fbpx

Περί σφιχτών εναγκαλισμών

Φωτοχώρος (2001)

Η εκτίμηση μου για την αρθρογραφία τού Νίκου Ξυδάκη αυξάνει με τον καιρό, πέραν τού ότι συχνά με έκπληξη διαπιστώνω ότι σε πολλά θέματα συγκλίνουν οι απόψεις μας. Και δεν μπορώ παρά να τον ευχαριστήσω που συχνά ασχολείται και με τη φωτογραφία προδίδοντας μάλιστα μέσα από τα άρθρα του και αρκετές γνώσεις γύρω από αυτήν. Αισθάνομαι λοιπόν πως τού οφείλω μια απάντηση, αν όχι μια εξήγηση, σε όσα υποστήριξε με το προηγούμενο άρθρο του στον «Φωτογράφο», όπου σε γενικές γραμμές απέδωσε τον (κατ’ αυτόν) μαρασμό τής ελληνικής φωτογραφίας στο «ασφυκτικό αγκάλιασμά» της από τους ίδιους και ίδιους ανθρώπους που την έθρεψαν. Η απάντησή μου βέβαια θα αφορά κυρίως τον δικό μου ρόλο μια και δεν μπορώ να υπερασπίσω ή να δικαιολογήσω τη στάση οπουδήποτε τρίτου.

Προτού όμως περάσω στον προσωπικό μου ρόλο θα ήθελα να επισημάνω εκ προοιμίου την διαφωνία μου με δυο τοποθετήσεις που ο αξιόλογος αρθρογράφος φαίνεται να θεωρεί αδιαμφισβήτητες. Η πρώτη μου διαμαρτυρία συνίσταται στο ότι δεν πιστεύω ότι η ελληνική φωτογραφία περνάει φάση μαρασμού. Ούτε «ψοφάει», ούτε «έρμη» είναι, όπως εκείνος την βλέπει. Υπάρχουν άλλες καλλιτεχνικές δραστηριότητες και με μεγαλύτερη παράδοση στη χώρα μας, που δεν πιστεύω να περνάνε τις ενδοξότερες μέρες τους, ενώ η φωτογραφία, τουλάχιστον σε σχέση με το ελληνικό παρελθόν της, ακολουθεί μάλλον μια ανιούσα πορεία. Το γεγονός ότι δεν προβάλλεται ανάλογα στις μεγάλες δυτικές πρωτεύουσες δεν έχει να κάνει με την ποιότητά της και στο κάτω-κάτω δεν μπορεί αυτό να συνιστά καλλιτεχνικό κριτήριο. Η δεύτερη διαφωνία μου έχει να κάνει με τον ισχυρισμό τού αρθρογράφου ότι «η φωτογραφία τραβάει αλλού» (αν και είναι αλήθεια ότι στο συγκεκριμένο σημείο ο ίδιος φροντίζει να επανορθώσει με την συμπληρωματική πρόταση: «τουλάχιστον σαν σύλληψη και τοποθέτησή της στα συμφραζόμενα τής αγοράς τέχνης»). Δεν είμαι καθόλου σίγουρος όμως ότι μια πολύ εξειδικευμένη χρήση τής φωτογραφίας μπορεί να ερμηνευθεί σαν γενικότερη κατεύθυνσή της. Και δεν είμαι καθόλου διατεθειμένος να εγκαταλείψω τη φωτογραφία στα χέρια τής «αγοράς τέχνης», μια και προτιμώ να βλέπω τη φωτογραφία σαν μια οπτική ποίηση και όχι τόσο σαν έναν φωτογραφικό πίνακα. Και αρνούμαι να προσμετρήσω τη σημασία της με τις αξίες τής εικαστικής αγοράς.

Ας έρθω όμως τώρα στον προσωπικό μου ρόλο στα ελληνικά φωτογραφικά πράγματα. Αυτός περιορίζεται σε μια και μόνη ιδιότητά μου (και αν αυτό είχε γίνει αντιληπτό από την αρχή ίσως να με είχε γλιτώσει από πολλές γκρίνιες). Ήμουνα και είμαι δάσκαλος. Απέφυγα οποιαδήποτε ανάληψη αξιωμάτων και θεσμικών ρόλων. Η συγγραφική μου παραγωγή έχει να κάνει και αυτή με την παραπάνω ιδιότητα. Το ίδιο και οι λιγοστές τηλεοπτικές εκπομπές μου. Τα βιβλία μου είναι επίσης (και δυστυχώς συχνά σε υπερβολικό βαθμό) διδακτικά. Φωτογραφίζω και ο ίδιος γιατί αυτό με ευχαριστεί, αλλά κυρίως διότι πιστεύω πως η ιδιορρυθμία τής φωτογραφίας είναι τέτοια που δεν μπορείς να την διδάξεις αν δεν την εφαρμόζεις. Πέραν αυτών μου αρέσει (και είναι δίκαιο) να εκτίθεμαι στα μάτια των μαθητών μου. Εκθέσεις οργανώνω για να κινητοποιήσω τους μαθητές μου (από μια περίεργη αυταρέσκεια τους θεωρώ μαθητές μου και μετά το πέρας των σεμιναρίων μου). Και σε αυτές ουδέποτε περιλαμβάνω δικές μου φωτογραφίες.

