Είναι φανερό ότι το ασπρόμαυρο γεύεται το κρύο πιάτο τής εκδίκησης, δεδομένου ότι ουδέποτε απασχόλησε τον φωτογραφικό κόσμο τόσο πολύ όσο τώρα που παίρνει κεφάλι το χρώμα. Ας ασχοληθούμε λοιπόν με αυτό για μια ακόμη φορά. Μόνο που επειδή έχω γράψει πλειάδα κειμένων πάνω σε αυτό το θέμα, θα αποτολμήσω -έτσι ώστε να μην επαναλαμβάνομαι αφόρητα- να παραθέσω επιγραμματικά σκέψεις και συμβουλές (απολύτως προσωπικές, το τονίζω) περισσότερο για να προκαλέσω ερωτήματα παρά για να τα απαντήσω.
1. Στην τέχνη τίποτα δεν έγινε επειδή δεν μπορούσε να γίνει κάτι άλλο. Το ασπρόμαυρο, δηλαδή, δεν υπήρξε στην αρχή τής φωτογραφίας αναγκαίο κακό, επειδή, ας πούμε, δεν κατάφερναν να βρουν το έγχρωμο. Όπως ο ομιλών κινηματογράφος, ούτε πέρασε από το μυαλό τού Griffith στα πρώτα χρόνια τού περασμένου αιώνα. Όταν μάλιστα εμφανίστηκε ο ήχος η εγκυκλοπαίδεια τού Ελευθερουδάκη θεώρησε ότι ο κινηματογράφος πέθανε αφού έπρεπε να στηρίζεται στην εικόνα.
2. Στην τέχνη -και πάλι- η αναπαράσταση τής πραγματικότητας όχι απλώς δεν είναι (ούτε ποτέ ήταν) αυτοσκοπός, αλλά συνιστά και έναν εντελώς άχρηστο στόχο. Αν πρόκειται να δημιουργήσει κανείς ακριβώς αυτό που ήδη έχει δημιουργηθεί, ποιος είναι ο λόγος. Το άγαλμα τής Αθηνάς δεν αποτύπωνε την εικόνα τής θεάς τού Ολύμπου και κανένας άνθρωπος δεν είχε τόσο στενό κεφάλι όπως αυτό που δείχνουν τα κυκλαδικά ειδώλια.
3. Στην τέχνη -και πάλι και πάλι- οι τεχνολογικές εξελίξεις δεν αποτελούν απαντήσεις σε σχετικά αιτήματα των καλλιτεχνών. Οι ζωγράφοι δεν απαιτούσαν ακρυλικές μπογιές. Απλώς τις χρησιμοποίησαν (και όχι όλοι) όταν κάποιος τις κατασκεύασε.
4. Ο καλλιτέχνης δεν έχει λόγο να στρέφει την πλάτη του στις τεχνολογικές εξελίξεις. Αυτό που μετράει είναι το όραμά του και ως εργαλεία μπορεί να χρησιμοποιήσει τα πάντα, αρκεί να μην τον χρησιμοποιούν αυτά. Είναι αυτονόητο ότι θα στραφεί και στην εκάστοτε νέα τεχνολογία, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι ούτε απολύτως αναγκαίο, ούτε άμεσα επιτακτικό. Ακόμα και στην πανάκριβη τέχνη τού κινηματογράφου (που χρειάζεται μεγάλη συμμετοχή τού κοινού για να υπάρξει) οι σκηνοθέτες συνέχισαν για πολλά χρόνια να κάνουν ασπρόμαυρες ταινίες και μετά την εφεύρεση τού χρώματος. Ο Dreyer δεν έκανε ποτέ έγχρωμη ταινία (πέθανε το 1968). Πολλοί μεγάλοι σκηνοθέτες έκαναν την πρώτη τους έγχρωμη ταινία πολύ αργότερα από την εφεύρεση τού έγχρωμου κινηματογράφου και αφού το χρώμα είχε πλήρως επικρατήσει στη βιομηχανία τού κινηματογράφου. Ο Ozu έκανε την πρώτη του έγχρωμη ταινία το 1958. Ο Bergman το 1969. Ο Wenders το 1982. Ο Mizoguchi έκανε τις δύο πρώτες του έγχρωμες ταινίες το 1955 και την επόμενη χρονιά, λίγους μήνες προτού πεθάνει, έκανε σε άσπρο-μαύρο την τελευταία του.
