fbpx

Τα φωτογραφικά «εφέ» και πώς να τα νικήσετε

Τα Νέα (Ένθετο Πρόσωπα, 2000)

Σμάρας Αγιακάτσικα, “Διπλές όψεις”, 1999

Στράτου Καλαφάτη, “Αρχέτυπες εικόνες”, ‘Αγρα, 2000

Το οποιοδήποτε “εφέ” στην τέχνη πρέπει να μπορεί να πείθει ότι υπάρχει, όχι γιατί απλώς μπορεί να γίνει, αλλά γιατί γεννάει κάτι που χωρίς αυτό δεν θα υπήρχε. Κι αυτό που γεννιέται, το αποτέλεσμα, το έργο, δεν πρέπει να παραπέμπει στο “εφέ” δείχνοντας ότι σ’αυτό φείλει την ύπαρξή του. Μετά δηλαδή τη χρήση του το “εφέ” πρέπει να εξαφανίζεται δίνοντας τη θέση του στο έργο. Η χρήση όμως των “εφέ”, όπως προκύπτει και από την γαλλική ετυμολογία τής λέξης, επιλέγεται συνήθως για την παραγωγή εντυπωσιακού αποτελέσματος. Και συνήθως δεν κάνει τίποτε για να το κρύψει.

Το καλλιτεχνικό “εφέ” εξασφαλίζει τις τρεις απαραίτητες προϋποθέσεις αγοραίας επιτυχίας στον νέο καλλιτέχνη. Τον εντυπωσιασμό, την ευκολία και την ετικέτα. Τα χαρακτηριστικά αυτά έχουν για στόχο τη δημιουργία ενός καλλιτεχνικού εμπορεύματος προσιτού σε μεγάλο μέρος τού κοινού (“ευκολία”), αντιληπτού με την μεγάλη ταχύτητα που απαιτεί η σημερινή πραγματικότητα τής καλλιτεχνικής «αγοράς» και των μέσων επικοινωνίας (“εντυπωσιασμός”) και, τέλος, αναγνωρίσιμου (εξίσου γρήγορα και εύκολα) χάρη σε μιαν έκδηλη ταυτότητα, και για τον λόγο αυτό προφανώς εξωτερική (“ετικέτα”).

Η Σμάρα Αγιακάτσικα υπήρξε στο παρελθόν επαγγελματίας φωτογράφος και καθηγήτρια στο τμήμα φωτογραφίας στα ΤΕΙ. Το βιβλίο «Διπλές όψεις», που οφείλεται σε αυτοέκδοση και κυκλοφόρησε την περασμένη χρονιά, είναι (αν δεν κάνω λάθος) η πρώτη της επίσημη και δημόσια καλλιτεχνική παρουσία. Όλες οι φωτογραφίες τού βιβλίου συνίστανται ακριβώς σε ένα «εφέ»: σε διπλοτραβήγματα, δηλαδή σε φωτογράφιση δύο θεμάτων πάνω στο ίδιο καρέ τού αρνητικού, με την προσπάθεια να προκύψει μια νέα, τρίτη, σύνθετη εικόνα.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η “αμαρτία” του. Η τρίτη αυτή σύνθετη εικόνα σπανίως μας παρουσιάζεται. Και όχι μόνον στο βιβλίο αυτό, αλλά τολμώ να πω σε όλη την ιστορία τής φωτογραφίας. Κατά τούτο λοιπόν η (κατ’εμέ) αποτυχία τής φωτογράφου ήταν σχεδόν αναμενόμενη. Απέτυχε εκεί που και όλοι οι άλλοι είχαν αποτύχει. Αν στην ιστορία τής φωτογραφίας μπορεί κανείς να θυμηθεί καλή διπλοτραβηγμένη εικόνα, αυτή αποτελεί εξαίρεση. Σχεδόν σε καμία από τις φωτογραφίες τού βιβλίου δεν επετεύχθη η μεταφορά, η μεταμόρφωση, που θα δικαίωνε την φορμαλιστική επιλογή ενός τόσο έντονου και εντυπωσιακού στοιχείου. Ο θεατής παραμένει θεατής δύο διαφορετικών φωτογραφιών, και αναρωτιέται για ποιο λόγο τού επιβάλλεται αυτό το μπέρδεμα. Σε τέτοιες περιπτώσεις τολμηρών επιλογών, και ειδικά στην ανάμιξη δύο εικόνων, το πραγματικό “έργο” από τη “μουτζούρα” απέχει λίγο. Και εν προκειμένω η λέξη “μουτζούρα” δεν χρησιμοποιείται μεταφορικά και υποτιμητικά. Ο μόνος λόγος να μπλεχτεί ο καλλιτέχνης σε τέτοια επικίνδυνη περιπέτεια είναι να οδηγηθεί σ’αυτήν από ουσιαστική καλλιτεχνική ανάγκη και να θέσει στον εαυτό του την πρόκληση να χρησιμοποιήσει το “εφέ” και όχι να χρησιμοποιηθεί από αυτό. Η εσωτερικότητα τής πρόθεσής του σε συνδυασμό πάντοτε με τις φωτογραφικές του αισθητικές γνώσεις είναι πιθανόν (απλώς και μόνον πιθανόν) να τον προφυλάξει από τη “μουτζούρα”. Θα πρέπει πάντως να έχει την απαιτούμενη καλλιτεχνική διαύγεια, ευφυία και εντιμότητα να το απορρίψει έστω εκ των υστέρων.