Με τις δραστηριότητές μου συνέβαλα στη δημιουργία ενός φωτογραφικού κοινού, περιορισμένου είναι αλήθεια, αλλά ασύγκριτα πιο μεγάλου και πιο καταρτισμένου από το παρελθόν. Τίποτε άλλο. Και αν βγήκαν και μερικοί καλοί φωτογράφοι από τα μαθήματά μου, λογικό είναι να υποθέσουμε ότι θα βγαίνανε έτσι κι αλλιώς. Είναι πάντως σημαντικό το γεγονός (αντίθετα με τις συνήθως άδικες φήμες) ότι αρκετοί από αυτούς γοητεύτηκαν περισσότερο από την «αγορά τής τέχνης» και το κυνήγι των αξιωμάτων, παρά από τις δικές μου απόψεις που διδάχτηκαν. Δεν αισθάνομαι επομένως ότι ο δικός μου τουλάχιστον «εναγκαλισμός» είναι ασφυκτικός.

Τα ελληνικά φωτογραφικά πράγματα τα παρακολουθώ και πρέπει να ομολογήσω ότι συχνότερα διαφωνώ παρά συμφωνώ με αυτά. Κάτι που μου συμβαίνει όμως γενικότερα για τα ελληνικά (και τα μη φωτογραφικά) πράγματα. Κανείς βέβαια δεν ρωτάει τη γνώμη μου και δυστυχώς μερικές φορές θεώρησα πως έπρεπε παρόλα αυτά να τη δώσω. Διαφώνησα πλήρως λόγου χάριν με την «Εθνική Πολιτική» (τι τίτλος αλήθεια!), αν και έπρεπε να γνωρίζω ότι δεν θα εφαρμοζόταν. Διαφώνησα με τη Σκόπελο (λάθος τόπος και λάθος σύλληψη), αλλά πιστεύω πως, αφού έγινε, καλό είναι να τη βοηθήσουμε. Διαφώνησα με την έννοια Μουσείο Φωτογραφίας (το είχα γράψει πολύ προτού ιδρυθεί), αλλά και πάλι, μια και έγινε, ας το κρατήσουμε. Δεν συμφωνώ με την αξιολόγηση τού μοιράσματος των κρατικών κονδυλίων, αλλά είναι καλύτερα να μοιράζονται, έστω και ολίγον λάθος, από το να μην μοιράζονται καθόλου. Οι μήνες φωτογραφίας (Αθήνας και Θεσσαλονίκης) έχουν ασφαλώς τις αδυναμίες τους, αλλά καλό είναι που γίνονται. Και βέβαια συμφωνώ με τον Νίκο Ξυδάκη ότι υπάρχει υπερβολική συσσώρευση αρμοδιοτήτων (συχνά μάλιστα και «αποκλειστικών») στα ίδια πρόσωπα, όπως επίσης συμφωνώ ότι θα έπρεπε όσοι ασχολούνται με τα κοινά να ανοιχθούν και σε πρόσωπα έξω από τον φωτογραφικό χώρο.

Εν τούτοις δεν πιστεύω ότι η οποιαδήποτε κακοδαιμονία (αν δεχτούμε ότι υπάρχει) τής ελληνικής φωτογραφίας οφείλεται στους μονοπωλιακούς δεινόσαυρους τής ηλικίας μου. Τουλάχιστον μερικοί από αυτούς, παράλληλα με την ίσως υπερβολική φιλοδοξία τους και τάση για «αποκλειστικότητες», είχαν και μιαν αγάπη στη Φωτογραφία, ίσως και μια έλξη για τα «κοινά». Περισσότερο με ανησυχεί ο «καριερισμός», ο «ατομικισμός», ο «επαγγελματισμός», η «πτυχιολαγνεία» και η «επιστημοσύνη» πολλών νέων φωτογράφων, χαρακτηριστικά που ίσως να είναι ικανά να δημιουργήσουν γέφυρες επικοινωνίας με τη Δύση και τις ιδιωτικές συλλογές, αλλά που μπορούν πολύ εύκολα να καταπνίξουν κάθε ταλέντο, δεξιότητα και αρετή. Αν προς τα κει τραβάει η φωτογραφία, εγώ έχω βάλει πλώρη για την άλλη κατεύθυνση.