5. Τα δύο (έωλα και απλοϊκά) επιχειρήματα που προβάλλονται για να στηρίξουν την πρωτοκαθεδρία τής έγχρωμης είναι αφενός ότι ο κόσμος είναι έγχρωμος και αφετέρου ότι η φωτογραφία ήταν ασπρόμαυρη επειδή δεν μπορούσε να γίνει έγχρωμη. Η αφέλεια τής δεύτερης παρατήρησης απαντήθηκε ήδη παραπάνω. Όσο για την πρώτη...Μα ο κόσμος είναι τρισδιάστατος, η γωνία λήψεως θα έπρεπε να είναι 360 μοίρες, ο κόσμος έχει και ήχους και μυρωδιές. Αν αναζητήσουμε όλα αυτά στην τέχνη τότε μάλλον θα καταλήξουμε στη Ντίζνεϋλαντ.
6. Τα δύο (έωλα και απλοϊκά) επιχειρήματα που προβάλλονται για να στηρίξουν την πρωτοκαθεδρία τής ασπρόμαυρης είναι αφενός ότι είναι πιο καλλιτεχνική και αφετέρου ότι είναι λιγότερο ταυτισμένη με την πραγματικότητα. Μα η επιζητούμενη αφαίρεση και καλλιτεχνική αξία δεν μπορεί να έχουν σχέση με τα εργαλεία, αλλά μόνον με τη χρήση τους. Ενώ από την άλλη πλευρά η αφαίρεση στη φωτογραφία αποκτά καλλιτεχνικό περιεχόμενο όσο πιο κοντά βρίσκεται στην πραγματικότητα.
7. Αυτό που μερικοί φωτογράφοι φοβούνται στην περίπτωση τής έγχρωμης είναι πρώτον τη μεγαλύτερη αληθοφάνεια τού χρώματος (κάτι που τους αλυσοδένει με τον εφιάλτη τής απλής μηχανικής αποτύπωσης), δεύτερον τη συγγένειά της με την (για κάποιους) επικίνδυνη, αλλά και παντοδύναμη διαφημιστική φωτογραφία και τρίτον την υποβάθμιση τής φωτογραφίας μπροστά στην επίσης έγχρωμη και με μεγαλύτερους τίτλους ευγενείας ζωγραφική.
8. Αυτό που θέλγει μερικούς φωτογράφους στην έγχρωμη είναι ότι γι’ αυτούς οι παραπάνω φόβοι είναι προτερήματα. Και πάνω από όλα η πολυπόθητη (από τη γέννηση ακόμα τής φωτογραφίας) αναγνώριση της από τον κόσμο τής ζωγραφικής. Συμπλέγματα κατωτερότητας που τώρα πλέον περιπλέκονται και με οικονομικές βλέψεις. Και δεν είναι μόνον το χρώμα που προσομοιάζει στη ζωγραφική, αλλά κυρίως η σύγχρονη εικαστική μόδα τού concept, η οποία, για να υπηρετήσει τις απλοϊκές έννοιες και τα προφανή μηνύματα που κατ’ εξακολούθηση χρησιμοποιεί, όχι απλώς δεν φοβάται αλλά επιδιώκει και την απόλυτη αληθοφάνεια και την υπογράμμιση τής συγγένειας με τη διαφήμιση, την ανέκαθεν βασίλισσα τού concept. Η φωτογραφία άλλωστε, λόγω τής στενής της σχέσης με το πραγματικό γεγονός είναι το ιδανικό εργαλείο για την προβολή τού οποιουδήποτε concept.
9. Παρόλο που δεν είναι αναντίρρητο ότι η φωτογραφία έχει συγγένεια με τον κόσμο τής ζωγραφικής (και πάντως όχι μεγαλύτερη από όση έχει με τον κόσμο τής ποίησης), θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η ασπρόμαυρη φωτογραφία είναι πολύ πιο εικαστική από την έγχρωμη, μια και η δυνατότητές της για μεταμόρφωση τής πραγματικότητας που απεικονίζει είναι πολύ πιο μεγάλες. Η έγχρωμη φωτογραφία, λόγου χάριν, ενός τοπίου που δεν περιλαμβάνει τίποτε άλλο από ένα κομμάτι ουρανού και ένα κομμάτι λιβαδιού, θα είναι αναμφισβήτητα ένα τοπίο με γαλάζιο ουρανό και πράσινο λιβάδι. Όπου το γαλάζιο και το πράσινο δεν θα είναι χρώματα (όπως στη ζωγραφική) αλλά ουρανός και λιβάδι. Αν ο φωτογράφος έκανε τα αντίστοιχα χρώματα κίτρινο και κόκκινο, η φωτογραφία θα έπαυε να λειτουργεί ως φωτογραφία (αφού θα έχανε την αληθοφάνειά της), ενώ δεν θα κατάφερνε να λειτουργήσει ως ζωγραφικός πίνακας, αφού δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει την υλική παρουσία των χρωμάτων.
