτικώς ορθή»). Η ατυχής αυτή διατύπωση, που βεβαίως δικαιολογείται από την αγωνία τού έμπειρου διευθυντή να συμβιβάσει τα πολλά και διάφορα σχόλια που κατά καιρούς θα τού απευθύνονται, οδηγεί παραδόξως στο συμπέρασμα ότι το περιοδικό περιλαμβάνει ρηχές αναλύσεις, μη καλλιτεχνικό γυμνό, μπαρόκ σελιδοποίηση, τεστ τού ποδαριού και ανάρμοστη γλώσσα, και ότι οι ιδιότητες αυτές είναι αναγκαίες για να προσεγγίσει κανείς τις ογδόντα χιλιάδες αναγνώστες. Προφανώς το συμπέρασμα αυτό δεν αληθεύει.

Ακόμη πάρα πέρα, αφού ο παραπάνω μεγάλος αριθμός αναφέρεται στους αναγνώστες τής «Καθημερινής», μια και ο μοναχικός παλαιότερος «Φωτογράφος» δεν είχε τέτοια απήχηση και τόσο μεγάλη κυκλοφορία, πρέπει λογικά να συμπεράνουμε ότι οι αναγνώστες τής αξιόλογης και έγκυρης αυτής εφημερίδας ανήκουν συλλήβδην στην πνευματικά «κατώτερη» κατηγορία αναγνωστών και ότι το περιοδικό σχεδιάζεται και συντάσσεται όχι με γνώμονα την ποιότητα, αλλά τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή των μη ποιοτικών απαιτήσεων μιας σιωπηλής πλειοψηφίας, που όλοι έχουν μάθει να εκλαμβάνουν ως χαμηλών ποιοτικών απαιτήσεων και πνευματικών δυνατοτήτων, πάντοτε βέβαια φροντίζοντας να εξαιρούν τον εαυτό τους. Είμαι βέβαια απόλυτα σίγουρος ότι τίποτα από αυτά δεν αληθεύει.

Και είμαι εξίσου σίγουρος ότι οι συντάκτες τού περιοδικού κάνουν ό,τι νομίζουν σαν ποιοτικά καλύτερο και, αν μερικές φορές αποτυγχάνουν και υπολείπονται των στόχων τους, αυτό οφείλεται μάλλον σε λάθος επιλογές τους ή ακόμα και σε άγνοια ή σε αδυναμία τους, (κάτι που σε όλους μας μπορεί να συμβεί), παρά σε κάτι, το οποίο θα συνιστούσε ύβρη έναντι των αναγνωστών: τη συνειδητή δηλαδή μείωση τής ποιότητας με στόχο την αύξηση τής κυκλοφορίας, βάσει ενός αυθαίρετου όσο και επικίνδυνου επιχειρήματος ότι γνωρίζουμε τι θέλουν οι άλλοι, όταν τους εντάσσουμε (για να τους ελέγξουμε) σε ένα βολικό για μας πνευματικό γκέτο.

Εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια διδάσκω σεμινάρια καλλιτεχνικής φωτογραφίας, και μάλιστα το περιεχόμενό τους έχει κατηγορηθεί από μερικούς σαν υπερβολικά «διανοούμενο» (κάτι βέβαια που μόνον στη χώρα μας θεωρείται μειωτικό). Εν τούτοις πάντοτε απευθύνομαι σε ένα ευρύτατο κοινό που ανταποκρίνεται άκρως θετικά με την πυκνή του προσέλευση και τα επαινετικά του σχόλια. Και το κοινό αυτό προέρχεται από τους ογδόντα χιλιάδες και όχι από τους πεντακόσιους, γιατί αν συνέβαινε το αντίθετο θα είχα προ πολλού οδηγηθεί σε επαγγελματικό αδιέξοδο. Θα ήταν άλλωστε τραγικό αν πίστευα ότι η αυστηρότητα και η ποιότητα που απαιτεί ο σεβασμός απέναντι στην τέχνη και στη διδασκαλία της (φωτογραφική ή άλλη), είναι προνόμιο μιας χούφτας περιθωριακών.

Αντίθετα θεωρώ σημαντική πρόκληση για τον «Φωτογράφο», και για κάθε άλλο περιοδικό, την προσέλκυση αναγνωστών μέσα από ένα προσιτό, αλλά πάντα καλαίσθητο, περιεχόμενο και την παράλληλη συμβολή τού περιοδικού στη βελτίωση και στην εκπαίδευση αυτού τού κοινού. Αν αντιθέτως δεχτούμε ότι τόσο περισσότερους αναγνώστες θα προσελκύσουμε, όσο πιο απλοϊκή και αφελής, ή προκλητική και εντυπωσιακή, είναι η ύλη που θα δημοσιεύσουμε, τότε δεν υπάρχει τέλος στον κατήφορο αυτόν.

Όταν διδάσκω, ή όταν γράφω ένα κείμενο για τον «Φωτογράφο», δεν έχω στο μυαλό μου ούτε τους πεντακόσιους, ούτε τους ογδόντα χιλιάδες. Αλλά εκείνον τον έναν, τον άγνωστο, που προερχόμενος από οποιαδήποτε από τις παραπάνω ομάδες είναι σε θέση να κάνει ένα βήμα προς την κατεύθυνση μιας μεγαλύτερης ποιότητας. Και έχω πειστεί ότι αυτοί οι μεμονωμένοι είναι πάρα πολλοί.