fbpx

Η «Μαγκνουμική» φωτογραφία και ο Νίκος Οικονομόπουλος

Τα Νέα (Ένθετο Πρόσωπα, 2000)

Το φωτογραφικό πρακτορείο Magnum, που ιδρύθηκε πριν από 50 περίπου χρόνια από τον μεγάλο φωτογράφο Henri Cartier-Bresson και μερικούς σημαντικούς φωτοδημοσιογράφους φίλους του, λειτουργεί για τον φωτογραφικό κόσμο σαν ένας θρύλος. Το όνειρο των περισσοτέρων φωτογράφων που εργάζονται για τον Τύπο είναι να γίνουν κάποτε εταίροι του.

Είναι γεγονός ότι από το πρακτορείο αυτό πέρασαν πάρα πολλοί καλοί φωτογράφοι και επίσης γεγονός ότι και σήμερα υπάρχουν στις τάξεις του μερικοί εξαίρετοι δημιουργοί. Αν όμως με τον χαρακτηρισμό αυτόν εννοούμε φωτογράφους των οποίων το έργο υπερβαίνει τα όρια τού δημοσιογραφικού σχολίου και αγγίζει εκείνα τής τέχνης, τότε ο ορίζοντας αναγκαστικά περιορίζεται.

Το Magnum χαρακτηριζόταν πάντοτε από δύο τάσεις, κατάλοιπα τής αρχικής του σύνθεσης. Από τη μια ήταν η καθαρή δημοσιογραφική σχολή, που κατά την ίδρυσή του εκφράστηκε από τον διάσημο ρεπόρτερ Robert Capa και τον επίσης αξιόλογο George Rodgers, και από την άλλη η καλλιτεχνική έκφραση τής φωτογραφίας, που εκπροσωπούσε ο Cartier-Bresson. Το Magnum, το οποίο σημειωτέον είναι μια εμπορική εταιρεία με μετόχους τους φωτογράφους του, προσπάθησε να κρατήσει μιαν ισορροπία αποδεχόμενο στους κόλπους του δύο ειδών φωτογράφους. Τους καθαρούς επαγγελματίες που ξέρουν να «καλύψουν» ένα γεγονός, έτσι ώστε να «πουληθούν» οι φωτογραφίες στα διάφορα έντυπα, και εκείνους που με το αξιόλογο (και εμπορικά συνήθως άχρηστο) καλλιτεχνικό τους έργο θα διατηρήσουν ψηλά τη φήμη τού καλού ονόματος τού πρακτορείου.

Η όχι πάντα όμως κρυφή επιθυμία των περισσοτέρων μελών τού πρακτορείου ήταν και είναι να εξασφαλίσουν μερίδιο και από τα δύο σκέλη επιτυχίας. Άλλωστε ειδικά στην περίπτωση των επαγγελματιών φωτογράφων η δόξα και το χρήμα συμβαδίζουν. Και η υπερβολική φήμη μερικών, και όχι πάντα των καλύτερων, μελών τού πρακτορείου, μπορεί να επηρέασε και τους υπολοίπους, και μάλιστα σε έναν χώρο όπου το καλλιτεχνικό “εγώ” των μετόχων υπερβαίνει το συλλογικό συμφέρον τής εμπορικής εταιρείας.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό τού Magnum είναι η εμμονή στη φωτογράφηση τού τρίτου κόσμου και μάλιστα με ιδιαίτερη προτίμηση στις πιο εξαθλιωμένες πλευρές του. Η εμμονή βέβαια αυτή εντάσσεται στην εμπορική τάση τού πρακτορείου, μια και τα περιοδικά, τα οποία αποτελούν τον κύριο πελάτη του, δημοσιεύουν συνήθως θέματα με τέτοιο περιεχόμενο, ακόμα κι αν πρόκειται για περιοδικά μόδας ή lifestyle. Η «Μαγκνουμική» φωτογραφία χαρακτηρίζεται όμως κι από ορισμένα στοιχεία φόρμας κοινά σε πολλούς από τους φωτογράφους-εταίρους. Ασπρόμαυρες εικόνες, με υψηλό κοντράστ και χοντρό κόκκο, τραβηγμένες με ευρυγώνιους φακούς με τάση υπερτονισμού τής παραμόρφωσής, και με στοιχεία πολλά και εντυπωσιακά που γεμίζουν ασφυκτικά το κάδρο και δυστυχώς πολύ συχνά χωρίς κανένα αποχρώντα λόγο. Η αισθητική αυτή (μαζί με την ανωτέρω θεματολογία) έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τη δημοσιογραφική φωτογραφία, αλλά και την άποψη τού κοινού γενικότερα γι’ αυτό που θεωρείται δημοσιογραφική φωτογραφία «ποιότητας».

