fbpx

Περί καλλιτεχνικής κριτικής

Φωτογράφος

Οκτώβριος 2002

Η τέχνη έχει ανάγκη από την κριτική. Την κριτική που βοηθάει τον καλλιτέχνη να δει το έργο του από έξω προς τα μέσα. Την κριτική που βοηθάει τον θεατή να προσεγγίσει το έργο. Την κριτική που γεννάει τη συζήτηση, την αμφισβήτηση, την αναθεώρηση, τα ερωτηματικά. Για να λειτουργήσει όμως η κριτική σωστά προϋποτίθεται μια σχέση εμπιστοσύνης και εκτίμησης. Από τον μαθητή προς τον δάσκαλο-κριτή. Από τον θεατή προς τον θεωρητικό-κριτή. Από τον καλλιτέχνη προς τον ομότεχνό του-κριτή. Από τον φίλο προς τον φίλο-κριτή. Προϋποτίθενται επίσης η αγαθή πρόθεση και η ειλικρίνεια τού κρίνοντος. Προϋποτίθεται, τέλος, ένα ελάχιστο όριο συναίνεσης μεταξύ τού κρίνοντος και τού αποδέκτη πάνω σε βασικές αρχές, αξίες και προτεραιότητες τόσο τής τέχνης όσο και τής ζωής. Αν κάτι από αυτά απουσιάζει, η κριτική στην απλούστερη περίπτωση, πέφτει στο κενό.

Η κριτική μπορεί να γίνεται με δύο τρόπους. Ζωντανά ή απρόσωπα. Στην πρώτη περίπτωση ο κριτικός απευθύνεται στον αποδέκτη δια ζώσης και τα μάτια τους επικοινωνούνε, στη δεύτερη, όταν μεσολαβεί ο ήδη αποτυπωμένος λόγος, η κριτική είναι ένα τυφλό μήνυμα, ένα μπουκάλι στα κύματα. Η πρώτη είναι ευλογημένη. Η δεύτερη άχαρη. Και οι δύο ενδεχομένως αναγκαίες και μάλλον χρήσιμες.

Ο αποδέκτης των κριτικών απόψεων, είτε πρόκειται για τον ίδιο τον δημιουργό είτε για τον θεατή, διαπράττει μέγα σφάλμα όταν αναζητά έναν κριτή εκ των προτέρων σύμφωνο με το έργο του ή τις απόψεις του. Μια τέτοια ναρκισσιστική προσέγγιση ικανοποιεί τον εγωισμό αλλά δεν προωθεί την κριτική σκέψη. Σφάλλει επίσης όταν αντιδικεί με τον κριτή. Η πράξη αυτή είναι ανταγωνιστική και όχι εποικοδομητική. Με τον κριτή ή συζητάς ή αποσύρεσαι. Αλλιώς το σχήμα παραμορφώνεται γιατί έχουμε ταυτόχρονα δύο κριτικές προθέσεις που αλληλοαναιρούνται.

Ο κριτής διαπράττει μέγα σφάλμα αν θέλει να γίνει αρεστός. Είναι η δική του ναρκισσιστική πλευρά. Σφάλλει αν επιβάλει την κριτική του σε κάποιον που δεν την έχει ζητήσει, ή αν κυριαρχείται από ανειλικρίνεια ή εμπάθεια. Σφάλλει αν πληγώνει πέρα από την αναπόφευκτη στενοχώρια που ενδεχομένως προκαλεί. Σφάλλει, όμως, επίσης αν δεν γίνει σκληρός, όταν διαγνώσει υπέρμετρη αλαζονεία και προφανείς πέρα από τη δημιουργία σκοπούς. Εκεί η σκληρότητα γίνεται εργαλείο και μέθοδος τής κριτικής. Σφάλλει αν δεν επισημάνει και το ελάχιστο καλό σε ένα μέτριο έργο. Σφάλλει, τέλος, αν δεν αιτιολογήσει (στο μέτρο τού δυνατού) την κρίση του, όπως και αν απευθύνει την κριτική του σε αποδέκτη με σαφώς διαφορετική αφετηρία. Πρόκειται τότε και πάλι για μια ανταγωνιστική και συνεπώς στείρα τοποθέτηση.

