fbpx

Η δημόσια και δια βίου δημιουργική εκπαίδευση των ενηλίκων

Φωτογράφος (2001)

Είχα τη χαρά μετά από πολλά χρόνια να παραδώσω σε επιμορφωτές τής Λαϊκής Επιμόρφωσης, ή, όπως σωστότερα λέγεται σήμερα, τής Εκπαίδευσης Ενηλίκων, ένα τριήμερο σεμινάριο φωτογραφίας στη Σύρο περί τα μέσα Νοεμβρίου. Η παρουσία πολλών εκπαιδευτών, από τη Φλώρινα μέχρι το Ρέθυμνο, και η άψογη διοργάνωση από τη Νομαρχία Κυκλάδων συνέβαλαν στην επιτυχία του. Η συνάντηση όμως αυτή με έκανε να αντιμετωπίσω ξανά την πραγματικότητα τής δημόσιας εκπαίδευσης των ενηλίκων στη χώρα μας στον τομέα τής δημιουργικής δραστηριότητας.

Δεν νομίζω πως ήταν ποτέ πιο φανερή η ανάγκη για μια δια βίου εκπαίδευση των ενηλίκων με περιεχόμενο τη δημιουργική δραστηριοποίησή τους. Και δεν νομίζω πως το Δημόσιο διαχειρίστηκε ποτέ περισσότερα κονδύλια από τα τελευταία χρόνια Εν τούτοις είναι προφανές πως το έργο τής Επιμόρφωσης σήμερα είναι ποιοτικά πολύ πιο ισχνό από όσο ήταν πριν από μια δωδεκαετία, όταν τα κονδύλια ωχριούσαν μπροστά στα σημερινά. Η αρνητική αυτή εξέλιξη οφείλεται: Πρώτον, στη μονοπώληση τής εκπαίδευσης των ενηλίκων από τα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης (τα γνωστά ΚΕΚ). Δεύτερον, στην εσφαλμένη αντίληψη πως κάθε εκπαίδευση ενηλίκων πρέπει να περνάει μέσα από τα ΚΕΚ. Τρίτον, στην επίσης εσφαλμένη αντίληψη πως η έννοια εκπαίδευση σχετίζεται υποχρεωτικά με την έννοια επαγγελματική αποκατάσταση. Και τέταρτον, στην άγνοια γύρω από το περιεχόμενο και την ανάγκη μιας δημιουργικής εκπαίδευσης και δραστηριοποίησης των ενηλίκων.

Η γέννηση των ΚΕΚ στηρίχτηκε (υποθέτω) στην ανάγκη για έλεγχο πάνω στις προδιαγραφές των κτιρίων, των διδασκόντων και των προγραμμάτων, αλλά και πάνω στη ροή (και διαρροή) των κοινοτικών κονδυλίων. Όπως όμως με όλα όσα συμβαίνουν στη χώρα μας, έτσι και εν προκειμένω, τίποτα από τα παραπάνω δεν επετεύχθη. Η ποθητή ποιότητα δεν εξασφαλίστηκε, οι καλές προθέσεις δώσανε τη θέση τους στα κακά αποτελέσματα και τον αρχικό ενθουσιασμό διαδέχτηκε η συνηθισμένη απογοήτευση. Μέρος τής ευθύνης για την ποιοτική υποβάθμιση των ΚΕΚ φέρει και η θεωρητικά ελκυστική ιδέα να απευθύνεται η εκπαίδευση σε μειονεκτικές μερίδες τού πληθυσμού (όπως π.χ. οι άνεργοι), οι οποίες όχι απλώς να απολαμβάνουν μια δωρεάν παιδεία, αλλά και να αμείβονται γι αυτήν. Το αποτέλεσμα ήταν να μεταβληθεί (τις περισσότερες τουλάχιστον φορές) η μαθητεία σε επάγγελμα και η ανεργία σε ζηλευτή ιδιότητα.

Εκτός όμως από την ευθύνη για την δική τους κακοδαιμονία τα ΚΕΚ ευθύνονται και για το βραχυκύκλωμα κάθε άλλης δημόσιας εκπαίδευσης ενηλίκων, όπως αυτή που προσπαθούσε (και προσπαθεί) να προσφέρει η τέως Λαϊκή Επιμόρφωση μέσα από τα τμήματά της. Μια εκπαίδευση με στόχο την μικρή πιθανότητα για επαγγελματική αποκατάσταση και την πιο βέβαιη ελπίδα για επαφή με τη δημιουργική (και ενδεχομένως καλλιτεχνική) διαδικασία. Μια δημιουργική διαδικασία ικανή να διαμορφώσει πνεύμα πιο πλατύ και χαρακτήρα πιο ευέλικτο, έτσι ώστε να ευνοείται η αλλαγή και η προσαρμογή σε τυχόν νέα επαγγέλματα. Αυτή όμως η δημιουργική εκπαίδευση των ενηλίκων εμφανίζεται σήμερα σαν ο πολύ φτωχός συγγενής των ΚΕΚ και μόνον η κεκτημένη ταχύτητα και ο ενθουσιασμός λίγων υπαλλήλων τής εξασφαλίζουν μιαν αξιοπρεπή αλλά όχι επαρκή συνέχεια.