Γνωρίζω την Σμάρα Αγιακάτσικα και πιστεύω στις δυνατότητές της. Δεν νομίζω ότι η επιλογή τής συγκεκριμένης μανιέρας τη βοήθησε, ενώ πιθανόν άθελά της σημάδεψε το έργο της με τα στοιχεία τού ανώφελου εντυπωσιασμού. Η μεγαλύτερη δυσκολία στην τέχνη, και κατά συνέπεια στη φωτογραφία για την οποία μιλάμε, είναι η απλή περιγραφή. Η επιλογή τής σύνθετης περιγραφής πρέπει να είναι ένας άλλος δρόμος προς την απλότητα και το μεγάλο ζητούμενο να παραμένει η απόλυτη καλλιτεχνική πρόταση. Είναι όμως ορατός ο κίνδυνος στην πορεία να χαθεί ο στόχος (όπως συνέβη εδώ) και να καταλήξουμε σε ένα εξωτερικά σύνθετο, αλλά εσωτερικά αποδομημένο έργο.

Πολύ καλύτερα τα κατάφερε ο επίσης νέος φωτογράφος Στράτος Καλαφάτης με το (πρώτο και γι αυτόν) βιβλίο του “Αρχέτυπες εικόνες” από τις εκδόσεις Άγρα. Επέλεξε πάλι ένα “εφέ” κινούμενος στο επικίνδυνο περιβάλλον τής “στενοπής” ή “pinhole camera», μιας φωτογραφικής, δηλαδή, μηχανής που αποτελείται από τα στοιχειώδη: ένα μαύρο κουτί και μια μικροσκοπική τρύπα αντί για φακό. Τα αποτελέσματα αυτής τής μηχανής κινούνται συνήθως μέσα στον προααναφερθέντα χώρο τού εντυπωσιασμού, τής ευκολίας και τής ετικέτας. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε και εδώ (όπως και στην ανωτέρω περίπτωση των διπλοτραβηγμάτων) ότι δεν μπορούμε να βρούμε στο σύνολο τής ποιοτικής καλλιτεχνικής φωτογραφικής παραγωγής ένα συγκροτημένο έργο καλού φωτογράφου βασισμένο στην pinhole camera. Οι εντυπωσιακές, ονειρικές και αναγνωρίσιμες φόρμες τής pinhole δημιουργούν ένα γλιστερό και επικλινές επίπεδο, στο οποίο ο καλλιτέχνης έχει πολύ μεγάλες πιθανότητες να κατρακυλήσει. Εν τούτοις ο Καλαφάτης κατάφερε να κρατήσει το τιμόνι, ίσως διότι εστίασε το ενδιαφέρον του, όχι στο πώς θα χρησιμοποιήσει τον εντυπωσιασμό τής μηχανής για να δηλώσει κι αυτός κάτι εντυπωσιακό, αλλά πώς θα τιθασεύσει τον εντυπωσιασμό τής μηχανής, για να καταλήξει σε κάτι απλό. Η γνώση τής μηχανής απέδειξε και γνώση τής φωτογραφίας.

Σε πολλές από τις φωτογραφίες τού βιβλίου (όλες αποδίδουν γυμνά και παράξενα τοπία) η προσπάθειά του αυτή μένει μετέωρη ή αποτυγχάνει αποδίδοντας φωτογραφίες όχι κακές, αλλά αδιάφορες (κι αυτό μπορεί να θεωρηθεί από μια σκοπιά ακόμα χειρότερο). Τέτοιες φωτογραφίες είναι αρκετές από εκείνες όπου έχει τοποθετηθεί στο κέντρο τής εικόνας ένα συγκεκριμένο αντικείμενο (π.χ. τσιμεντένια κολόνα), το οποίο συμπληρώθηκε «διακοσμητικά», δηλαδή «επιφανειακά», από τον σκούρο χώρο τού «βινιεταρίσματος» τής pinhole. Υπάρχουν όμως και οι απόλυτα πετυχημένες, οι οποίες συγγενεύουν μεταξύ τους με ένα χαρακτηριστικό τους στοιχείο που δηλώνει ένα κενό και μια σιωπή. Ο μινιμαλισμός τους είναι εύγλωττος και πλούσιος. Εδώ δημιουργείται σχεδόν η αίσθηση μιας άρνησης τής περιγραφής. Το αποτέλεσμα είναι μια εικόνα απόλυτη, ταυτόχρονα λιτή και προκλητική. Τέτοιες είναι οι φωτογραφίες των σελίδων 5, 15, 16, 18, 21, 25, 33.

Στα αρνητικά τής έκδοσης, η οποία όπως όλα τα βιβλία των εκδόσεων Άγρα διακρίνεται για την ποιότητά της, θα έβαζα τον τίτλο (γιατί τόσο βαρύγδουπος;), την γυμνή φωτογραφία τής συζύγου τού φωτογράφου στην πρώτη σελίδα δίκην αφιερώματος (μήπως από αμερικανικές επιρροές;), τις ξακρισμένες φωτογραφίες (όταν υπάρχει τόσο έντονη και γοητευτική φόρμα δεν την διαλύουμε, την προστατεύουμε) και (όπως πάντα) τις δισέλιδες φωτογραφίες (κύριοι γραφίστες η φωτογραφία έχει ενότητα, δεν αποτελεί διακοσμητικό στοιχείο). Τα σχόλια βέβαια αυτά δεν μπορούν να επηρεάσουν σε τίποτα την απόλαυση μερικών καλών φωτογραφιών τού βιβλίου, τόσο καλών που αν και γίνανε με pinhole την ξεπέρασαν.