Αν όμως η φωτογραφία ήταν ασπρόμαυρη, τότε ο φωτογράφος θα είχε τη δυνατότητα να «παίξει» με τον ουρανό και τη θάλασσα στους τόνους τού γκρίζου, φτιάχνοντας μια σχεδόν λευκή περιοχή που θα αντιστοιχούσε στον ουρανό και μια σχεδόν μαύρη που θα αντιστοιχούσε στο λιβάδι. Έτσι, χωρίς να χάσει την αληθοφάνεια, θα κέρδιζε και την αφαίρεση και τη μεταμόρφωση. Άρα το ασπρόμαυρο επιτρέπει πολύ πιο δυναμικές επεμβάσεις από το έγχρωμο, ερωτοτροπώντας έτσι με την ελευθερία τού ζωγράφου.
Το ερώτημα όμως για το ποια φωτογραφία είναι πιο εύκολη ή πιο δύσκολη δεν μπορεί να έχει απάντηση, αφού η καθεμιά τους πρέπει να ακολουθήσει άλλο μονοπάτι για τον κοινό στόχο τής μεταμόρφωσης μέσω τής αληθοφάνειας. Ο «έγχρωμος» θα προσκολληθεί στην πραγματικότητα για να την ανατρέψει μέσα από την προσκόλληση αυτή, ενώ ο «ασπρόμαυρος» θα ωθήσει την πραγματικότητα στα άκρα των αντοχών τής περιγραφής, ώστε να τη μεταμορφώσει χωρίς να την αρνηθεί.
10. Όλα τα παραπάνω ο προ-ψηφιακός φωτογράφος τα έλυνε με μια πολύ απλή στιγμιαία απόφαση. Αγόραζε το ανάλογο φιλμ. Ήρθε όμως η ψηφιακή τεχνολογία και τον εξανάγκασε να πάρει μια πιο συνειδητή θέση απέναντι στο πρόβλημα. Τώρα όλες οι φωτογραφίες γεννιούνται έγχρωμες. Και σαν να μην έφτανε αυτό μπορούν ευκολότατα και ταχύτατα να γίνουν ασπρόμαυρες και με την ίδια ευκολία να επανέλθουν στην έγχρωμη αρχική τους εικόνα. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι αυτή η τεχνολογική εξέλιξη ήταν ένα δώρο στους φωτογράφους, όπως και η ευκολία (και η ταχύτητα) όλης τής ψηφιακής επεξεργασίας, που κάποτε ήταν προνόμιο των ολίγων φιλόπονων και υπομονετικών μαστόρων; Μόνο που κανένας καλλιτέχνης δεν μπορεί να δημιουργήσει με όλες τις πιθανότητες κάθε φορά ανοιχτές. Πρέπει να θέσει από μόνος του τους περιορισμούς που κάποτε -πολύ βολικά- του έθετε η τεχνολογία.
Για πρώτη φορά επομένως ο καθένας από μας πρέπει να σκεφτεί γιατί μια φωτογραφία τη θέλει ασπρόμαυρη και γιατί έγχρωμη. Και όχι γιατί έτσι έτυχε να βγει.
11. Την πρώτη μεγάλη έκπληξη μπροστά στην παραπάνω διαπίστωση ακολούθησαν πάμπολλοι αμήχανοι και αβάσιμοι ισχυρισμοί. Όπως (σταχυολογώ ενδεικτικά) ότι πρέπει να μετατρέψει κανείς όλες τις φωτογραφίες του σε ασπρόμαυρες προτού τις δει έγχρωμες, ή ότι πρέπει να ρυθμίσει το σκόπευτρο να δείχνει τα πάντα ασπρόμαυρα, ή ότι πρέπει να μοιράσει τις δυο κατηγορίες σε αντίστοιχα θέματα (π.χ. βορειοευρωπαϊκές πόλεις με ασπρόμαυρο και απωανατολικές με έγχρωμο), ή να αποφασίσει μια για πάντα τι είδους φωτογραφία θέλει να κάνει. Γρήγορα, ευτυχώς οι περισσότεροι, καταλάβαμε ότι όλες οι παραπάνω σκέψεις δεν ήταν παρά απόρροια τού πρώτου πανικού. Δεν υπάρχουν θέματα που θέλουν το ένα ή το άλλο είδος και όλα τα θέματα έχουν να επιδείξουν εξαιρετικές φωτογραφίες τόσο έγχρωμες όσο και ασπρόμαυρες. Ουδέποτε βλέπαμε τον κόσμο ασπρόμαυρο μέσα από το σκόπευτρο, έστω και αν είχαμε ασπρόμαυρο φιλμ. Ούτε προσαρμόζαμε τη λήψη και το κάδρο μας ανάλογα με το φιλμ που είχαμε φορτώσει στη μηχανή. Ούτε το ψηφιακό raw αρχείο μας θα πάψει ποτέ να είναι έγχρωμο, άσχετα από το πώς θέλουμε εμείς να βλέπουμε τη φωτογραφία. Το κυριότερο όμως ήταν και είναι ότι όταν φωτογραφίζεις δεν σκέφτεσαι τη φωτογραφία που θα βγάλεις, αλλά αυτό που βρίσκεται ζωντανό μπροστά σου, μέρος ενός πάντοτε έγχρωμου, τρισδιάστατου και θορυβώδους κόσμου, που εσύ θα αποδώσεις έτσι κι αλλιώς σαν ένα μικρό, δυσδιάστατο, σιωπηλό και χρωματικά αλλοιωμένο κομμάτι του.