Από το πρακτορείο Magnum έχουν αποχωρήσει πολλοί φωτογράφοι για λόγους οικονομικών συμφερόντων, αλλά και εγωισμών. Παραμένουν όμως ακόμη και πολλοί εξαιρετικά σημαντικοί. Ανάμεσά τους, και με καθαρώς προσωπικά κριτήρια, θα ξεχώριζα τον Αμερικανό Bruce Davidson, ο οποίος συνεχώς ανανεώνεται και μας εκπλήσσει, τον άγνωστο και σχεδόν εξαφανισμένο Χιλιανό Sergio Larrain, τον δικαίως διάσημο Τσέχο Josef Koudelka, τού οποίου η καλλιτεχνική φύση αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι έχει την επιθυμία να απεγκλωβιστεί από την φωτογραφική τυποποίηση τού εαυτού του, και δεν πειράζει αν αυτό τον οδηγεί ενίοτε σε αποτυχημένα αποτελέσματα. Ασφαλώς στους παραπάνω μπορεί να προστεθούν και μερικοί ακόμα μια και η απαρίθμηση είναι ενδεικτική και δεν συνιστά κατάλογο. Ανάμεσά τους, όμως, και εννοώ ανάμεσα στους καλούς, συγκαταλέγονται και δύο αξιόλογοι έλληνες φωτογράφοι. Ο Κωνσταντίνος Μάνος, γεννημένος στην Αμερική, κάτοικος Βοστώνης και μέλος τού Magnum από την δεκαετία τού ’70, και ο Νίκος Οικονομόπουλος, που εδώ και μερικά χρόνια έγινε και αυτός πλήρες μέλος τού πρακτορείου. Με τον Μάνο θα έχουμε την ευκαιρία να ασχοληθούμε εκτενώς, μια και το Μουσείο Μπενάκη τού ετοιμάζει μεγάλη ατομική έκθεση για το τέλος τού χρόνου, μαζί με την επανέκδοση τού πολύ σημαντικού του βιβλίου «The Greek Portfolio».

Ο Νίκος Οικονομόπουλος, τού οποίου από χρόνια διακαής πόθος ήταν η ένταξή του στο πρακτορείο Magnum, ένταξη που πέτυχε ύστερα από επιμονή, κόπο, αυταπάρνηση και πολλή δουλειά, είναι φυσικό να φέρει ίχνη όλων των παραπάνω μαγκνουμικών ιδιαιτεροτήτων και αδυναμιών. Εν τούτοις το αναμφισβήτητο ταλέντο του τού επιτρέπει να τις ελέγχει, συχνά να τις αποφεύγει και μερικές φορές να τις γυρνάει σε όφελός του. Μετά την ένταξή του στο πρακτορείο είχαμε την τύχη να δούμε τρία φωτογραφικά του λευκώματα. Και λέω την τύχη διότι δεν είναι πολλοί οι έλληνες φωτογράφοι που αγωνίζονται (με δικά τους ή με ξένα μέσα) να εκδίδουν βιβλία με τη δουλειά τους, παρόλο που είναι ο καλύτερος τρόπος και να υπάρξουν και να επικοινωνήσουν με το κοινό.

Τις φωτογραφίες τού Οικονομόπουλου λίγοι γνωρίζαμε πριν από το πρώτο του βιβλίο τα «Βαλκάνια». Αυτό (μαζί με αρκετές δημοσιεύσεις σε περιοδικά) τον έκανε ευρύτερα γνωστό και τού εξασφάλισε ένα κοινό. Πριν από πολύ λίγους μήνες κυκλοφόρησε η τρίτη μεγάλη μονογραφία του, οι «Λιγνιτωρύχοι». Στο μεταξύ είχε μεσολαβήσει ένα πολύ μικρό λεύκωμα συνοδευόμενο από ένα CD με τραγούδια τής Δήμητρας Γαλάνη.

