fbpx

Οργή και ειλικρίνεια

Φωτογράφος-Καθημερινή

Φεβρουάριος 2005

Έχουμε από παιδιά διδαχθεί ότι η οργή είναι μια ανθρώπινη αδυναμία και για μερικούς ακόμα και αμαρτία. Έχουμε μάθει για όλα τα κακά τής οργής, για το θόλωμα τής κρίσης μας, για τις ολέθριες συνέπειες τής έκρηξής της, για τη μετάνοια που ακολουθεί το πέρασμά της. Αντίθετα, από νωρίς πληροφορηθήκαμε τα αγαθά τού συμβιβασμού και τής διαλλακτικής φύσης. Τής ήρεμης αποδοχής και τής συγκατάβασης. Και όλα αυτά είναι σε γενικές γραμμές σωστά και αληθινά. Με τη μόνη διαφορά ότι ο εξοβελισμός μιας κατηγορίας συναισθημάτων σε όφελος κάποιας άλλης είναι συχνά ενέργεια βλαβερή, αφού είναι γνωστό ότι το κακό έχει μέσα του και το καλό, αλλά και η προσκόλληση στο καλό μπορεί να αποβεί μια άλλη όψη τού κακού.

Οι παραπάνω σκέψεις γυρνούνε στο μυαλό μου, ενώ όσο περνούν τα χρόνια προσπαθώ να οδηγήσω τον εαυτό μου στην κατάκτηση μιας απόλυτης ανοχής και κατανόησης, εκμηδενίζοντας έτσι τη νεανική οργή μου. Εν τούτοις υπάρχουν στιγμές, και είναι πολλές, που νιώθω ότι η οργή μπορεί να είναι ένα γόνιμο και σωτήριο συναίσθημα, ικανό να κρατήσει σε εγρήγορση τις άμυνές μου απέναντι σε μια κοινωνία, και ειδικότερα απέναντι στο καλλιτεχνικό της τμήμα, που εκμεταλλεύεται την κοινωνική ευγένεια και την καθώς πρέπει ανοχή για να επιβάλει τη μετριότητα και την ανειλικρίνεια. Η διαλλακτικότητα και ο συμβιβασμός εύκολα εκπίπτουν στο επίπεδο τής κοινωνικής συναλλαγής. Ίσως λοιπόν η οργή, μια οργή τουλάχιστον που σιγοβράζει ελεγχόμενα και που δεν επηρεάζει την κρίση ούτε γίνεται αυτοσκοπός των αντιδράσεών μας, να είναι σε θέση να μας κάνει να μπορούμε να φωνάζουμε ότι ο «βασιλιάς είναι γυμνός», όταν τον βλέπουμε έτσι. Άλλωστε η αθωότητα των παιδικών χρόνων που δίνει το θάρρος να διακηρύττει κανείς αυτό που βλέπει, όπως το κοριτσάκι από το παραμύθι τού Άντερσεν, χάνεται με τα χρόνια και ίσως η γόνιμη οργή να είναι αυτή που μπορεί να μας ξαναδώσει τη δύναμη τής ειλικρίνειας.

Η κοινωνική ευγένεια και ανοχή είναι επικίνδυνη όταν φιμώνει την ειλικρίνεια και αναιρεί τη συνέπεια. Και τότε, σχεδόν χωρίς εξαίρεση, οδηγεί σε έναν χλιαρό συμβιβασμό, που πάντοτε αποβαίνει σε όφελος των μετρίων. Αλήθεια, πώς θα υποστηρίξουμε εκείνους που στερήθηκαν πολλά για να επενδύσουν αποκλειστικά στο καλλιτεχνικό τους έργο, απέναντι σε εκείνους που επενδύουν σε όλα προκειμένου να κερδίσουν (εκ τού ασφαλούς) πολλά; Πώς θα γίνει πιστευτός ο έπαινός μας, όταν η κοινωνική ευγένεια τον επιβάλει παντού;

Ας εμπιστευόμαστε την καλλιτεχνική μας κρίση ή ακόμα και την άγνοιά μας. Ας αντιδρούμε με ειλικρίνεια κάθε φορά που κάτι δεν μας αρέσει ή μας αφήνει αδιάφορους και μάλιστα ακόμα πιο έντονα όταν το έργο που προβάλλεται προδίδεται στα μάτια μας σαν προϊόν προχειρότητας, ανειλικρίνειας, ημιμάθειας και κομπασμού. Και αντίθετα ας εκφράζουμε με πάθος και ένταση την υποστήριξή μας όποτε ένας καλλιτέχνης, (παλιός ή σύγχρονος) και το έργο του κερδίζουν τον θαυμασμό μας. Ο έπαινός μας ας μη συγχέεται πλέον με την κοινωνική ευγένεια και την «πολιτισμένη» ανεκτικότητα. Έτσι θα πετύχουμε και τον ειλικρινή καλλιτέχνη να στηρίξουμε και το κοινό του να ενισχύσουμε και την κυρίαρχη μετριότητα να καταγγείλουμε.