Ο θεσμός τής τέως Επιμόρφωσης υποφέρει όμως και από τρεις δικές του αδυναμίες. Η πρώτη είναι η απολύτως δωρεάν συμμετοχή, η δεύτερη η σχεδόν απόλυτη εξάρτησή του από την τοπική αυτοδιοίκηση και η τρίτη η ελλιπής κατάρτιση των εκπαιδευτών. Η δωρεάν συμμετοχή γεμίζει τα τμήματα με ευκαιριακούς ακροατές που δεν σέβονται συνήθως το έργο τού δασκάλου τους και των συμμαθητών τους. Στη σημερινή κοινωνία, όπου το χρήμα αποτελεί μέτρο για την εκδήλωση επιθυμιών και προτεραιοτήτων, θα έπρεπε να απαιτείται η καταβολή ενός συμβολικού ποσού, που θα συνιστούσε και την πανηγυρική δήλωση τής ανάγκης των συμμετεχόντων να δεχτούν αυτή την εκπαίδευση. Το ποσόν που θα συγκεντρωνόταν θα μπορούσε να συμβάλει στην καλύτερη λειτουργία τού τμήματος και η διαχείρισή του να ανατίθεται ενδεχομένως και στους συμμετέχοντες. Όσο για την εξάρτηση από την τοπική αυτοδιοίκηση, είναι φανερό πως η επιλογή των εκπαιδευτών και των εκπαιδευομένων συνδέεται με προσωπικές γνωριμίες σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τότε που ασχολιόταν με αυτήν η κεντρική διοίκηση. Δυστυχώς έχει αποδειχτεί ότι η πολυπόθητη αυτοδιοίκηση συμβαδίζει πολύ συχνά με την απεχθή αναξιοκρατία. Το πρόβλημα, τέλος, των ελλιπών γνώσεων των εκπαιδευτών αντισταθμίζεται δυστυχώς μόνον εν μέρει με το αυξημένο πάθος τους. Είναι πάντως γεγονός πως πολλοί από αυτούς, εδώ και χρόνια, κρατούν ένα τμήμα και το ζωντανεύουν, με πολύ χαμηλές αμοιβές και με σχεδόν ανύπαρκτα κονδύλια υποστήριξης. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι ίδιοι προσφέρουν τον δικό τους θάλαμο για τις ανάγκες τού τμήματος ή που συνεχίζουν τις συναντήσεις, όταν η αμοιβή τους έχει ανασταλεί ή το τμήμα έχει καταργηθεί.

Η αρχική ελπίδα ήταν αφενός η Πολιτεία να αντιληφθεί τη σημασία τής συνεχούς εκπαίδευσης όχι μόνον σαν αντίδοτο στην ανεργία, αλλά κυρίως σαν δικαίωμα στη δημιουργία, και αφετέρου η παρουσία των τμημάτων να γεννήσει την ανάγκη για περισσότερους και καλύτερα εκπαιδευμένους (και αμειβόμενους) δασκάλους. Καθώς φαίνεται η Πολιτεία δεν έχει πεισθεί για το δικαίωμα στη δημιουργία, ενώ παράλληλα φαίνεται απλώς να σέρνεται στη διατήρηση των τμημάτων. Στο μεταξύ οι σημαντικά μεγαλύτερες αμοιβές των εκπαιδευτών των ΚΕΚ και τα ασύγκριτα υψηλότερα κονδύλια των σχετικών προγραμμάτων μονοπωλούν το ενδιαφέρον τόσο των πιθανών δασκάλων όσο και των αρμοδίων δημοσίων υπαλλήλων. Σποραδικές εξαιρέσεις αφοσιωμένων ανθρώπων μέσα στην κεντρική και τοπική αυτοδιοίκηση και αντίστοιχες εξαιρέσεις μέσα στο σώμα των εκπαιδευτών, επιτρέπουν στον θεσμό να συνεχίζει να υπάρχει. Δεν είναι πάντως απίθανο, η μάλλον βέβαιη και όχι πολύ μακρινή αποκάλυψη τής αναξιοπιστίας και αναποτελεσματικότητας των ΚΕΚ (τουλάχιστον όπως λειτουργούν σήμερα) να επιτρέψει νέες σκέψεις και νέες κατευθύνσεις προς την πλευρά τής πληρέστερης λειτουργίας των τμημάτων τής τέως Επιμόρφωσης και τής δημιουργικής εκπαίδευσης των ενηλίκων.