Στα «Βαλκάνια» συγκεντρώνεται η πιο συγκροτημένη και συμπαγής φωτογραφική άποψη τού Οικονομόπουλου. Έλεγχος τής φορμαλιστικής τόλμης και πάντοτε ένας γερός κεντρικός συνεκτικός άξονας τής εικόνας, τόσο από πλευράς μορφής όσο και περιεχομένου. Μου έκανε βέβαια εντύπωση ότι ανάμεσα στις καλύτερές του φωτογραφίες υπήρχαν και καμιά δεκαριά από τις πιο παλαιές του, αυτές που είχαν δημοσιευθεί στην πρώτη του συμμετοχή σε ομαδική έκδοση, στη συλλογή-λεύκωμα με φωτογραφίες μελών τού «Φωτογραφικού Κύκλου», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Γνώση» το 1989. Ίσως αυτό να σημαίνει ότι εκείνη η προεπαγγελματική αθωότητα σημάδεψε μια περίοδο σημαντική.

Ο Οικονομόπουλος εργάζεται επαγγελματικά και γι αυτό είναι υποχρεωμένος να αναζητά θέματα που έστω εμμέσως έχουν σχέση με την επικαιρότητα ή την προαναγγέλλουν. Οι φωτογραφίες του πρέπει να πουληθούν και ταυτόχρονα να αποτελέσουν, τουλάχιστον μερικές από αυτές, μέρος τού έργου του. Ο διπλός αυτός στόχος, που αποτελεί, όπως ελέχθη, στοιχείο διχασμού για όλο το πρακτορείο Magnum, βρίσκει στον Οικονομόπουλο την καλύτερη δυνατή ισορροπία. Και μάλιστα η σύγκριση με πιο προβεβλημένους τενόρους τού πρακτορείου δείχνει ότι ο Οικονομόπουλος θυσιάζει πολύ σπανιότερα την προσωπικότητά του στις επιταγές τού φωτοδημοσιογραφικού λαϊκισμού. Εν τούτοις, δεν μπορώ να μην σκεφτώ ότι ένας Οικονομόπουλος που θα συνεδύαζε την επιμονή τού επαγγελματία και την ελευθερία τού ερασιτέχνη θα έκανε θαύματα, τόσο στην επιλογή των θεμάτων του όσο και στον χειρισμό τους. Αυτό που χρειάζεται πάντως είναι μια πιο αυστηρή τελική επιλογή των εικόνων που ο ίδιος επιθυμεί να αποτελούν το προσωπικό του έργο.

Το τελευταίο του βιβλίο, οι «Λιγνιτωρύχοι», είναι, από όσο κατάλαβα, παραγγελία τής ΔΕΗ. Δεν μπόρεσα όμως με σιγουριά να το κατατάξω μέσα στο έργο τού Οικονομόπουλου. Αν πρέπει να θεωρηθεί μια εμπορική δουλειά, τότε, άσχετα από το πόσο χρήσιμη μπορεί να την θεωρήσει η ΔΕΗ, ξεπερνάει κατά πολύ τον μέσο όρο. Αν όμως εντάσσεται στην προσωπική (καλλιτεχνική) δουλειά τού φωτογράφου, τότε διαπιστώνω ότι ο Οικονομόπουλος βασίστηκε στις αναμφισβήτητες ευκολίες του, αυτές που τού επιτρέπουν να μην κάνει ποτέ κακή δουλειά, αλλά δεν απέφυγε τις συνήθεις μαγκνουμικές αμαρτίες. Φορμαλιστικές κατασκευές, απουσία κεντρικού άξονα και κυρίως την αίσθηση ότι όλες οι φωτογραφίες δεν είναι παρά πολλές εκδοχές μιας αρχικής. Απουσιάζει η έκπληξη και η συμμετοχή τού φωτογράφου. Η επιείκεια και η ανοχή όλων εκείνων που αγαπούν έναν φωτογράφο πρέπει να είναι απεριόριστη μπροστά και σε έργα του μικρότερης σημασίας. Αρκεί αυτά να μοιάζουν απόπειρες για αναγκαίες δημιουργικές λοξοδρομήσεις, και να αποτελούν δείγματα αισθητικής τόλμης και εναλλαγής. Δεν είχα αυτή την αίσθηση με τους «Λιγνιτωρύχους». Αντιθέτως, το μικρό βιβλίο με το CD, που όπως είναι λογικό πέρασε μάλλον απαρατήρητο, περιείχε μερικές πολύ αξιόλογες φωτογραφίες τού Οικονομόπουλου, με θέματα ασυνήθιστα για το πλαίσιο τού συνολικού του έργου, χειρισμένα με απλότητα και ευαισθησία. Μπορεί αυτή η λοξοδρόμηση να τού αποφέρει στο μέλλον πολλά.