Βρέθηκα συχνά στη θέση τού κρίνοντος. Αυτό ουδέποτε με ευχαρίστησε. Ένοιωσα τον πειρασμό να γίνω αρεστός ή και αγαπητός. Είναι άλλωστε τόσο εύκολο. Ένοιωσα την αναπόφευκτη θλίψη να γίνομαι αντιπαθής. Ένοιωσα (ευτυχώς σπάνια) και τη γοητεία τού να γίνομαι αντιπαθής. Αρχικά επέλεξα συνειδητά την κριτική δια ζώσης και μόνον. Αυτήν που έκανα στη διάρκεια των μαθημάτων μου ή στη διάρκεια προσωπικών συναντήσεων. Αυτήν που επέτρεπε διευκρινιστικές ερωτήσεις, ή ακόμα και έκφραση παραπόνων. Σιγά-σιγά μάλιστα απέκλεισα όλα τα μαθήματα σε σχολές, σχολεία και πανεπιστήμια, όπου οι μαθητές δεν είχαν το δικαίωμα τής επιλογής τού δασκάλου. Πίστευα πως δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από την αναγκαστικά επιβεβλημένη κριτική. Αυτό με οδήγησε να αποφεύγω τις εκθέσεις, ιδιαίτερα μάλιστα τη μέρα των εγκαινίων. Εκεί, η κριτική γίνεται κάτω από το απατηλό παραπέτασμα τής εξαναγκαστικής κοινωνικότητας. Κανείς δεν την επιδιώκει και όμως εκείνη εμφιλοχωρεί. Και έχει κανείς να επιλέξει ανάμεσα στην ανώφελη σκληρότητα και την εξευτελιστική κολακεία. Γι αυτό άλλωστε, ακόμα και όταν ο κριτικός έπαινος είναι ειλικρινής, ελάχιστα γίνεται πιστευτός στο πλαίσιο μιας έκθεσης. Ο ουσιαστικός λόγος σε αυτές τις συνθήκες πνίγεται. Για αντίστοιχους λόγους απέφυγα πάντοτε την κριτική και τις περί τέχνης συζητήσεις σε κοινωνικές συναντήσεις, όπου η συνήθης ελαφρότητα τής ατμόσφαιρας και η επίσης συνήθης επιδειξιμανία των προσκεκλημένων μετατρέπουν τη διατύπωση κριτικών απόψεων σε κάτι αντίστοιχο των τηλεοπτικών παραθύρων.

Με τα χρόνια όμως κατάλαβα ότι η στάση μου περί αποκλεισμού τής «τυφλής» κριτικής, περιέκλειε την ανάγκη τής προσωπικής μου ασφάλειας, αυτήν που σου εγγυάται ο έλεγχος τής διαδικασίας κριτικής, όταν οι κινήσεις, τα μάτια, η επαφή συμπληρώνουν, εξειδικεύουν, απαλύνουν ή και συχνά υποκαθιστούν την κριτική. Σκέφτηκα πως ήδη με τα βιβλία μου ασκώ ένα είδος έμμεσης κριτικής. Και σκέφτηκα ακόμη πως η μη κριτική ωφελεί τον χειρότερο σε βάρος τού καλύτερου. Σκέφτηκα, τέλος, ότι μερικές φορές η επιβολή τού παιδευτικού λόγου είναι θεμιτή, αν όχι απαραίτητη. Δεν ζητάμε πάντοτε αυτό που έχουμε ανάγκη. Είτε γιατί δεν το ξέρουμε είτε γιατί το φοβόμαστε. Τώρα θα έκανα και πάλι μαθήματα σε σχολεία. Η ελευθερία επιλογής δεν είναι μια απόλυτη αξία.

Πίστευα και πιστεύω ακόμα πως είναι καλό να δημοσιεύονται βιβλία και να γίνονται εκθέσεις. Ασχέτως ποιότητας. Φωτογραφία, αλλά και κινηματογράφο και οτιδήποτε άλλο, έμαθα και από τα κακά έργα. Χωρίς τη σύγκριση δεν υπάρχει η έννοια τής ποιότητας. Άλλωστε όταν ένας άνθρωπος εκτίθεται με το έργο του, αναμετριέται πρωτίστως με τον εαυτό του και δευτερευόντως με τους υπόλοιπους. Και από τη στιγμή που κάποιος δημοσιοποιεί ένα έργο, κατά κάποιο τρόπο κάνει ταυτόχρονα και μια δημόσια πρόσκληση κριτικής.

Η επαινετική κριτική πάντοτε ευχαριστεί, ενίοτε εμμέσως ωφελεί, αλλά σπανίως συμβάλλει στην εξέλιξη τής δημιουργίας. Η απορριπτική κριτική πάντοτε στενοχωρεί, ουδέποτε βλάπτει και συνήθως στο τέλος ωφελεί τον καλλιτέχνη, τον θεατή και τη δημιουργία. Εκείνο που πάντοτε προσβάλλει και ουδέποτε ωφελεί είναι η μη κριτική. Στο κάτω-κάτω και οι κριτικοί κρίνονται.