12. Οι λύσεις ευτυχώς είναι πολύ απλές. Όπως είναι συνήθως όλες οι λύσεις στα δύσκολα προβλήματα. Αν ο φωτογράφος είναι επαγγελματίας (είτε των εφαρμοσμένων μορφών τής φωτογραφίας είτε του εικαστικού χώρου) είναι πολύ πιθανόν να καθοδηγηθεί από τις τάσεις τής αγοράς και τού κοινού. Δεν θα ξεχάσω την παρατήρηση γκαλερίστριας, ιδιοκτήτριας κεντρικής αθηναϊκής γκαλερί τη δεκαετία τού 1980, σε γνωστή φωτογράφο που μόλις είχε τελειώσει μια έκθεσή της: «Την επόμενη φορά θα ήθελα τα ίδια σε έγχρωμο». Δεν θεωρώ απίθανο σε λίγα χρόνια να ακούσουμε το ακριβώς αντίθετο, όταν το ασπρόμαυρο μπορεί να θεωρείται νεωτερική καινοτομία.
Αν όμως ο φωτογράφος βρίσκεται αντιμέτωπος μόνο με τον εαυτό του, τότε μπορεί να επιλέξει μια από τις δύο παρακάτω λύσεις ή ακόμα και συνδυασμό και των δύο. Η πρώτη είναι η ενιαία απόφασή του (για το σύνολο τής δουλειάς ή και για επιμέρους θέματα) να υιοθετήσει είτε το ασπρόμαυρο είτε το έγχρωμο. Και αυτό χωρίς αναγκαστική σύνδεση με το θέμα, αλλά ενδεχομένως εξαιτίας ανεξήγητων εμμονών, οι οποίες πολλά έχουν προσφέρει στην τέχνη, ειδικά όταν παραμένουν ανεξήγητες. Η άλλη λύση είναι να κρίνει κάθε φωτογραφία του μέσα από τη δική της ταυτότητα και προσωπικότητα και να αποφασίζει αν λειτουργεί καλύτερα με τη μία ή την άλλη εκδοχή.
13. Ας αποτολμήσω όμως και μια στροφή στις δικές μου εμπειρίες. Από το 1977 (όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι πιο σοβαρά με τη φωτογραφία) μέχρι πριν από λίγα χρόνια (όταν πέρασα από τις αναλογικές στις ψηφιακές μηχανές) δεν αγόρασα ποτέ ούτε ένα έγχρωμο φιλμ. Ο βασικός λόγος ήταν απλός: δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη. Ας προσθέσουμε στα παραπάνω το γεγονός ότι οι φωτογράφοι που θαύμαζα έκαναν ασπρόμαυρη φωτογραφία (λογικό άλλωστε αφού αυτή κυριάρχησε τα εννέα δέκατα τού χρόνου τής φωτογραφικής ιστορίας), καθώς και ότι η εμπορική φωτογραφία, με την οποία δεν με συνέδεε κάποια εκλεκτική συγγένεια, είχε εκείνα τα χρόνια καταληφθεί από το χρώμα, για να δικαιολογηθεί κάπως η μονομέρειά μου.