Τέλος, αισθάνομαι την ανάγκη να σχολιάσω και την εκδοτική και τυπογραφική ποιότητα των βιβλίων τού Οικονομόπουλου, η οποία, χωρίς να είναι καταδικαστέα, υπολείπεται τής ποιότητας των φωτογραφιών του και δεν τις ενισχύει. Δεν είμαι σίγουρος επίσης αν ο υπερβολικός και αδικαιολόγητος κόκκος των φωτογραφιών του (ιδιαίτερα έκδηλος στους «Λιγνιτωρύχους») οφείλεται μόνον στις φωτογραφίες ή και στις αναπαραγωγές τους. Κυρίως όμως επιθυμώ να δηλώσω κατηγορηματικά αντίθετος σε μια πρακτική που όχι μόνον ο Οικονομόπουλος, αλλά και πολλοί φωτογράφοι τού Magnum και άλλοι παρόμοιας θεματολογίας και αισθητικής χρησιμοποιούν. Αναφέρομαι στη συνήθεια να καταλαμβάνουν οι φωτογραφίες τους επιφάνεια μιάμισης και πλέον σελίδας, έτσι ώστε η μεγέθυνση τής φωτογραφίας να πάρει τις μέγιστες δυνατές διαστάσεις στην ανάπτυξη τού εκδοτικού «σαλονιού». Υποθέτω ότι με τον τρόπο αυτόν θέλουν να προσδώσουν ένταση στη φωτογραφία, ενώ το μόνο που επιτυγχάνεται είναι η διάσπαση τής ενότητάς της. Στις πολύ μικρές αποστάσεις που απαιτούνται για την ανάγνωση ενός βιβλίου το μάτι συλλαμβάνει καλύτερα την μονοσέλιδη φωτογραφία και εκτιμάει πιο σωστά τη σύνθεσή της. Πέραν των άλλων δίνεται και ο τόνος τής σοβαρότητας τού φωτογραφικού έργου και τού φωτογραφικού βιβλίου, κρατώντας αποστάσεις από το δημοσιογραφικό στήσιμο των εφημερίδων και περιοδικών.

Η παρουσία τού Οικονομόπουλου στον χώρο τής ελληνικής φωτογραφίας είναι ένα μεγάλο κέρδος. Και πιστεύω ότι μετά την επαγγελματική του καταξίωση και διεθνή αναγνώριση ο Οικονομόπουλος θα επιτρέψει στον εαυτό του μια βαθύτερη διερεύνηση των δυνατοτήτων του. Πρέπει να συγχαρώ και τις εκδόσεις ΄Ινδικτος και τον εμπνευστή τους Κώστα Ορδόλη που υποστηρίζουν με το έργο τους αυτό που λίγοι έχουν αντιληφθεί, ότι η φωτογραφική καλλιτεχνική ιστορία γράφεται μέσω των βιβλίων.

Πλάτων Ριβέλλης

«Βαλκάνια» (Φωτογραφίες-Νίκος Οικονομόπουλος), Εκδόσεις Libro, 1995

«Ανάσα η Τέχνη της Καρδιάς» (Δήμητρα Γαλάνη-Λίνα Νικολακοπούλου, Φωτογραφίες Νίκου Οικονομόπουλου), Παραγωγή PolyGram, 1996

«Λιγνιτωρύχοι» Νίκος Οικονομόπουλος, ΔΕΗ, Εκδόσεις Ίνδικτος, 1998

Λεζάντες φωτογραφιών: Νίκος Οικονομόπουλος , Από το βιβλίο «Ανάσα η Τέχνη της Καρδιάς» (υπ’αριθ.1-2-3) , Από το βιβλίο «Βαλκάνια» (υπ’αριθ.4-5)