Οι πρώτες μου ψηφιακές απόπειρες ήταν ταυτόχρονα και ο πρώτος μου συλλαβισμός στην έγχρωμη. Η αλλαγή ήταν βασανιστική, απότομη, αλλά ταυτόχρονα ανανεωτική. Και κάτι παρόμοιο έζησαν πολλοί φίλοι μου και μαθητές μου. Σαν αποτέλεσμα βέβαια παρατηρήθηκε μια ραγδαία αύξηση των έγχρωμων φωτογραφιών, αλλά όχι τόσο σαν συνέπεια κάποιας επαναστατικής αλλαγής γραμμής, αλλά για τον απλούστατο λόγο, ότι για πρώτη φορά τις βλέπαμε (αρχικά έστω) έγχρωμες. Δεν είναι απίθανο αρκετές από τις φωτογραφίες που πιο παλιά βγάλαμε και αγαπήσαμε να μπορούσαν ή και να έπρεπε να ήταν έγχρωμες. Αλλά δεν έχει νόημα μια τέτοια σκέψη, αφού δεν τις είδαμε έτσι.
Μόλις χαλάρωσα από την πρώτη έκπληξη, κατάφερα σιγά-σιγά να απελευθερωθώ από τη συνήθεια των στεγανών διαχωριστικών και άρχισα να αντιμετωπίζω τις φωτογραφίες μου στην πρώτη μου επαφή μαζί τους ως φωτογραφίες γενικώς και όχι ως ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Οι πολυάριθμες επομένως απορρίψεις των φωτογραφιών μου κατά την πρώτη διαλογή τους (αν είχα σχεδιάσει εγώ ένα πληκτρολόγιο θα έβαζα στη θέση τού spacebar το delete, εντολή πρώτιστης σημασίας για τους φωτογράφους) γίνονται χωρίς να σκεφτώ καν πώς θα έδειχναν ασπρόμαυρες.
Στη δεύτερη διαλογή, ανάμεσα, δηλαδή, σε όσες επέλεξα ως συγκριτικά καλύτερες, μού γεννιέται μερικές φορές (όχι πάντα) η ιδέα ότι πιθανόν η συγκεκριμένη φωτογραφία να λειτουργούσε καλύτερα με την αφαίρεση των χρωμάτων. Και αμέσως τη βλέπω έτσι και αποφασίζω. Αν όμως υιοθετήσω την ασπρόμαυρη εκδοχή της, τότε από κει και ύστερα προσπαθώ να ξεχάσω το έγχρωμο παρελθόν της και να της κολλήσω την ασπρόμαυρη ετικέτα. Να συμπληρώσω όμως ότι οι λόγοι που με κάνουν να επιλέγω τη μία ή την άλλη εκδοχή είναι απολύτως φωτογραφικοί και όχι εννοιολογικοί ή άλλοι. Ακόμα και αν επιχειρήσω και καταφέρω να διατυπώσω επιχειρήματα, τα επιχειρήματα αυτά δεν θα είναι ικανά να εξηγήσουν σε βάθος (ή στην ουσία) την τελική μου επιλογή.
14. Προς τι λοιπόν η έκπληξη ή και ο σπαραγμός. Το ασπρόμαυρο φάνηκε αρχικά να δέχεται από την έγχρωμη μια σειρά χτυπημάτων που ξεκίνησαν από την παντοδυναμία τού (έγχρωμου) εικαστικού και επαγγελματικού χώρου (κοινωνική κυριαρχία τού χρώματος) και κατέληξαν στο RGB τής ψηφιακής (τεχνολογική κυριαρχία τού χρώματος). Πολύ γρήγορα όμως η κοινωνία άρχισε να ανακαλύπτει εκ νέου τη γοητεία τού ασπρόμαυρου (δεν είναι λίγοι οι γάμοι όπου οι νεόνυμφοι απαιτούν και «ολίγες καλλιτεχνικές ασπρόμαυρες» -sic-), ενώ οι φωτογράφοι αναγκάζονται πλέον να γίνουν ελαφρώς σοφότεροι και να σκεφτούν πάνω στις επιλογές τους, κάτι που δεν μπορεί παρά να ωφελήσει τόσο τις έγχρωμες όσο και τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
Η ευγνωμοσύνη μου απέναντι στην ψηφιακή τεχνολογική επανάσταση στον χώρο τής φωτογραφίας έχει ασφαλώς σχέση και με τις ευκολίες που μας προσφέρει, αλλά κυρίως οφείλεται στο γεγονός ότι αυτές οι ευκολίες έθεσαν νέα προβλήματα, με κορυφαίο αυτό τής έλλογης και συνειδητής (καλλιτεχνικής) επιλογής τού ασπρόμαυρου. Και όποτε υπάρχουν νέα προβλήματα, οδηγούν σε βαθύτερες σκέψεις, σε αυξημένα κίνητρα και οι πιθανές λύσεις μπορεί να οδηγήσουν σε καλύτερη φωτογραφία.